to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

«Λαϊκισμός» και «αντι-λαϊκισμός» στον καθρέφτη του Ατλαντικού

Τρία σπουδαία μαθήματα που μπορούμε να πάρουμε, εμείς οι Ευρωπαίοι, από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, και οδηγούν το φαντασιακό μας προς ένα διεθνή αντι-λαϊκισμό.


Καθώς δίδασκα στις ΗΠΑ αυτό το φθινοπωρινό τρίμηνο, κατά τη διάρκεια και μετά τις προεδρικές εκλογές, όλοι μου οι φίλοι, φοιτητές και συνάδελφοι, αργά ή γρήγορα μου έθεταν το ίδιο ερώτημα: Ποιος είναι ο επόμενος; Νομίζεις ότι η Λεπέν θα κερδίσει τις γαλλικές εκλογές τον Μάιο;
Ξεδιπλώνοντας διάφορα σενάρια, που εκτείνονται από τη θεωρία ντόμινο, σύμφωνα με την οποία κάθε «φιλελεύθερη κυβέρνηση» που συντρίβεται αποσταθεροποιεί την επόμενη, στη θεωρία της μόλυνσης που εξαπλώνεται από τη συντριβή των αναδιανεμητικών κοινωνικών πολιτικών, οι οποίες παγκοσμίως αποτελούν στόχο του νεοφιλελευθερισμού, τα σενάρια αυτά τείνουν να βλέπουν το Brexit ως προπομπό του επόμενου αποτελέσματος «έκπληξη». Η ήττα της Κλίντον, μαζί με την πτώση του Ρέντζι και την αποστασία του Ολάντ, γίνονται πτυχές της ίδιας αποδόμησης της «κεντροαριστεράς».
Η ήττα της νεοφασιστικής δεξιάς στις αυστριακές προεδρικές εκλογές εμφανίστηκε ως μια σύντομη ανάπαυλα και οι διαδηλώσεις πολιτών στην Πολωνία κατά του καθεστώτος Κατσίνσκι, ως ένα εύθραυστο στοιχείο της αντίστασης. Το στρατηγικό ερώτημα, πριν από την πρόσφατη δολοφονική επίθεση στο Βερολίνο, είναι: Θα μπορέσει η Μέρκελ να συγκρατήσει το έδαφος, το οποίο πατούσε πριν από την επίθεση της ξενοφοβικής συμμαχίας για το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων στους πρόσφυγες από τη Συρία;
Για να επιστρέψουμε στην Ευρώπη, διαπιστώνω ότι τα ίδια ερωτήματα υπάρχουν και σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού. Η έννοια γύρω από την οποία αναλύσεις ή εικασίες περιστρέφονται, είναι πάντα ο «λαϊκισμός», με τη βαθιά αμφισημία του και το εύρος των αντιθετικών εφαρμογών του.

Του Ετιέν Μπαλιμπάρ*

Συμφωνώ ότι η Ευρώπη (εννοώντας στην πράξη την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας -ας σημειωθεί- το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ακόμα μέλος, αν και με μειωμένα προνόμια εν αναμονή του Brexit, αν ποτέ υλοποιηθεί) και οι ΗΠΑ κρατούν έναν αποκαλυπτικό καθρέφτη ο ένας απέναντι στον άλλο. Οι διαφορές είναι εμφανείς και γνωστές.
Ωστόσο, πράγματι οι δύο καταστάσεις αλληλεπιδρούν και ρίχνουν φως η μια στην άλλη, γεγονός που μπορεί να μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε τη βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος που διαπερνά και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, να προσδιορίσουμε τα βασικά σημεία επαφής, αποφεύγοντας κενές γενικότητες και μυωπικούς τοπικισμούς. Αυτό είναι λογικό, ιδίως, επειδή στην ευρωπαϊκή πλευρά το στρατηγικό πεδίο είναι αναμφισβήτητα διεθνές: η αυξανόμενη παράλυση των κοινοβουλευτικών συστημάτων, η ακυβερνησία που επηρεάζει το ένα έθνος μετά το άλλο (Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία…) και τα καθιστά εύκολη λεία στο δημαγωγικό εθνικιστικό λόγο, χρειάζεται να ιδωθεί σε μεγάλο βαθμό ως άμεση συνέπεια ή παράπλευρη απώλεια της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού σχεδίου ως ενός αξιόπιστου πολιτικούς και πολιτιστικού δρόμου.
Στην αμερικανική πλευρά, η φθίνουσα ισχύς της «αυτοκρατορίας» αποκαθηλώνει όχι μόνο το «κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο έδωσε κάποτε μια οικονομική και πατριωτική βάση, αλλά και το συνταγματικό οικοδόμημά του, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα παλαιότερα ρεπουμπλικανικά καθεστώτα στον κόσμο, με ένα αξιόλογο σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών», που επιτρέπει τη σταθεροποίησή του σε περιόδους εσωτερικής έντασης.

