to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Μάριο Τρόντι: «Τι να κάνουμε;»

Ο φιλόσοφος και πολιτικός Μάριο Τρόντι, με την ευκαιρία των ενενηκοστών γενεθλίων του, μιλά στο «Il Manifesto» (23 Ιουλίου 2021) και τον Ρομπέρτο Τισκαρέλι για τον εφικτό κομμουνισμό: «Φτάνει με τη δαιμονοποίηση του 20ού αιώνα, να ανακτήσουμε τη μνήμη των αγώνων, να οργανώσουμε τις μάχες». Μια ζωή εμπνευσμένη από την αρχή: «Να σκέφτεσαι ακραία, να δρας με προσοχή».


Η Ροσάνα Ροσάντα έγραψε «Το κορίτσι του περασμένου αιώνα». Στην αυτοβιογραφία του ο Ινγκράο έγραψε «Ήθελα το φεγγάρι». Τι έχει στο νου του ο Μάριο Τρόντι στα ενενήντα του χρόνια;

Οτιδήποτε άλλο εκτός από τα να γράψω ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Είμαι αλλεργικός με αυτό το είδος λογοτεχνικής μορφής. Έχω διαβάσει πολλές αυτοβιογραφίες και μερικές με ενθουσίασαν, όπως αυτές που αναφέρεις. Αλλά, μεταξύ των άλλων, η Ροσάνα και ο Πιέτρο ήταν δημόσια πρόσωπα πολύ γνωστά και αναγνωρίσιμα, υπήρξαν πρωταγωνιστές γεγονότων, είχαν πολλά να θυμηθούν και να αφηγηθούν. Εγώ είμαι ένα άγνωστο δημόσιο πρόσωπο, δεν θα είχα να μεταφέρω καμία ενδιαφέρουσα ανάμνηση, το πολύ κάποιους τίτλους περιοδικών ή εφημερίδων, και ένα μόνο νεανικό επιτυχημένο βιβλίο, το οποίο είχε, για να κάνω μια παρακινδυνευμένη σύγκριση, την ίδια τύχη με το βιβλίο του Σάλιντζερ Ο φύλακας στη σίκαλη: μετά είσαι αυτό και τίποτε άλλο.

«Εργάτες και κεφάλαιο»
Ναι, η συμβουλή μου είναι πάντα: μη γράψετε ένα επιτυχημένο βιβλίο στα νιάτα σας, γιατί παραμένετε για πάντα εγκλωβισμένοι μόνο σε ένα κελί.

Η δύναμη των αφηγήσεων της Ροσάντα και του Ινγκράο προέρχεται, πιστεύω, από τη σύμπτωση του προσωπικού πολιτικού τους βιώματος με τον αγώνα για τον κομμουνισμό κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Και εσύ στοχάστηκες πολύ πάνω στη μεγαλοσύνη εκείνου του αιώνα. Με ποιον τρόπο βλέπεις τη ζωή σου και τη σχέση σου με την πολιτική;
Η αυτοβιογραφία μου θα μπορούσε να αναγνωστεί ολόκληρη μέσα από τη συγγραφή μου, η οποία, αν την δούμε από απόσταση, ήταν μέχρι και υπερβολική και ψυχαναγκαστική. Αλλά η πορεία της πολιτικής και διανοητικής ζωής, για να γίνω αντιληπτός, πρέπει να βάζει στη σειρά χρονολογικά όχι μόνο τα βιβλία και τα δοκίμια, αλλά μεταξύ του ενός και του άλλου βιβλίου, μεταξύ του ενός και του άλλου δοκιμίου, άρθρα, ομιλίες, παρεμβάσεις, συνεντεύξεις. Τα συνδέει το ίδιο στιλ γραφής, που χαρακτηρίζεται από την ίδια μορφή σκέψης. Ακολουθούν όλα την ίδια γραμμή, δηλαδή, περισσότερο από την έρευνα και τη συνέπεια, στοχεύουν στην αποτελεσματικότητα. Κι αυτό συμβαίνει επειδή πρόκειται για μια συζήτηση totus politicus, που ξεκινάει από την ίδια άποψη, η οποία ασκεί κριτική στο υπάρχον συνολικά, έχοντας ως στόχο την ανατροπή της τάξης πραγμάτων, ενώ όμως –κι αυτό ξέρω ότι είναι το σημείο που γίνεται λιγότερο κατανοητό– αναμετράται πάντα με την υποχρέωση που δημιουργεί κάθε φορά η συγκυρία. Αυτό θα ήθελα να συζητιέται.

