to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Λειψή Μεγαλοβδομάδα (μαρτυρία του Δημήτρη Μαρτίνου)

Συμπληρώνονται σήμερα 44 χρόνια από τις 17 Νοεμβρίου 1973, τη μέρα της φονικής καταστολής της εξέγερσης των φοιτητών στο Πολυτεχνείο.


Συμπληρώνονται σήμερα 44 χρόνια από τις 17 Νοεμβρίου 1973, τη μέρα της φονικής καταστολής της εξέγερσης των φοιτητών στο Πολυτεχνείο.

Το ιστολόγιο παρουσιάζει με συγκίνηση ένα αφήγημα του φίλου μας Δημήτρη Μαρτίνου για τις μέρες εκείνες. Πιο σωστά, μια μαρτυρία -μια και ο Δημήτρης συμμετείχε στην εξέγερση, όντας τότε τεταρτοετής φοιτητής στη σχολή Χημικών Μηχανικών.

Δεν είναι ανάγκη να πω περισσότερα, δινω τον λόγο στον Δημήτρη και χαίρομαι που οι συζητήσεις στο ιστολόγιο ενδέχεται να τον παρακίνησαν να γράψει -διότι το αφήγημα γράφτηκε πριν από λίγες μέρες.

Εἶχα σκεφτεῖ κι ἄλλες φορὲς νὰ γράψω κάτι γιὰ τὸ Πολυτεχνεῖο, ἀλλὰ δὲν τ᾿ ἀποφάσιζα. Ἄλλωστε ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ κι ἀπὸ πολλούς. Παλιότερα, τέτοιες μέρες, οἱ ἐφημερίδες γέμιζαν μὲ ἀφιερώματα, φωτογραφίες, ἀφηγήσεις τῶν πρωταγωνιστῶν καὶ πολιτικὲς ἀναλύσεις τῶν γεγονότων. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν -οἱ ἀναλυτές- τὴν μετέπειτα πολιτική τους πορεία. Χώρια οἱ τηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς καὶ οἱ ταινίες ποὺ γυρίστηκαν.

Συνήθως τὰ ἐπετειακὰ γράφονται σὲ κάποια «στρογγυλὴ» χρονικὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὸ γεγονός· δεκάχρονα, εἰκοσάχρονα, εἰκοσιπεντάχρονα καὶ τὰ σχετικά. Αὐτὴ τὴ δικαιολογία ἔβρισκα κι ἐγώ, τὶς λίγες φορὲς ποὺ  σκεφτόμουν σοβαρὰ νὰ γράψω κάτι, καὶ τ᾿ ἄφηνα γιὰ κάποιαν ἄλλη, «στρογγυλὴν» ἐπέτειο καὶ πάντα τὸ ξεχνοῦσα.

Φέτος ὅμως τ᾿ ἀποφάσισα, κι ἂς μὴν εἶναι εἶναι «στρογγυλὴ» ἡ χρονικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τότε· ἐξ ἄλλου, τὰ σαραντατέσσερα εἶναι «ἕνα καντάρι1  χρόνια» πού ᾿λεγε κι ὁ πατέρας μου.

Μὴν περιμένετε τίποτα περισπούδαστες πολιτικοκοινωνικὲς ἀναλύσεις, οὔτε περιγραφές ἡρωικῶν πράξεων. Μιὰ προσωπικὴ ματιὰ στὰ γεγονότα θὰ δώσω· αὐτὰ ποὺ ἔτυχε νὰ ζήσω, ὅσο πιὸ ἀληθινὰ μπορῶ.   

14-15/11/2017

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΛΕΙΨΗ

Ἐκεῖνες οἱ μέρες τοῦ Νοέμβρη ἔχουν καταγραφεῖ στὸ μυαλό μου σὰν μιὰ Μεγαλοβδομάδα· μιὰ Μεγαλοβδομάδα λειψή, χωρὶς Βάγια καὶ χωρὶς Ἀνάσταση. Δὲν ξέρω ἂν φταῖνε γι᾿ αὐτὸ οἱ Πασχαλιάτικες παιδικές μου μνῆμες ἀπ᾿ τὸ χωριό -τὸ σπίτι μας ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ ζούσαμε ὅλες τὶς ὧρες τῆς Μεγαλοβδομάδας μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ τὶς μυρωδιές της- μαζὶ μὲ τὸν γλυκὸ καιρὸ ἐκείνου τοῦ Νοέμβρη πού ᾿μοιαζε ἀνοιξιάτικος. Μεγάλη πάντως ἦταν· τοὐλάχιστον γιὰ μένα καὶ γι᾿ ἄλλους πολλούς ποὺ βρεθήκαμε ἐκεῖ καὶ τὰ ζήσαμε ἀπὸ πρῶτο χέρι.