Τρία μαθήματα για τους Ευρωπαίους

Για εμάς τους Ευρωπαίους, επισημαίνω ότι οι αμερικανικές εκλογές προσφέρουν μαθήματα που χρειάζεται να προσαρμοστούν, να «μεταφραστούν» στη γλώσσα της δικής μας ιστορίας και των σημερινών αντιξοοτήτων. Επιτρέψτε μου να προτείνω τρία τέτοια μαθήματα:
1. To μάθημα της ήττας Κλίντον (που ήταν κατά βάση η ανικανότητά της να υπερπηδήσει τη ρητορική και τα κόλπα του αντιπάλου της, τα οποία του έδωσαν προβάδισμα σε κρίσιμες «λαϊκές» οριακές πολιτείες, αφού, όπως γνωρίζουμε, κέρδισε την εθνική ψήφο με σημαντική διαφορά) είναι το εξής: είναι εξίσου παράλογο και σίγουρη συνταγή για την καταστροφή η επιλογή να εξουδετερωθεί το πολιτικό στοιχείο με βάση τη γραμμή της μετα-δημοκρατικής διακυβέρνησης -η οποία είναι πλέον ηγεμονική στα δικομματικά κοινοβουλευτικά μας συστήματα- καμουφλάροντας τις βαθιές διαφορές στο εσωτερικό των κοινωνιών μας, τις οποίες ο νεοφιλελευθερισμός έχει είτε εντείνει είτε διευρύνει: ταξικές διαιρέσεις, φυλετικές διαιρέσεις (συχνά σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές διακρίσεις), ηθικές διαιρέσεις (ιδιαίτερα στη σφαίρα των οικογενειακών αξιών και της σεξουαλικής νόρμας). Προσθέστε σε αυτά ένα υψηλό επίπεδο διαρθρωτικής βίας, οικονομικής, δικαστικής, ενδοοικογενειακής, στο οποίο η Κλίντον δεν αναφέρθηκε ποτέ (με εξαίρεση, σε κάποιο βαθμό, το σεξισμό) και το οποίο ο Τραμπ κατάφερε να οικειοποιηθεί.
2. To μάθημα που προκύπτει από τη σύγκριση των δύο προεκλογικών εκστρατειών, του Τραμπ και του Μπέρνι Σάντερς, οι οποίες συχνά παρουσιάζονται ως συμμετρικές κινήσεις απόρριψης των ελίτ, είναι το ακόλουθο: στο εξής και για πάντα θα πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια «λαϊκισμός» κατά τρόπο που να γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό από την πλευρά της Ευρώπης, εφόσον η λέξη «λαϊκισμός» έχει ξεχωριστή ιστορία και εν μέρει διαφορετική σημασία στις ΗΠΑ (όπου μια τυπική περίπτωση «λαϊκίστριας» τη δεδομένη στιγμή είναι η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, μια πολύ λογική και καλά εδραιωμένη γερουσιαστής…).
Υπάρχει μια κρίση του «συστήματος», τόσο από την άποψη της νομιμοποίησης, όσο και από την άποψη της ικανότητας αντιπροσώπευσης. Δεν πρόκειται απλά για μια γνώμη ή μια πολιτική θεωρία, είναι αντικειμενική πραγματικότητα. Ωστόσο, τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτή, έλκουν από ριζικά αντίθετες κατευθύνσεις: είτε από τον ξενοφοβικό εθνικισμό (που τείνει να συνδυαστεί με τον προστατευτισμό, μέσα από το «κλείσιμο» των συνόρων), ή από μια αναζήτηση των «ανθρώπων που λείπουν» (έκφραση του Ντελέζ), από μια νέα σύνθεση αντιστάσεων και δημοκρατικών ελπίδων, που περιλαμβάνει πληθώρα πολιτισμικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Όμως, παρά τις δυνατότητες συγχώνευσης των δύο στο πολιτικό παιχνίδι (μερικές φορές αναφέρεται στην Ευρώπη ως «φαιοκόκκινη» συμμαχία και επιχειρείται να δομηθεί σε ορισμένες περιοχές της Αυστρίας σήμερα, με παρόμοιους πειρασμούς να προκύπτουν στη Γερμανία και τη Γαλλία), στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μέση λύση.
3. Το τρίτο μάθημα είναι το ακόλουθο: αναμφισβήτητα, θεσμικά μοντέλα με ρίζες σε διαφορετικές ιστορίες καθορίζουν διαφορετικές προϋποθέσεις για πολιτική δράση, τόσο κοινοβουλευτική όσο και εξωκοινοβουλευτική. Αυτό ισχύει κατά τη σύγκριση των ΗΠΑ με τον ευρωπαϊκό ομόλογό τους και ισχύει εντός του ευρωπαϊκού «ψευδο-φεντεραλισμού» μεταξύ των ίδιων των ιστορικών εθνών. Η διαφορά αυτή, ωστόσο, δεν θα πρέπει να συσκοτίσει το γεγονός ότι και στις δύο περιοχές του κόσμου (δύο περιοχές όπου το «αστικό» δημοκρατικό μοντέλο επινοήθηκε το 19ο αιώνα, ενώ αργότερα χρειάστηκε να προσαρμοστεί στην άνοδο των χειραφετητικών κινημάτων και τη συνέπειά τους, τους κοινωνικούς αγώνες) αναδύεται τώρα το ίδιο συνταγματικό πρόβλημα.
Αυτό είναι ένα γενικό πρόβλημα της εποχής μας (που βεβαίως υπάρχει και σε άλλα μέρη του κόσμου: τη Λατινική Αμερική, την Ινδία, τη Νότια Αφρική, ενώ η περίπτωση των μετα-κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κίνα ή τη Ρωσία φαίνεται να υπακούει σε μια διαφορετική λογική). Το περιεχόμενο του προβλήματος είναι μια βίαιη ταλάντωση μεταξύ της φαινομενικά μη αναστρέψιμης διαδικασίας «απο-δημοκρατισμού» και της δυνατότητας «εκδημοκρατισμού της ίδιας της δημοκρατίας».