Σε μια πρόσφατη αντιπαράθεση για την κληρονομιά και την επικαιρότητα του εργατισμού, ο Αντόνιο Νέγκρι μίλησε για το «Αίνιγμα Τρόντι». Στο έργο σου υπάρχει μια ανεπίλυτη ένταση ανάμεσα στη σύγκρουση μεταξύ του να είναι κανείς μέσα και ενάντια στο κεφάλαιο, που μας δίδαξες στο «Εργάτες και κεφάλαιο» , μεταξύ του εντός του (κομμουνιστικού) κόμματος και της πρότασης για την αυτονομία του πολιτικού που δαμάζει το κεφάλαιο. Αναγνωρίζεσαι σε αυτό το αίνιγμα;
Αυτό που ονομάζουμε αίνιγμα, πρέπει να αναγνωσθεί ως διαδρομή. Ο εργατισμός καλύπτει μια πολύ σύντομη περίοδο της έρευνάς μου. Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά. Η εργατιστική εμπειρία μού χάρισε μια βασική μέθοδο: τη μεροληπτική άποψη. Μετά, ακολουθεί η εφαρμογή της στα περιεχόμενα: όχι μόνο εργοστάσιο και κοινωνία, αλλά και πολιτική και θεσμοί, ιστορία και συγκυρία, και, επιπλέον, ο τρόπος ύπαρξής σου, που απαιτεί, μάλιστα, συνέπεια μεταξύ της ζωής σου, της δράσης σου και της σκέψης σου. Ενεργή συνέπεια, όχι κοινότοπη επανάληψη, αλλά συνέχεια και άλματα, ποτέ αποσπάσεις και απεμπολήσεις, πιο πολύ ελεύθερες προσαρμογές στις αλλαγές των αντικειμενικών συνθηκών. Μιλούσα πάντα για μια κοινωνία χωρισμένη στα δύο, σε κάθε εποχή και με διάφορες μορφές. Γι’ αυτό με συνάρπασε η ορμητική εισβολή του φεμινισμού της διαφοράς και την παρακολούθησα με μεγάλη διανοητική περιέργεια. Η ιδέα του δύο που σπάει το αιώνιο αρσενικό ένα του ανθρώπου υπήρξε μια θεωρητική ρήξη του παραδείγματος χειραφέτησης στην πορεία της γυναικείας απελευθέρωσης. Έπειτα, υπάρχει και μια γενικότερη συζήτηση. Η σύγχρονη πολιτική δεν είναι πόλις, δεν είναι αγορά, όπως χαρωπά μας αρέσει να λέμε. Είναι συσχετισμός δυνάμεων, είναι ισχύς εναντίον ισχύος, είναι να ανήκεις σε ένα στρατόπεδο ενάντια σε ένα άλλο στρατόπεδο. Όποιος δεν το κατάλαβε, θα έλεγε ο Βέμπερ, πολιτικά είναι ακόμη παιδάκι. Και ειλικρινά φθάνω στο σημείο να προτιμώ εκείνους που παριστάνουν τα παιδάκια από εκείνους που είναι όντως παιδάκια. Όταν κάνεις πολιτική, στην πραγματικότητα καλείσαι να κυριαρχήσεις πάνω στον δαίμονα της ιστορίας, γιατί έχεις να κάνεις με το στραβό ξύλο της ανθρωπότητας του Καντ. Η μεγάλη ιστορία του εργατικού κινήματος μάς δίδαξε ότι αυτό μπορεί να γίνει, πρέπει να γίνει, χωρίς πόλεμο. Όποιος αντιλήφθηκε την ταξική πάλη ως βία είτε κάνει ένα ριζικό λάθος είτε πρόκειται για αρχηγούς, για καθεστώτα ή ομάδες. Είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί η αστική civilisation για να επιβληθεί η εργατική Kultur, η οποία πέθανε πάνω στον σταυρό της δικής της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά που χρειάζεται το Πάσχα της Ανάστασής της, για να ενσαρκωθεί στον κόσμο της εργασίας που σήμερα είναι κατακερματισμένος, διασκορπισμένος, ξεχασμένος, αλλοτριωμένος, αλλά, παρά ταύτα, ζωντανός. Αυτό δεν θα συμβεί αυθόρμητα από τα κάτω: εδώ έγκειται η άρνησή μου απέναντι σε κάθε λουξεμπουργκισμό. Είναι ένας κόσμος που πρέπει να συνενωθεί κοινωνικά, να αποκτήσει υποκείμενο πολιτικά, να ενθαρρυνθεί με πάθος, να εξοπλιστεί θεωρητικά. Ορίστε το φέγγος της μέρας που βλέπω μέσα στην ξάγρυπνη νύχτα του ανθρωπολογικού μου πεσιμισμού.