ΤΕΤΑΡΤΗ

Ἡ δική μας Μεγαλοβδομάδα ξεκίνησε τὴν Τετάρτη, στὶς δεκατέσσερις τοῦ Νοέμβρη. Ἀπὸ τὸ πρωὶ εἴχαμε γενικὲς συνελεύσεις σὲ ὅλες τὶς σχολὲς τοῦ Πολυτεχνείου γιὰ τὴν προκύρηξη φοιτητικῶν ἐκλογῶν καὶ ἐκλογὴ ἐφορευτικῶν ἐπιτροπῶν. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ Χούντα ἔκανε τὴν ἀπόπειρα τῆς δῆθεν φιλελευθεροποίησης μὲ τὴν κυβέρνηση τοῦ Μαρκεζίνη. Ἐκεῖνες τὶς μέρες, μάλιστα, εἶχαν πάρει προσωρινὸ ἀπολυτήριο ἀπ᾿ τὸ στρατὸ οἱ συνδικαλιστὲς φοιτητές· αὐτοὶ ποὺ πῆγαν φαντάροι τὸν προηγούμενο χειμώνα, ἐπειδὴ τοὺς ἔκοψαν τὴν ἀναβολή. Νωρὶς τὸ ἀπόγευμα, τελειώνοντας οἱ γενικὲς συνελεύσεις, εἴχαμε βγεῖ καὶ κουβεντιάζαμε μπουλούκια-μπουλούκια στὴν αὐλή· μερικοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ φεύγουν, ὅταν, ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Πατησίων, μπουκάρισε μιὰ μεγάλη ὁμάδα φοιτητῶν ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο. Αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν συνελεύσεις, ἐπειδὴ βρῆκαν κλειστὲς τὶς πόρτες τῶν σχολῶν τους καὶ ἦρθαν στὸ Πολυτεχνεῖο.

Ἀμέσως ἄρχισαν οἱ συζητήσεις γιὰ τὸ τί νὰ κάνουμε. Κάποιοι εἶπαν νὰ βγοῦμε στοὺς δρόμους καὶ νὰ κάνουμε διαδήλωση, κάποιοι, ποὺ τό ᾿βλεπαν στενὰ συνδικαλιστικά, εἶπαν πὼς ἐμεῖς τοῦ Πολυτεχνείου εἴχαμε προχωρήσει τὴ διαδικασία γιὰ ἐλεύθερες φοιτητικὲς ἐκλογὲς κι ἔπρεπε νὰ μήν τὴν βάλουμε σὲ κίνδυνο μὲ ἄλλου εἴδους ἐκδηλώσεις· μιὰ ὁμάδα ἀπὸ τὴ σχολὴ Μηχανολόγων, μάλιστα, ἀποχώρησε συντεταγμένα, ἀλλὰ πολλοί ἐπέστρεψαν ἀργότερα, ὅταν οἱ  περισσότεροι ἀποφασίσαμε νὰ κλειστοῦμε στὸ Πολυτεχνεῖο.

Ἀμέσως ἄρχισε ἡ ὀργάνωση. Ἀποφασίστηκε νὰ διανυκτερεύσουν οἱ περισσότεροι στὸ κεντρικὸ κτίριο, τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς, ποὺ θεωρήθηκε πὼς ἦταν πιὸ εὔκολο ν᾿ ἀμυνθοῦμε σὲ πιθανὴ ἐπίθεση τῆς ἀστυνομίας. Λίγοι φοιτητὲς θὰ περιπολοῦσαν στὴν αὐλή καὶ ἄλλοι θὰ φρουροῦσαν τὰ περιφερειακὰ κτίρια, ὄχι γιὰ νὰ ἀμυνθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς ὑπόλοιπους σὲ περίπτωση νυκτερινῆς εἰσβολῆς τῆς ἀστυνομίας. Κάποιοι ἄνοιξαν τὸ ἑστιατόριο καὶ κουβαλήσαμε ὅ,τι φαγώσιμα βρήκαμε στὸ κεντρικὸ κτίριο, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ἄνοιξαν τὸ ἱατρεῖο καὶ πῆραν ἀπὸ ᾿κεῖ ὅ,τι φάρμακα καὶ ἐπιδεσμικὸ ὑλικό θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς φανοῦν χρήσιμα.

Νωρὶς τὸ βράδυ μάθαμε πὼς ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ ὁ σταθμὸς σὲ κάποιο ἐργαστήριο τῆς σχολῆς Ἠλεκτρολόγων. Κάποιοι ποὺ ἦρθαν ἀπ᾿ ἔξω μᾶς εἶπαν πὼς ἀκουγόμαστε στὰ Ἐξάρχεια. Ξέροντας τὰ κατατόπια, σὰν πιὸ παλιοί, τεταρτοετεῖς τότε, πήγαμε μὲ τὸν Μίμη καὶ τὸ Βαγγέλη στὸ γήπεδο τοῦ μπάσκετ, στὴν πίσω αὐλή. Ἐκεῖ τ᾿ ἀκούσαμε ζωντανὰ ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο: «Ἐδῶ Πολυτεχνεῖο!». Ἡ χαρά μας ἀπερίγραπτη. «Ρὲ σεῖς κάναμε δικό μας κράτος, τὸ καταλάβατε;» φώναζε ὁ Μίμης.