Εκδημοκρατισμός της δημοκρατίας

Αρχίζουμε να βλέπουμε τι μείγμα αποπολιτικοποίησης (με θεσμοθετημένη την άσκηση πίεσης και υποταγής της «αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης» σε τεχνοκρατικές επιταγές) και μόνιμης «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» ή κράτους ασφαλείας διαμορφώνεται στη διαδικασία απο-δημοκρατισμού. Αντιλαμβανόμαστε, από την άλλη, ότι η ιδέα του «εκδημοκρατισμού της δημοκρατίας» πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζεται με τον περιορισμό της εξουσίας του χρήματος στην πολιτική και την αναστροφή του τεχνοκρατικού μονοπώλιου στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Αυτή είναι μια πραγματική αλλαγή καθεστώτος, που επιδιώκει να δημιουργήσει χώρο για άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά: μια κρίσιμη κατάσταση πλέον ευρέως αντιληπτή σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες. Είναι, πολύ απλά, συνώνυμο με την ιδιότητα του ενεργού πολίτη, αλλά με κίνδυνο (ο οποίος πρέπει συνειδητά να ελέγχεται) να φέρει πίσω «εμφύλιες συγκρούσεις» ανατρέποντας έτσι αποστεωμένα πολιτικά συστήματα, τα οποία εμφανίζονται εμμονικά με την «κανονικότητα» και τη «συναίνεση», ενώ στην πραγματικότητα στοχεύουν στους αντιφρονούντες με ακραία αδιαλλαξία.