Ο Λένιν έγραψε «Τι να κάνουμε;». Πώς απαντάμε, σήμερα, σε ένα παρόμοιο ερώτημα;
Το λενινιστικό «τι να κάνουμε» εξέλιπε πολύ γρήγορα, δυστυχώς, όπως, κατά τη γνώμη μου, απαρνηθήκαμε πολύ γρήγορα το πείραμα. Εβδομήντα χρόνια είναι μια ανάσα μπροστά στη «μακρά διάρκεια» των ιστορικών διαδικασιών. Πρέπει ίσως να αντέξουμε και να είμαστε σε θέση να αλλάξουμε ριζικά. Αλλά οι μεταρρυθμιστές από εδώ και από εκεί, όπως εξάλλου γνωρίζουμε καλά, δεν ήταν και δεν θα είναι τίποτε άλλο πέρα από αδύναμοι μάγειρες συνταγών για την κουζίνα του παρόντος, παρασυρμένοι κάθε φορά από την κρούση των πραγμάτων. Ας αποδεχτούμε καλύτερα την τεράστια ενοχή του δυτικού εργατικού κινήματος, το οποίο, για να μην συμπεριφερθεί τότε «όπως στη Ρωσία», κατέληξε να συμπεριφερθεί «όπως στην Αμερική». Δείτε τους ανάξιους κληρονόμους του σήμερα: όλοι ξετρελαμένοι με τον Μπάιντεν, όπως χθες με τον Κλίντον και τον Ομπάμα. Όχι πια αμερικανισμός και φορντισμός, αλλά αμερικανισμός και ατλαντισμός. Θυμάμαι με νοσταλγία τις ατέλειωτες συζητήσεις στο Ινστιτούτο Γκράμσι και αλλού, για την έννοια της μετάβασης, ως πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, έχοντας στα χέρια μας τα κείμενα του Ντομπ, του Σουίζι, του Σουμπέτερ. Σήμερα μιλάμε για οικολογική μετάβαση, για ψηφιακή μετάβαση, ιδρύονται νέα υπουργεία γι’ αυτό. Λοιπόν, μια αριστερά που φθάνει στην κυβέρνηση θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να θεσπίσει ένα υπουργείο για την πολιτική μετάβαση από αυτή την οικονομική πολιτική και κοινωνική μορφή σε μια άλλη, αντίθετη. Η επανάσταση και οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι σε αντιπαράθεση, όπως στο παρελθόν. Μόνο με την απειλή μιας υπέρβασης αυτού που κάποτε ονομαζόταν καθεστηκυία τάξη, όχι φωνάζοντάς την, αλλά εφαρμόζοντάς την με σχετική δύναμη που να είναι σε θέση να υλοποιήσει τον στόχο, εξαναγκάζεις τον αντίπαλο να παραχωρήσει μεταρρυθμίσεις του συστήματος υπέρ της δικής σου πλευράς. Συνέβη κατά την «ένδοξη τριακονταετία» του 20ού αιώνα, ενώ υπήρχε η καταραμένη ΕΣΣΔ. Παραδόξως σήμερα επαναλαμβάνεται κάτι παρόμοιο. Υπάρχει ένα άνοιγμα, υπάρχουν παραχωρήσεις, επειδή ο φόβος έρχεται πάλι από την Ανατολή, με έναν οικονομικό, τεχνολογικό, ιδεολογικό ανταγωνισμό. Τον ονομάζουν αυταρχισμό, ενώ στην πραγματικότητα τον φοβούνται εξαιτίας των λίγων αναμνήσεων που έχουν από ένα παρελθόν που δεν παρέρχεται.