Αὐτὸς μὲ εἶχε πλησιάσει δυὸ χρόνια πρίν, στὶς ἀρχὲς τοῦ δεύτερου ἔτους. Ἀπὸ τὸ πρῶτο ἔτος εἶχαν ἀρχίσει νὰ σχηματίζονται οἱ παρέες καὶ λίγο-πολὺ ξέραμε ποιὸς εἶναι ἐντάξει καὶ δὲν γουστάρει τὴ Χούντα. Χωρὶς νὰ ξανοιγόμαστε πολύ, ὅμως.

«Μῆτσο, θέλω νὰ σοῦ δώσω κάτι νὰ διαβάσεις, ἀλλὰ ὄχι ἐδῶ· διάβασέ το στὶς τουαλέτες.»

«Καὶ τί ᾿ναι αὐτό, ρὲ Μίμη;»

«Μιὰ προσφυγὴ στὸ Πρωτοδικεῖο γιὰ νὰ φύγει τὸ διορισμένο χουντικὸ συμβούλιο τοῦ Συλλόγου τῆς σχολῆς μας. Ἂν συμφωνεῖς, ὑπογράφεις.»

«Σοβαρολογεῖς; Νὰ πᾶμε νὰ τοὺς ποῦμε μόνοι μας πὼς εἴμαστε κατὰ τῆς Χούντας; Ἄκου, Μίμη, ὁ πατέρας μου πάει καὶ δουλεύει μὲ μισὸ πνευμόνι γιὰ νὰ μὲ σπουδάσει. Δὲ θὰ μπῶ μοναχός μου στὸ στόμα τοῦ λύκου!»

Καὶ δὲν ὑπόγραψα, ἐπειδὴ φοβόμουνα.  Ὑπόγραψαν ἄλλοι ὅμως· ποὺ δὲν φοβήθηκαν. Κι ἄρχισαν δειλὰ-δειλὰ οἱ πρῶτες κινητοποιήσεις· γιὰ συντεχνιακὰ θέματα στὴν ἀρχὴ, δὲν θυμᾶμαι ποιά ἀκριβῶς, οὔτε εἶχαν σημασία· πρόφαση ἦταν. Στὸ τέλος τῆς ἴδιας ἀκαδημαϊκῆς χρονιᾶς, τὸ Μάη τοῦ ᾿72, φάγαμε τὸ πρῶτο ξύλο ἀπὸ τὴν ἀστυνομία στὸ γήπεδο τοῦ Σπόρτιγκ.  Μετὰ ἀπὸ μιὰ συναυλία τοῦ Μαρκόπουλου μὲ τὸν Ξυλούρη, ὀργανωμένη ἀπὸ τὸν Σύλλογο Κρητῶν Φοιτητῶν γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς Μάχης τῆς Κρήτης, βγήκαμε ἀπὸ τὸ γήπεδο τραγουδώντας «Πότε θὰ κάνει ξαστεριά». Ἐκεῖ μᾶς περίμενε ἡ ἀστυνομία καὶ μᾶς ἄρχισαν στὶς φάπες, τίποτα σπουδαῖο δηλαδὴ, οὔτε γκλόπ, οὔτε δακρυγόνα. Κι ἀντὶ νὰ μᾶς φοβίσουν μᾶς πείσμωσαν· καὶ ξεθαρρέψαμε.

Τὴν ἄλλη χρονιὰ γενικὲς συνελεύσεις, ἐκλογὲς, ἀπεργίες διαρκείας, στρατεύσεις τῶν συνδικαλιστῶν, Νομική καὶ τώρα κλεισμένοι στὸ Πολυτεχνεῖο. Οἱ περισσότεροι, ὅπως κι ἐγώ, οὔτε ποὺ τὸ καταλάβαμε πῶς φτάσαμε, ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ φοβόμαστε τὸν ἴσκιο μας, νὰ βγαίνουμε τώρα ἀνοιχτά κόντρα στὴ Χούντα.

