to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Κομμουνιστής, αμετανόητος, αθυρόστομος, ο τελευταίος σουρεαλιστής

Παραμονή Χριστουγέννων, σαν σήμερα, του 1982 πέθανε στο Παρίσι ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες κι επιφανέστερους διανοούμενους, ο πρωτοπόρος ποιητής, ντανταϊστής και κατόπιν υπερρεαλιστής, ο στρατευμένος κομμουνιστής, δημοσιογράφος και πεζογράφος, ο Αιώνιος Έφηβος του Ρίτσου, ο Καπετάνιος της Αγάπης του Νερούδα. Ο Λουί Αραγκόν.


Το σουρεαλιστικό κίνημα από την αρχή της γέννησής του, απέρριψε και πολέμησε με λύσσα, κάθε αστική έκφανση της αντιδραστικής αντίληψης «τέχνη για την τέχνη». Ηταν μοιραίο, οι σουρεαλιστικές συγκεντρώσεις να είναι ταυτόχρονα και ουσιαστικά, πολιτικές. Πολλοί από τους μετέπειτα σουρεαλιστές είχαν στο παρελθόν έρθει σε επαφή με τους εξόριστους μπολσεβίκους, με επιφανέστερο από αυτούς τον ίδιο τον Λένιν. Πολλοί ντανταϊστές επίσης εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα και επιφανείς Γερμανοί ντανταϊστές πήραν μέρος στην επανάσταση του ’19. Ηταν επόμενο λοιπόν να συνδεθεί ο βασικός πυρήνας των σουρεαλιστών με το κομμουνιστικό κίνημα. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την ομαδική προσχώρηση της «ηγεσίας» του κινήματος (Αραγκόν , Μπρετόν, Ελιάρ, Περέ) στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1927.

Το έργο, και η ιστορία του Αραγκόν είναι πάρα πολύ μεγάλη, και πάντα στη πρώτη γραμμή. Από το «Νταντά», τα ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα και το σουρεαλισμό, μέχρι τα ταξίδια του στη Ρωσία, το σοσιαλισμό και τη γνωριμία του με τη γυναίκα της ζωής του την Έλσα, με το Ρίτσο. Ο Αραγκόν ήταν στρατευμένος αλλά και βαθειά λυρικός, γι αυτό και η γραφή του ήταν όπλο. Γι' αυτό και τους φόβιζε. Γι' αυτό σαν σήμερα το 1982 που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, μια γαλλική νεοφασιστική οργάνωση έβγαλε ανακοίνωση που πανηγύριζε: «Οι λέξεις μάς λείπουν σήμερα για να διαδηλώσουμε τη χαρά μας. Δεν είμαστε απ’ εκείνους τους φιλελεύθερους, που θα χύσουν κροκοδείλια δάκρυα για τον θάνατο ενός αντιγάλλου. Μετά από τον θάνατο του Μέντες Φρανς και του Μπρέζνιεφ, προαναγγέλλεται πράγματι ένας ωραίος χειμώνας για τους εθνικόφρονες»! Σιγά τη σκασίλα των φιλελεύθερων και των αστών... 
 

Χμ, μπορώ να φανταστώ την αντίδραση του σουρρεαλιστή Αραγκόν αν ήταν από μια μεριά και τους άκουγε .... 

Το ποίημα του, «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ», στο οποίο , κατά τη δική μου ερμηνεία, η λέξη αγάπη, μπορεί να είναι το πάθος του να μάχεσαι στη ζωή για ότι πιστεύεις κι αγαπάς , μέσα από όλες τις αντιφάσεις που μας προκύπτουν στο διάβα της και την άρρηκτη σύνδεσή της με το θάνατο. 

“Τίποτα δε χαρίστηκε στον άνθρωπο ποτέ. Μηδέ η δύναμή του,

Μηδέ αδυναμία, μηδέ καρδιά. Κι όταν νομίζει πως

Τα χέρια ανοίγει, ο ίσκιος του είναι σωστός σταυρός

Και μνέσκει μες τη χούφτα του της ευτυχίας του ο σποδός

Είναι μια προδοσία φριχτή κι αλλόκοτ’ η ζωή του.

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Η ζωή του… Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές

Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.