Το παρελθόν που δεν παρέρχεται μοιάζει όμως με φάντασμα και δυσκολεύεται να ανοιχτεί προς το μέλλον. Τι απέγινε το «Τι να κάνουμε;»
Δυστυχώς μια νέα πρόταση ενός «Τι να κάνουμε;» είναι προς το παρόν πάρα πολύ δύσκολη. Αυτό συνήθως απευθύνεται σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο που βρίσκεται ήδη επί του πεδίου. Ακριβώς αυτό που λείπει. Ζούμε σε finsteren Zeiten «σε σκοτεινούς καιρούς», σαν εκείνους του Μπρεχτ. Με μια ουσιαστική διαφορά: ότι υπάρχουν και καιροί φωτισμένοι τεχνητά, που κρύβουν τη νύχτα με το φως των φανοστατών. Όμως η νύχτα είναι εδώ, ακόμη και την ημέρα, μόνο που δεν φαίνεται. Τα φώτα του σύγχρονου και μεταμοντέρνου κόσμου, του πιο αναπτυγμένου που υπήρξε ποτέ για την ανθρωπότητα, είναι εκτυφλωτικά. Και δεν αρκεί μια πανδημία για να τα σβήσει. Αντίθετα, αυτή υπάρχει κίνδυνος να αποτελέσει μια ευκαιρία για να αντικατασταθούν οι παλιοί λαμπτήρες με νέους πιο ισχυρούς, όπως μου φαίνεται ότι συμβαίνει. Στις καλύτερες περιπτώσεις, έχουμε πισωγυρίσει από τον Λένιν στον Μαρξ, από την επανάσταση που πρέπει να οργανωθεί με αποφασιστικές δράσεις στην επανάσταση που ευχόμαστε με ισχυρή σκέψη. Ανέφικτο το «τι να κάνουμε», άρα απομένει ένα εφικτό «τι να σκεφτούμε». Αυτό δεν μπορούν να μας το αφαιρέσουν. Και ίσως να πρέπει να γίνει από αυτό η επανεκκίνηση. Πρέπει όμως να έχουμε επίγνωση ότι ζούμε σαν εξόριστοι στην πατρίδα μας.

Τι σημαίνει αυτό;
Προς το παρόν βρίσκω την εξορία μια κατηγορία πιο κατάλληλη από εκείνη της εξόδου. Γιατί εμείς που θέλαμε να «αλλάξουμε τον κόσμο», τώρα είμαστε σαν εσωτερικοί μετανάστες, με δικαιώματα αλλά χωρίς αναγνώριση, με την εγελιανή έννοια, εκτοπισμένοι μέσα σε αυτόν τον κόσμο, που άλλαξε από μόνος του, τον κόσμο της αγοράς και του χρήματος, της τεχνολογίας που προχώρησε με μετα-ανθρώπινα αποτελέσματα, της επικοινωνίας στη θέση της σκέψης, του ατόμου χωρίς πρόσωπο, της μάζας χωρίς λαό, του λαού χωρίς τάξη. Και σταματάω εδώ, ελπίζοντας ότι θα κατορθώσω να ανατρέψω κατά την υπόλοιπη κουβέντα μας αυτήν την επί τούτου αντιπροοδευτική και φαινομενικά κλειστή συζήτηση.