Γύρω στὰ μεσάνυχτα οἱ περισσότεροι ἀποτραβήχτηκαν στὸ κεντρικὸ κτίριο κι ἔμειναν ἔξω οἱ φρουρές. Καὶ νά ᾿σου ἡ ἀφεντιά μου περιπολάρχης, σὰν πιὸ παλιός, μαζὶ μὲ τρεῖς μικρότερους, ὅλοι μας ὁπλισμένοι μὲ ποδάρια ἀπὸ σπασμένα σκαμνιὰ ποὺ βρήκαμε στὰ ὑπόγεια, νὰ περιπολοῦμε στὴν αὐλή. Πηγαίναμε σ᾿ ὅλα τὰ πόστα ποὺ εἶχαν μόνιμες φρουρὲς, στὴν κεντρικὴ πύλη τῆς Πατησίων καὶ στὶς δυὸ πλαϊνὲς, πρὸς τὴν ὁδὸ Στουρνάρα καὶ τὴν Τοσίτσα καὶ μᾶς ἐνημέρωναν γιὰ τυχὸν ὕποπτες κινήσεις· καθ᾿ ὁδὸν ἐλέγχαμε ἄν κάποιος πλησίαζε ἔξω ἀπὸ τὰ κάγγελα. Κατὰ τὶς τρεῖς ἦρθε ἡ σκάντζα βάρδια καὶ πήγαμε γιὰ ὕπνο στὸ κτίριο Γκίνη, σὲ μιὰ αἴθουσα μὲ παράθυρα χωρὶς κάγκελα καὶ ἀρκετὰ χαμηλά, ποὺ μποροῦσε εὔκολα νὰ πατηθεῖ μὲ μιὰ σκάλα ἀπὸ τὴ Στουρνάρα. Κοιμηθήκαμε δυὸ-τρεῖς ὧρες μὲ διακοπές -μὲ τὸν παραμικρὸ θόρυβο τρέχαμε στὰ παράθυρα- καὶ μᾶς ξύπνησαν ἀξημέρωτα, γιατὶ κάποιοι παρακρατικοί ἐπιτέθηκαν στὴ φρουρὰ τῆς Πατησίων, πετώντας τους νεράντζια μὲ ξυραφάκια2. Ἁποτραβηχτήκαμε λίγο πρὸς τὰ μέσα, ἐλέγχοντας τὰ πράγματα ἀπὸ κάποιαν ἀπόσταση, γιατὶ αὐτοί πήγαιναν γυρεύοντας.

ΠΕΜΠΤΗ

Ὄταν ξημέρωσε γιὰ τὰ καλά, ἄρχισαν σιγά-σιγὰ νὰ βγαίνουν ὅλοι στὴν αὐλὴ καὶ νὰ μαζεύονται στὰ κάγκελα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Πατησίων. Στὴ νησίδα τοῦ δρόμου εἶχε παραταχτεῖ μιὰ μονὴ σειρὰ ἀπὸ ἀστυφύλακες χωρὶς κανέναν εἰδικὸν ἐξοπλισμὸ. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὶς ἄλλες δυὸ πλευρές, στὴν Τοσίτσα καὶ στὴ Στουρνάρα. ΜΑΤ μὲ κράνη καὶ ἀσπίδες δὲν ὑπῆρχαν τότε· μόνο ἡ παρουσία τῆς στολῆς ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ φοβίσει τὸν κόσμο. Στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο εἶχε ἀρχίσει νὰ μαζεύεται κόσμος καὶ οἰ δικοί μας τοὺς φώναζαν ρυθμικὰ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη «Ἐλᾶτε μέσα!»

Μετὰ ἀπὸ μιὰν ἄκαρπη ἐπίσκεψη στὸ χῶρο ποὺ εἴχαμε κουβαλήσει τὰ φαγώσιμα τὸ προηγούμενο βράδυ -δὲν εἶχε μείνει ψίχουλο- ἔστρωσα τὸ στρατιωτικὸ τζάκετ μου, ἀπαραίτητο κομμάτι τῆς φοιτητικῆς ἀμφίεσης μαζὶ μὲ τὸ μπλουτζήν, στὸ γρασίδι μπροστὰ στὴν Ἀρχιτεκτονικὴ καὶ λαγοκοιμόμουνα κάτω ἀπὸ τὸν πρωινόν ἥλιο. Κάποια στιγμὴ ἄκουσα νὰ μὲ φωνάζουν καί, σχεδὸν ἀμέσως, εἶδα τὴ μάνα μου νά ᾿ρχεται· μαζί της ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ τὴν ἀγκάλιαζαν καὶ τὴν ἐπευφημοῦσαν.