Eπικίνδυνες επιλογές

Σε πιο γενικό επίπεδο, ενώ οι συγκρίσεις με την παγκόσμια κρίση της δεκαετίας του ’30 είναι ταυτόχρονα χρήσιμες και εν μέρει ανεπαρκείς, καταλαβαίνουμε ότι οι ριζοσπαστικές επιλογές μεταξύ των κοινωνικών προτύπων και αξιών γίνονται τώρα ξανά επικίνδυνες, γιατί τα παγκόσμια διακυβεύματα που αντικατοπτρίζονται σε τοπικό επίπεδο μολύνουν το ένα το άλλο με αρνητικό τρόπο: παράγουν συνθήκες αδυναμίας για οποιαδήποτε ορθολογική εξέταση των αιτίων και των αποτελεσμάτων τους. Αυτό ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει πλέον περάσει το κατώφλι της μη αναστρεψιμότητας απειλώντας ολόκληρες ομάδες ανθρώπινου πληθυσμού (μεταξύ άλλων ειδών), με την καταστροφή του ζωτικού τους χώρου, αναγκάζοντές τις ενδεχομένως να φύγουν ή να χαθούν στο προβλέψιμο μέλλον. Ισχύει, επίσης, για την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που τώρα κυριαρχείται από το νέο πυρετό του χρυσού, τον πυρετό για ρευστά περιουσιακά στοιχεία. Η άλλη όψη του, ωστόσο, είναι μια εκθετική ανάπτυξη της ανθρώπινης επισφάλειας, είτε νομαδική είτε στατική, την οποία η Σάσκια Σάσεν έχει επαρκώς ονομάσει γενικευμένη «απέλαση». Ισχύει ακόμη και για τη «σύγκρουση των πολιτισμών», μια δολοφονική αυτοεκπληρούμενη προφητεία με πραγματική βάση, η οποία είναι το νέο καθεστώς των διεθνών μεταναστεύσεων και η παράλληλη υβριδοποίηση των παραδοσιακών πολιτισμών.
Όπου τα φαινόμενα αυτά διασταυρώνονται και επικαθορίζουν το ένα το άλλο, προδιαγράφεται ακραία βία. Η οποία μαίνεται στην πραγματικότητα, εκεί όπου οι φλόγες αναζωπυρώνονται από όνειρα χαμένης αυτοκρατορίας, από συγκρούσεις κοσμικών και θρησκευτικών «μονοθεϊσμών», με τη συμβολή του μαζικού εμπόριου όπλων και της δίψας για πετρέλαιο (ή, στην περίπτωση της Γαλλίας, για ουράνιο), καθώς και του συνδυασμού πραγματικών και φανταστικών απειλών για την ασφάλεια.

Η «αδυναμία του παντοδύναμου»

Σε σχέση με τέτοιες παγκόσμιες προκλήσεις, περισσότερο ή λιγότερο αντιληπτές από τις μάζες, αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε καθημερινά είναι το γεγονός ότι οι λεγόμενες «κυρίαρχες» οντότητες (έθνη-κράτη, οσοδήποτε μεγάλα, υπερεθνικές ομοσπονδίες και συμμαχίες, διεθνείς οργανισμοί) είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, αν δεν είναι επιζήμιες. Είναι η «αδυναμία του παντοδύναμου» (μια έκφραση που χρησιμοποίησα στο παρελθόν, για να εξηγήσω τις ρίζες της νεοφασιστικής ξενοφοβίας μεταξύ «ασήμαντων λευκών» πολιτών, που προσπαθούν να ξεχάσουν τη δική τους κοινωνική υποβάθμιση, επικαλούμενοι ορατές διακρίσεις εις βάρος του Άλλου από τα κράτη «τους»). Είναι αυτή που προκαλεί συλλογική δυσαρέσκεια και πανικό, στοιχεία με τα οποία πορεύονται οι «λαϊκιστές». Αλλά είναι, επίσης, και στοιχεία που μπορεί να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους ή να τους ωθήσουν σε ένα είδος δικτατορίας.
Από την άλλη, γεννάει ελπίδα το γεγονός ότι διαπιστώνουμε προσπάθειες για ανανέωση της δημοκρατίας με «συνελευσιακές» μορφές, όπως είδαμε στους Αγανακτισμένους, στην Αραβική Άνοιξη, στο κίνημα Occupy Wall Street, στην Πλατεία Συντάγματος, στο Πάρκο Γκεζί, στο γαλλικό κίνημα Nuit Debout, τα οποία, κατά την πρόσφατη περίοδο, έχουν αναστήσει πραγματικά την ιδέα ενός λαού που διαβουλεύεται και ενεργεί. Ολες αυτές οι προσπάθειες, όμως, παραμένουν αφοπλισμένες μπροστά στη συσσώρευση και συγκέντρωση εξουσιών που μονοπωλεί η ολιγαρχία. Κάτι περισσότερο είναι σαφώς απαραίτητο.
Αν δεν υπάρξει, το εκκρεμές θα μετατοπιστεί προς την αντίθετη κατεύθυνση με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ήδη ο Τραμπ, ο οποίος εξελέγη με μια «λαϊκίστικη» ατζέντα, ενορχηστρώνει τη θορυβώδη εκδίκηση της Wall Street απέναντι στο κίνημα Occupy, που, προφανώς, συνεχίζει να στοιχειώνει τους ανώτερους διευθύνοντες συμβούλους της. Στην Τουρκία του Ερντογάν (για να μην αναφέρουμε την ευρύτερη Μέση Ανατολή) ένα «αντι-πραξικόπημα» συνθλίβει βάναυσα τη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες. Και παντού στην Ευρώπη, οι πολιτικοί από τα αριστερά προς τα δεξιά ανταγωνίζονται για το τρόπαιο της μισαλλοδοξίας. Μήπως, λοιπόν, περνάμε στη μακρά νύχτα της υποταγής και της αντι-πολιτικής;