Ας το κάνουμε λοιπόν. Ποια είναι τα άλλα ερωτήματα που θέτει σήμερα στον εαυτό του ένας κομμουνιστής;
Πρέπει να θέσει πολλά. Πρώτα-πρώτα: μπορεί να ονομάζεται ακόμη έτσι σήμερα; Απαντάω αμέσως ναι, και προσπαθώ να επιχειρηματολογήσω, αλλά με τον τρόπο μου. Για όποιον ζει άσχημα, με δυσφορία, με συγκρούσεις, μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, ο κομμουνισμός είναι απαραίτητος. Δεν βρίσκω άλλη λέξη, άλλη έννοια, άλλη θέση όχι μόνο πολιτική αλλά γενικά ανθρώπινη, που να διευκρινίζει την εναντίωση με τόση θεμελιωμένη ακρίβεια. Η μαρξιστική κριτική όλης της υπάρχουσας κατάστασης δεν έχει ασφαλώς σήμερα τύχη. Υπερισχύει επί του πεδίου της αμφισβήτησης η κριτική σε κάθε μια από τις υπάρχουσες περιπτώσεις που δεν λειτουργούν. Μια κριτική που λαμβάνεται κάθε φορά υπόψη, αλλά εγγράφεται πάντα στην αντίθεση με το συστημικό όλο. Διαφορετικά, κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις χωριστά είναι λιγότερο ή περισσότερο εύκολα ενσωματώσιμη στη λογική μιας καθεστηκυίας λειτουργίας, που στηρίζεται από τη φύση της στην αλλαγή χάριν της συντήρησης.

Γιατί κομμουνιστές και όχι σοσιαλιστές;
Δεν νομίζω ότι ο σοσιαλισμός είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί περισσότερο από τον κομμουνισμό. Ίσως να φοβίζει λιγότερο. Μα αυτό δεν είναι προσόν, είναι ελάττωμα. Εγώ πιστεύω ότι γνωρίζω με βεβαιότητα ένα πράγμα: ότι μόνο οι κομμουνιστές φόβισαν πραγματικά τους καπιταλιστές. Τίποτε άλλο: το κίνημα του ’68, οι κινηματιστές, οι εργατιστές, οι αυτόνομοι, οι ομάδες, ακόμη λιγότερο οι ένοπλες ομάδες που δυστυχώς έριξαν λάσπη σε αυτό το όνομα. Οι κομμουνιστές προώθησαν, πρακτικά και όχι μόνο θεωρητικά, την «επίθεση στον ουρανό», στην προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού, με ηρωισμό, έστω και σε μια μόνη χώρα, και θέτοντας στο πεδίο ένα μπλοκ ισχύος που έκανε να τρέμουν, για πρώτη και ίσως για τελευταία φορά, τις βάσεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής κυριαρχίας. Απέτυχαν, έκαναν λάθη κατά την προσπάθεια, περικυκλωμένοι και αμφισβητούμενοι, αλλά αυτό δεν είναι η απόδειξη της αποτυχίας μιας ιδέας. Οι σοσιαλιστές, που έγιναν δημοκρατικοί, δεν προσπάθησαν καν. Για να καταβάλλουν αυτή την επίθεση χρειάστηκαν έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, τον ψυχρό πόλεμο, θερμότατο από ιδεολογική άποψη.