Τὸ προηγούμενο βράδυ, ὅταν τηλεφώνησα ἀπὸ τὸν κερματοδέκτη γιὰ νὰ ἐνημερώσω  τοὺς δικούς μου πὼς θὰ μέναμε μέσα, δὲν ἄφησαν νὰ φανεῖ ἡ ἀνησυχία τους· κι ἂς τοὺς ἔτρωγε ἡ ἀγωνία. Πρωὶ-πρωὶ ἡ μάνα μου κατέβηκε στὸ Πολυτεχνεῖο καὶ βρέθηκε μαζί μὲ τὸ τσοῦρμο, νέα παιδιὰ τὰ περισσότερα, ποὺ εἶχε μαζευτεῖ στὸ πεζοδρόμιο τῆς Πατησίων, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη. Μοναδικὸ ἐμπόδιο μπροστά τους οἱ ἀστυφύλακες στὴ νησίδα. Ἄρχισε νὰ τοὺς ἐμψυχώνει: «Πᾶμε παιδιὰ, ὅλοι μαζὶ. Δὲν εἶναι τίποτα, θὰ περάσουμε» καὶ μ᾿ ἕνα «ντοῦ» ἔσπασαν τὴν ἀλυσίδα τῶν ἀστυνομικῶν καὶ βρέθηκαν μέσα στὸ Πολυτεχνεῖο. Ἀργότερα ξεθάρρεψαν κι ἄλλοι, συνεχίστηκαν τὰ «ντοῦ» καὶ κατὰ τὸ μεσημέρι ἀποσύρθηκε τελείως ἡ ἀστυνομία.

Αὐτὰ ὅμως δὲν τά ᾿ξερα ὅταν τὴν εἶδα νά ᾿ρχεται μὲ τὸ τσοῦρμο.

«Τί θὲς, ρὲ μάνα;», ρώτησα ψιλοενοχλημένος καὶ μὲ θιγμένο τὸν ἐγωισμό μου, μὴ μὲ ποῦνε μαμόθρεφτο οἱ συμφοιτητές. Γρήγορα ὅμως μαλάκωσα ὅταν τοὺς ἄκουσα νὰ περιγράφουν τὸ κατώρθωμά της· κάποιος μάλιστα τὴν ἀποκάλεσε «Μπουμπουλίνα»!

«Νά, γιέ μου, ἦρθα νὰ δῶ μήπως θέλετε τίποτα» ἀπάντησε ἡ μάνα.

«Πεινᾶμε» τῆς ἀπάντησα, κι ἐκείνη ἄνοιξε τὴν τσάντα της γιὰ νὰ μοῦ δώσει λεφτά.

«Δὲν τρώγονται αὐτά, φαΐ θέλουμε» συνέχισα.

«Καλά, πάω νὰ μαγειρέψω καὶ ξανάρχομαι» καὶ χωρὶς ἄλλη κουβέντα ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι.

Ξαναγύρισε νωρὶς τὸ ἀπόγευμα φορτωμένη μὲ δυὸ πάνινες τσάντες, μ᾿ αὐτὲς ποὺ πήγαινε στὴ λαϊκή, τίγκα· δυὸ ψητὰ κοτόπουλα, κομμένα, γιὰ νὰ τρώγονται στὸ χέρι, κεφτέδες, τυρὶ, ψωμὶ καὶ φροῦτα. Βέβαια, μετὰ τὴν ἀπόσυρση τῆς ἀστυνομίας ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ κουβαλάει τρόφιμα καὶ τσιγάρα καὶ δὲν ἤμαστε στὸ πρωινὸ χάλι τῆς πείνας καὶ τῆς ἀτσιγαρίας. Μόλις ὅμως μοῦ ᾿ρθαν οἱ μυρωδιὲς ἄνοιξα μιὰ ἀπὸ τὶς τσάντες κι ἄρχισα τὶς «ἀνασκαφές». Πάνω στὴν ὥρα περνοῦσε ἡ Μαρία, εἶδε τὶς τσάντες, ρώτησε: «Τὶ καλά ἔχεις ἐκεῖ, ρὲ Μητσάρα;» πῆρε ἕνα μῆλο, «πλυμένο εἶναι, κόρη μου», τῆς εἶπε ἡ μάνα, κι ἄρχισε νὰ τὸ δαγκώνει γυρίζοντας στὸ σταθμό. Τὶς ἑπόμενες βδομάδες ἡ μάνα μου τὴν ἔκλαιγε -κυκλοφόρησε τότε ἡ φήμη πὼς εἶχαν σκοτώσει τὰ παιδιά τοῦ σταθμοῦ- καὶ θυμόταν τὸ μῆλο.

Πῆρα κι ἐγὼ νὰ μασουλάω κάτι κεφτέδες καὶ τὴ ρώτησα τί γίνεται στὸ σπίτι· φεύγοντας τὴν Τετάρτη τὸ πρωὶ ὁ πατέρας μου ἦταν ἀδιάθετος. Τελευταῖα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μόνιμο πρόβλημα ποὺ τοῦ εἶχε ἀφήσει ἀπὸ παλιά ἡ φυματίωση

-τρία τέταρτα ἀπὸ τὰ πνευμόνια του κατεστραμένα- εἶχε ἀρχίσει  νὰ ἔχει καὶ καρδιακὰ προβλήματα.

«Τίποτα σοβαρό, εἶπε ὁ γιατρὸς», μοῦ ἀπάντησε ἡ μάνα.

Μόλις ἄκουσα γιατρὸ μὲ ζώσανε τὰ φίδια.