Διεθνής αντι-λαϊκισμός

Ωστόσο, ο εθνο-λαϊκισμός δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις για τις ριζοσπαστικές προκλήσεις της καθημερινότητας ή να πληροί τις βασικές απαιτήσεις της λαϊκής πλειοψηφίας (που την αποτελούν πολλές «μειονότητες»), είτε ως προς την προστασία των πληθυσμών και του τρόπου ζωής τους είτε ως προς την αναγκαιότητα της ρύθμισης των παγκόσμιων κινήσεων κεφαλαίων, αγαθών και προσώπων είτε ως προς τη συνάρθρωση της συμμετοχής με την εκπροσώπηση, σε μια νέα μορφή της ιδιότητας του πολίτη, που να είναι προσαρμοσμένη στην εποχή της πολυπολιτισμικότητας και της διαδικτυακής επικοινωνίας.
Αντίθετα, το βασικό ερώτημα του τόπου (και των χώρων ή πλατειών) όπου ζεις, δουλεύεις, μαθαίνεις, συναντιέσαι, σκέφτεσαι, αγωνίζεσαι από κοινού με άλλους, ενός τόπου που χρειάζεται για όλους τους πολίτες, καταλήγει σε φανταστικά σενάρια διακρίσεων.
Αναμφίβολα, με την προεδρία Τραμπ ή οποιουδήποτε από τους ευρωπαίους εν δυνάμει μιμητές του, η κατάσταση αυτή θα παράγει περισσότερη δυσαρέσκεια και αισθήματα ανασφάλειας, και συνεπώς αυξημένη τάση να εκτραπεί επιθετικά προς αποδιοπομπαίους τράγους και «εσωτερικούς εχθρούς». Για το λόγο αυτό, αφού πρώτα αντιδράσουμε όσο μπορούμε στα καταστροφικά αποτελέσματα των εθνο-λαϊκισμών, που βρίσκονται σε άνοδο στη μια χώρα μετά την άλλη, χρειάζεται να φανταστούμε ένα διεθνή αντι-λαϊκισμό, που να εργάζεται αδιάκοπα για να εφεύρει την πολιτική γλώσσα του και να προωθήσει τα ιδανικά του.
Διστακτικά, μιλώντας στην Αθήνα το 2010, είχα δώσει αυτό το οξύμωρο όνομα στις ποικίλες αντιστάσεις ενάντια στις πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη, με πλήρη επίγνωση ότι κάτι τέτοιο δεν προσέφερε ούτε πρόγραμμα ούτε λύση στη θεσμική και κοινωνική κρίση που ανοιγόταν μπροστά μας στο πλαίσιο της ίδιας της ΕΕ, όταν αποφάσιζε να καταστρέψει ένα από τα δικά της κράτη – μέλη, στο όνομα των δημοσιονομικών κανόνων που επινοήθηκαν από τις τράπεζες και για τις τράπεζες.
Ήταν (και παραμένει) μόνο ένα όνομα για να δείξει ότι χρειαζόμαστε συγκέντρωση δυνάμεων και συνάθροιση ιδεών για να αναδημιουργηθεί η πολιτική από το λαό και για το λαό. Ο «αντι-λαϊκισμός» μοιράζεται με το λαϊκισμό ένα τυπικό χαρακτηριστικό: την κριτική τους έναντι της αποστέρησης ή αποδυνάμωσης των μαζών σε συνθήκες ολιγαρχικού πολιτεύματος. Αντίθετα με το λαϊκισμό, δεν αναθέτει το καθήκον του τερματισμού της αποστέρησης στους ίδιους τους αποστερητές, αλλά επιδιώκει και απαιτεί την ενδυνάμωση των πολιτών, ως εκ τούτου ωθεί την ικανότητά του πέρα από τα όρια και τα σύνορα που στο παρελθόν καθόριζαν την πολιτική.

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 2 Ιανουαρίου 2017, στον ιστότοπο Οpen Democracy. Μια βραχύτερη εκδοχή του δημοσιεύτηκε στο «Il manifesto», στις 30 Δεκεμβρίου 2016, και στη «Liberation», στις 3 Ιανουαρίου 2017.

Μετάφραση: Ζωή Γεωργούλα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)