Είπες: «Να σκέφτεσαι ακραία, να δρας με προσοχή». Τι σημαίνει αυτό σήμερα, σε μια στιγμή κατά την οποία όπως έγραψες στο «Για το ελεύθερο πνεύμα», «δεν υπάρχει πια η ανάγκη της ελπίδας ότι ο εχθρός μπορεί να νικηθεί οριστικά;»
Υπάρχει μια τεράστια άμεση ανάγκη: είναι η ελπίδα, η συγκεκριμένη ουτοπία του Έρνστ Μπλοχ την εποχή όλων των σβησμένων παθών. Το απελπιστικό είναι ότι δεν φαίνεται ποιος θα το κάνει αυτό. Το «να σκέφτεσαι ακραία, να δρας με προσοχή», έτσι πρέπει να το αναγνώσουμε. Έτσι πρέπει να αναγνώσουμε την αμφισβητούμενη, κατά τα άλλα πάντα περιθωριακή, πολιτική μου θέση. Εγώ κοιτάζω εκεί που βλέπω μια ελάχιστη εφικτή δύναμη δράσης. Όχι μόνο από την ιδέα του κομμουνισμού, αλλά από την πρακτική της οργάνωσης των κομμουνιστών, έμαθα μια για πάντα ότι ο μειοψηφισμός δεν είναι χρήσιμος. Σε κάνει να νιώθεις εντάξει με τη συνείδησή σου ότι είσαι σωστός. Όμως εγώ δεν πρέπει να δώσω λόγο στη συνείδησή μου, πρέπει να απαντήσω στις ανάγκες της δικής μου πλευράς. Η επιλογή στρατοπέδου δεν είναι ηθική, είναι πολιτική. Η συζήτηση για την αυτονομία του πολιτικού είναι μια άλλη μετάβαση, μετά τον εργατισμό, και ακριβώς ως συνέπεια εκείνης της εμπειρίας. Εκεί αντιλήφθηκα ότι μεταξύ εργατών και κεφαλαίου, στη μέση, υπήρχε κάτι που εμπόδιζε την αποφασιστική και άμεση σύγκρουση. Με άλλα λόγια, ότι το πόδι της σύγκρουσης έπρεπε να περπατήσει με το πόδι της μεσολάβησης. Αυτή είναι η άλλη πολιτική, η υποκειμενικότητα των θεσμών, η παρουσία της μορφής-Κράτους, η λειτουργία του κόμματος. Έπειτα, είχα την τύχη να συναντήσω στην πορεία μου –κι αυτό ήταν σαν τον κεραυνοβόλο έρωτα– την παράδοση του σύγχρονου πολιτικού ρεαλισμού, της μεγάλης συντηρητικής σκέψης, την κουλτούρα της αντι-διαφωτιστικής κρίσης. Μου χρησίμεψε τόσο όσο μου χρησίμεψε όχι μόνο η γνώση, αλλά και το γεγονός σε αυτή την περίπτωση του ανήκειν στη μακρά ανατρεπτική ιστορία των υποτελών τάξεων. Στις αποσκευές μου ο Όλιβερ Κρόμγουελ και ο Τόμας Μίντσερ στέκουν μια χαρά μαζί. Αλλιώς, πώς να περάσεις από την υποτελή τάξη στην κυρίαρχη; Το ξέρω, είναι πολύπλοκο να το καταλάβει κανείς. Μα τι να κάνω, δεν μπορώ να απαρνηθώ τη σκέψη μου για να γίνω κατανοητός.

Σε αυτούς που είναι στην εκμετάλλευση, στους ευάλωτους, στους ανήσυχους και στους ανυπάκουους που συνάντησες και σε ρώτησαν πώς γίνεται να αρπάξει κανείς μια επαναστατική ευκαιρία μέσα στην έρημο τι απάντησες και πώς θα απαντήσεις;
Είναι το δυσκολότερο ερώτημα. Γιατί με βρίσκει με ένα προσωπικό, θα έλεγα υπαρξιακό, πρόβλημα. Το ονομάζω βιβλικά «το αγκάθι μέσα στη σάρκα». Το είπα, είναι εκεί, στην υπερβολική συγγραφή, στην υπερβολική σκέψη και στην ελάχιστη πράξη, τη δράση, την οργάνωση: που γνωρίζω ότι είναι ένα σοβαρό όριο του μακρού πολιτικού μου παρελθόντος. Για το πώς θα απαντήσω δεν μου μένει πολύς χρόνος. Επικεντρώνομαι στο πώς θα απαντήσω σήμερα: γνωρίζοντας ότι σήμερα η απάντηση είναι πολύ πιο περίπλοκη από χθες και κυρίως από προχθές. Και δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη χώρος. Είναι αλήθεια ότι είμαστε στην έρημο, αλλά επειδή «έφτιαξαν την έρημο και την ονόμασαν ειρήνη».