«Θά ᾿ρθω στὸ σπίτι», τῆς εἶπα.

«Ὄχι, γιόκα μου. Νὰ μήν ἐκτεθεῖς στοὺς συμφοιτητές σου», ἀπάντησε ἡ μάνα.

«Θά ᾿ρθω, κι ἂν εἶναι καλά ὁ πατέρας, ξαναγυρίζω αὔριο· ἀπόψε εἶναι ἥσυχα τὰ πράματα.»

Ἔτσι κι ἔγινε· πῆγα τὰ φαγώσιμα στὸ ἑστιατόριο -μὲ τὸ ποὺ γέμισε κόσμο τὸ Πολυτεχνεῖο, ἁπλωθήκαμε σὲ ὅλα τὰ κτίρια πάλι- ἐνημέρωσα τοὺς συναδέλφους ὅτι φεύγω καὶ γυρίσαμε στὸ σπίτι.

Γυρίζοντας μπανιαρίστηκα, ξύρισα τὴ γενειάδα κι ἔβαλα τὴ μάνα νὰ μοῦ κόψει τὴν πολλὴ μαλλούρα. Ὅλ᾿ αὐτὰ γιὰ νὰ μπερδέψω τοὺς ἀσφαλίτες ποὺ μᾶς φωτογράφιζαν μὲ τηλεφακοὺς ἀπὸ τὰ γύρω κτίρια. Αὐτὸ τὸ κούρεμα καὶ τὸ ξύρισμα μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὴ σύλληψη ἀργότερα, τὶς μικρές ὧρες τοῦ Σαββάτου, στὴν ἔξοδο. Τότε ποὺ οἱ χαφιέδες ἔψαχναν στὸ σωρὸ κι αὐτοὺς ποὺ ἔδειχναν τοὺς ἔπιανε ἡ ἀστυνομία· κι ἐπειδὴ δέν ἀναγνώριζαν πρόσωπα μέσ᾿ τὸ χαμό, διάλεγαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ «ἐπαναστατικὴ» ἐμφάνιση, τοὺς μαλλιάδες καὶ τοὺς μουσάτους.

Ὁ πατέρας ἦταν σὲ μέτρια κατάσταση, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὸν στενοχωρήσω κι ἔμεινα τὸ βράδυ στὸ σπίτι. Ἐξ ἄλλου, τ᾿ ἀκούγαμε ὅλα ἀπ᾿ τὸ σταθμό· τὸν εἶχαν ἐνισχύσει, εἶχαν συντονιστεῖ ἀπάνω του καὶ πολλοὶ ἐρασιτεχνικοὶ σταθμοὶ κι ἀκουγόταν σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Ἀττικὴ καὶ στοὺς γύρω νομούς.

Ἡ Πέμπτη ἦταν, ὅπως ἀκούγαμε, μιὰ ἥσυχη βραδυὰ μὲ χοροὺς καὶ τραγούδια· πανηγύρι.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς κατέβηκα στὸ γραφεῖο τοῦ πατέρα, στὴν Ὁμόνοια. Παρὰ τὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε, ἔκανε καὶ τὸ λογιστὴ γιὰ νὰ συμπληρώνει τὴν πενιχρὴ ἀναπηρικὴ σύνταξη τοῦ δασκάλου. Ἔκανα κάποιες ἐγγραφές -εἶχαν μείνει πίσω τὶς μέρες ποὺ ἦταν ἄρρωστος- στὰ βιβλία καὶ μετὰ τράβηξα γιὰ τὸ Πολυτεχνεῖο.

Ἐκεῖ γινόταν χαμὸς ἀπὸ κόσμο· πολλὴ νεολαία, μέχρι παιδιὰ μικρὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες τάξεις τοῦ γυμνασίου· ἀλλὰ καὶ φάτσες περίεργες, τοῦ ὑποκόσμου, μαυραγορίτες τῆς Ὁμόνοιας, ἄνθρωποι τῆς ἀστυνομίας οἱ περισσότεροι, εἶχαν πάει γιὰ πλιάτσικο καὶ γιὰ χαφιεδιλίκι.

Μετὰ ξαναγύρισα στὸ σπίτι. Ἐνημέρωσα τὸν πατέρα γιὰ τὶς δουλειὲς τοῦ γραφείου, ἀλλὰ δὲν τοῦ ᾿πα τίποτα γιὰ τὸ Πολυτεχνεῖο. Γιὰ νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσω. Ἐκεῖνος ὅμως ἤξερε. Μοῦ ᾿πε μονάχα:

«Πήγαινε καὶ νὰ προσέχεις.»

Ἔφτασα μετά τὸ μεσημέρι μὲ τὸν κόσμο νὰ πληθαίνει συνέχεια. Βρῆκα τοὺς δικούς μου καὶ μ᾿ ἔστειλαν γιὰ περιφρούρηση στὸ κτίριο τῶν Χημικῶν, τῆς σχολῆς μας. Μὲ τόσο κόσμο ποὺ ἔμπαινε ἔπρεπε νὰ φυλάξουμε τὰ ἐργαστήρια ἀπὸ τυχὸν δολιοφθορὲς, ποὺ θά ἔκαναν κάποιοι ἐγκάθετοι γιὰ νὰ δυσφημήσουν τὴν ἐξέγερσή μας. Κάθε σχολὴ ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴν περιφρούρηση τῶν ἐγκαταστάσεών της καὶ στοὺς χώρους ποὺ ὑπῆρχαν ἐργαστήρια ἔμπαιναν μόνο φοιτητὲς τῆς ἀντίστοιχης σχολῆς.

Τὸ ἀπόγευμα ἦταν ὅλα ἥσυχα. Κάποιος ἔφερε ἕνα μπουκάλι τσίπουρο, ἀκούγαμε καὶ τὰ τραγούδια ἀπὸ τὰ μεγάφωνα, τραγουδούσαμε κι ἐμεῖς καὶ ἤμαστε ὅλοι σὲ κατάσταση ἐπαναστατικῆς ἔξαρσης. Στοὺς δρόμους βέβαια εἶχαν ἀρχίσει οἱ συγκρούσεις, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ ξέραμε. Κάποια στιγμή, λίγο μετὰ τὸ σούρουπο ἄρχισαν νὰ πέφτουν δακρυγόνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Τοσίτσα, ἔξω ἀπὸ τὸ κτίριό μας. Στὴ βιασύνη μας νὰ κλείσουμε τὰ παράθυρα, ἔσπασε κάποιο τζάμι, γέμισε ὁ χῶρος δακρυγόνα καὶ σχόλασε τὸ γλέντι.

Τὸ ἠθικό ὅμως ἀπτόητο· δὲν εἴχαμε μάθει τίποτα γιὰ τοὺς σκοτωμοὺς στοὺς δρόμους. Μόνο ποὺ ἀκούγαμε ἀπὸ τὰ μεγάφωνα γιὰ πυροβολισμοὺς μὲ  λαστιχένιες σφαῖρες ἀπὸ τὰ γύρω κτίρια. Τὰ πράγματα ἄλλαξαν ὅταν ἔφτασαν τὰ τάνξ. Ἐκεῖ συνειδητοποιήσαμε πὼς τὸ σύνθημα «Ἀπόψε θὰ γίνει Ταϋλάνδη» πήγαινε νὰ βγεῖ ἀληθινό. Ἕνα μήνα πρίν, τὸν Ὀκτώβρη τοῦ ᾿73,  μιὰ ἀντίστοιχη φοιτητικὴ ἐξέγερση στὴν Ταϋλάνδη εἶχε πνιγεῖ στὸ αἶμα ἀπὸ τὸ ἐκεῖ δικτατορικὸ καθεστώς, ἀφήνοντας πίσω δεκάδες νεκροὺς καὶ ἐκατοντάδες τραυματίες, ἐνῶ δυὸ μῆνες νωρίτερα, τὸν Σεπτέβρη τοῦ ᾿73, εἶχε προηγηθεῖ ἄλλο λουτρὸ αἵματος μὲ τὸ πραξικόπημα τοῦ Πινοτσέτ στὴ Χιλή.

Ξέραμε ὅλοι πὼς ἡ ζωή μας κρεμόταν σὲ μιὰ κλωστή. Μὲ μιᾶς εἴχαμε χάσει τὴν ἐπαναστατικὴ ἔξαρση ποὺ μᾶς διακατεῖχε λίγες ὧρες πρὶν. Ὁ σταθμὸς καὶ τὰ μεγάφωνα φώναζαν «εἴμαστε ἄοπλοι» καὶ «στρατιῶτες ἀδέλφια μας» κι ἐμεῖς μέσα στὸ κτίριο δὲ λέγαμε κουβέντα. Ἡ πιὸ αἰσιόδοξη σκέψη ποὺ ἔκανα εἶναι πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σκοτώσουν ὅλους· θὰ μᾶς μεταφέρουν λίγους-λίγους στὸ γήπεδο τοῦ Παναθηναϊκοῦ, ὅπως ἔκαναν στὴ  Χιλή· κι ἀπὸ κεῖ σὲ κάποιο ἐρημονήσι.