Θέλεις να διατυπώσεις εδώ, προς χρήση των δικών μας και των μελλοντικών γενεών, τις θέσεις σου για την πολιτική;
Ας δοκιμάσουμε, με όλους τους άγνωστους παράγοντες που αυτό συνεπάγεται. Προσπαθώ να σκεφτώ κάποιους κανόνες, γενικούς, κλασικούς. Καθώς μισώ το μεταμοντέρνο, καταφεύγω συχνά στις κλασικές κατηγορίες: τουλάχιστον μόνο για να καταλάβω, με βοηθάνε πολύ περισσότερο. Ας δοκιμάσουμε να δούμε αν χρειάζονται και για να δράσουμε. Αν η ιστορία δεν τελείωσε, τότε το Παλαιό επιστρέφει. Άρα, αυτές είναι οι θέσεις: 1) Η κυβερνητική αριστερά μιλάει για κοινωνική συνοχή και την εφαρμόζει. Θα πρέπει, αντίθετα, να έχει στο κέντρο την κοινωνική σύγκρουση. 2) Η σύγκρουση πρέπει να οργανωθεί συνδικαλιστικά και πολιτικά. Να δουλέψουμε πάνω σε μια νέα μορφή κόμματος/κινήματος, που να εξασφαλίζει ριζοσπαστικότητα, αλλά και διάρκεια. 3) Να βρεθεί ένα εμβόλιο που να μας επιτρέπει να νικήσουμε μια για πάντα την πανδημία που έχει δημιουργήσει μεγάλη διάδοση της αντιπολιτικής. Δεν φθάνουν πλέον οι μάσκες για να καταπολεμηθούν τα αποτελέσματα, πρέπει να επέμβουμε στο αρχικό στέλεχος, πρέπει να το ξετρυπώσουμε και να επιτεθούμε σ’ αυτό που συνεπάγεται το τέλος της πολιτικής ως σχεδίου, ως πάθους, ως κλίσης. 4) Να ανακτήσουμε τη μνήμη των αγώνων, ως αρχή μόρφωσης, παιδαγωγικής, που απευθύνεται στις νέες γενιές. Φθάνει πια με τη δαιμονοποίηση του 20ού αιώνα, ας αφήσουμε τον μικρό και μεγάλο 20ό αιώνα, μακάρι να είχαμε τώρα την τύχη να δούμε ένα νέο ’68! Η άγρια αντίδραση κατά του 20ού αιώνα υπήρξε η ιδρυτική βάση της εποχής της Παλινόρθωσης που βιώνουμε από τη δεκαετία του ογδόντα μέχρι σήμερα. 5) Όχι στην επανάληψη της ψαλμωδίας: οι γυναίκες και οι νέοι, αλλά η πράξη βούλησης: διαφορά και στράτευση. 6) Ο Ερνέστο Λακλάου μας έδειξε το δρόμο: δημιουργία του λαού. Πλάι σε αυτό, να δημιουργήσουμε νέες ιθύνουσες τάξεις, να αναδομήσουμε ένα πιλοτήριο, να εξασφαλίσουμε μια διεύθυνση των διαδικασιών από νέες δυνάμεις, διανοητικά και πρακτικά. 7) Να βλέπουμε προς τον κόσμο. Να μελετάμε, να εφαρμόζουμε, να εσωτερικεύουμε τη γεωπολιτική. Κανένας κυριαρχισμός! Αγώνας και απελευθέρωση της Ευρώπης από τον ατλαντισμό. Σύνθημα: Ελεύθερη Ευρώπη! Αυτόνομη γέφυρα πολιτισμού ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στο Βορρά και στον Νότο του κόσμου. Και μετά είναι κάτι άλλο…

 

Ποιο;
Είναι το τελευταίο, αλλά δεν έχει αριθμό γιατί το κρατάω όλο για μένα, είναι η ουτοπία/προφητεία, στην οποία θα αφιερώσω τις τελευταίες μου σκέψεις: κομμουνιστική ελευθερία ενάντια στην αστική δημοκρατία. Και βέβαια λείπουν αρκετά πράγματα. Σας παρακαλώ να προσθέσετε ελεύθερα.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)