ΣΑΒΒΑΤΟ

Ὅταν μπῆκε τὸ τὰνξ ἐμεῖς δὲν πήραμε χαμπάρι. Μόνο εἴδαμε κάποια παιδιὰ νὰ ἔρχονται τρέχοντας στὴν πίσω αὐλὴ καὶ νὰ μπαίνουν στὸ πίσω κτίριο, τὸ μόνο ποὺ εἶχε ἀνοιχτὴ πόρτα. Σὲ λίγο ἦρθαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ ὅπλα στὰ χέρια ποὺ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν νὰ βγοῦμε ἔξω. Τοὺς πρώτους ποὺ βγῆκαν τοὺς καθησύχασαν, χτυπώντας τους φιλικὰ στὴν πλάτη. Ἔτσι ἀρχίσαμε νὰ βγαίνουμε καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ τὰ πίσω κτίρια στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ κι ἀπὸ ᾿κεῖ στὴν Στουρνάρα, ὅπου εἶχαν κόψει τὰ κάγκελα, δίπλα ἀπὸ τὴν πύλη.

Ἀρχίσαμε ν᾿ ἀνηφορίζουμε πρὸς τὰ Ἐξάρχεια, ὅταν εἴδαμε ἀστυφύλακες μὲ ξύλα στά χέρια -δὲν ἦταν γκλόπ, ἀλλὰ μικρὰ τετράγωνα καδρόνια- παραταγμένους στὰ δυὸ πεζοδρόμια, στὸ ὕψος τῆς Ζαΐμη. Ἀμέσως πιαστήκαμε ἀγκαζέ, βάλαμε τὶς κοπέλλες στὴ μέση, μείναμε στὶς ἄκρες οἱ πιὸ ψωμωμένοι κι ἀρχίσαμε νὰ τρέχουμε. Ἔτσι περάσαμε μὲ σχετικὰ μικρὲς ἀπώλειες· ὅ,τι φάγαμε οἱ ἀκριανοί. Προσωπικὰ τὴν ἔβγαλα μ᾿ ἕνα ράγισμα κάτω ἀπὸ τὸν ἀγκώνα, ποὺ κόντευε νὰ γιάνει ὅταν βγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πῆγα στὸν ἀκτινολόγο μετὰ ἀπὸ δυό βδομάδες.

Φτάνοντας στὰ Ἐξάρχεια ἀνεβήκαμε στὸ διαμέρισμα ἑνὸς παιδιοῦ ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἤμαστε μαζὶ στὴν ἔξοδο καὶ στὸ πέρασμα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες τῆς Ζαΐμη. Μόλις πέρασε ἡ ταραχὴ καὶ τὸ λαχάνιασμα κι ἄρχισα νὰ σκέφτομαι ψύχραιμα, κατάλαβα πὼς ἔπρεπε νὰ πάω στὸ σπίτι· ἤξερα πὼς κινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ πατέρα μου. Ξεκίνησα νὰ κατεβαίνω τὶς σκάλες, οἱ ἄλλοι μοῦ φώναζαν ἀπὸ πάνω «ποῦ πᾶς, θὰ σὲ σκοτώσουν» κι ἐγὼ «πρέπει νὰ μὲ δεῖ ὁ πατέρας μου, εἶναι καρδιακός, θὰ πεθάνει», ὅταν μὲ σταμάτησε ἕνας ἄνθρωπος, δυὸ ὀρόφους πιὸ κάτω, «ποῦ πᾶς ρὲ παιδὶ μου, γίνεται μακελειὸ ἔξω· ἔλα μέσα νὰ πάρεις τηλέφωνο». Εὐτυχῶς δὲν εἶχαν κόψει τὰ τηλέφωνα, ὅπως ἔκαναν στὸ πραξικόπημα τοῦ ᾿67, κι ἔτσι τηλεφώνησα στὸ σπίτι καὶ ἡσύχασαν οἱ δικοί μου. Μέχρι νὰ ξημερώσει ἔμεινα, μαζὶ μὲ καμιὰ τριανταριὰ ἄλλα παιδιά, στὸ διαμέρισμα τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μοῦ ᾿σωσε τὴ ζωὴ· σίγουρα μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία  ποὺ τράβηξαν ὅσοι πιάστηκαν ἐκείνη τὴ νύχτα.

Καὶ τὸ πρωί, ποὺ ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ κατεβαίνει στὸ κέντρο ὀργισμένος, μαζὶ μὲ δυὸ ἀπὸ τοὺς νυχτερινοὺς συγκάτοικους ποὺ πήγαιναν πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση, κινήσαμε γιὰ τὰ σπίτια μας.

Ἐμεῖς εἴχαμε δώσει ὅ,τι μᾶς ἀναλογοῦσε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1Τὸ καντάρι εἶχε 44 ὀκάδες.

2 νεράντζια μὲ ξυραφάκια: ἔμπηγαν τὴ μιὰ κόψη τῆς ξυριστικῆς λεπίδας (ἀπὸ τὶς παλιὲς μὲ τὶς δύο κόψεις) στὸ νεράντζι, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἐξεῖχε· ἄν σὲ πετύχαινε μὲ τὴν κόψη μποροῦσε νὰ σὲ τραυματίσει ἄσκημα.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)