Τι κι αν τους εύρης το πρωί ετοιμασμένους,

Αυτούς, οπού το βράδυ θα τους δειςς αβέβαιους, νικημένους;

Πείτε μονάχα* η ζωή μου! Και βαστήχτε των δακρύων σας τις πηγές…

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,

Μαζί μου σέχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο*

Κι όλοι γύρω μας βλέπουν μένα βλέμμα χαμένο,

Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο

Στα μεγάλα τα μάτια σου- κι έχει τώρα πεθάνει…

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί…

Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδυ,

Για το σπαθί της δυστυχιάς που της χαράς το υφάδι

κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,

Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,

Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,

Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,

Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη

Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.

Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο ‘μαστε δεμένοι!”

Από τη συλλογή "Το μεγάλο κέφι" (1929)

Νανούρισμα

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε

Άκου τη φωνή της μητέρας σου

Μικρό παιδί χέσε

όπως οι μεγάλοι της γης

Ο κ. Πουανκαρέ,

Η κ. Ζέλμα Λάγκερλεφ(8),

Οι Πρίγκιπες του Οίκου του Βελγίου

Ο μέγας Αντώνιος

Η κ. Γκράτζια Ντελέντα(9)

Όλη η φαμίλια Μπερτελό(10)

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε

Άκου τη φωνή της μητέρας σου

Μικρό παιδί χέσε

Όπως οι μεγάλοι της γης

Η κ. Μαίρη Πίκφορντ(11)

Ο κ. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

Οι κύριοι κύριοι Διευθυντές της Αστυνομίας

Οι δεσποινίδες οι κόρες τους

Ο κ. Φρανσουά ντε Κουρέλ(12)

Ο αρχιστράτηγος Πέρσινγκ(13)

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε

Άκου τη φωνή της μητέρας σου

Μικρό παιδί χέσε

Όπως οι μεγάλοι της γης

Και τα λοιπά κύριος κυρία

Και τα λοιπά χεμ χεμ Μπαρτού(14)

Η κοπριά κι η κουτσουλιά

Η Λέσχη Αυτοκινητιστών Γαλλίας

Και Σκατά και Φατά και Αηδία

Τα Προάστια οι Τράπεζες κι οι Πετρελαϊκές

Χέσε χέσε χέσε χέσε λοιπόν χέσε

Άκου τη φωνή της μητέρας σου

Μικρό παιδί χέσε

Αν μπορείς όπως οι μεγάλοι της γης.

Ανυπόταχτος

Για να με κάνει να κάνω πιπί

Πισπις μου ‘λεγε η παραμάνα

Για να με κάνει να κάνω πιπί

Για να με κάνει να κάνω κακά

Κακκακ μου ‘λεγε η νοσοκόμα

Για να με κάνει να κάνω κακά

Για να με κάνει να κάνω στοίχιση ευθεία

Μπρουφμπρουφ μου ‘λεγε το μουστάκι

Για να με κάνει να κάνω στοίχιση ευθεία

Όμως δεν κάνω πια στοίχιση ευθεία

Ούτε πιπί   ούτε κακά   πάει   τελεία

Σινεμά

Υπάρχουν κάποιοι που καυλώνουν

Υπάρχουν και κάποιοι που δεν καυλώνουν

Γενικά εγώ συγκαταλέγομαι

Στη δεύτερη κατηγορία

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ

Τόσο βαθιά τα μάτια σου πόσκυψα να πιω πάνω

Κι είδα τους όλους ήλιους σ’ αυτά ν’ αντιφεγγούν

Και τους απελπισμένους να πέφτουν να πνιγούν

Τόσο βαθιά τα μάτια σου που εκεί τη μνήμη χάνω

Κάτω από σύννεφο πουλιών μουντός ωκεανός

Και φέξιμο ύστερα ουρανών στα μάτια σου ανεφέλων

Το θέρος κόβει σύννεφα στις ρόμπες των αγγέλων

Πάνω απ’ τα στάχυα ο ουρανός τόσο είναι γαλανός

Πασχίζει η αύρα του γλαυκού τα νέφη ν’ αλαφιάσει

Τα μάτια σου πιο διάφανα στο δάκρυ τους υγρά

Που κι ο ουρανός ο απόβροχος ζηλιάρης τα τηρά

Γαλάζιο τόσο το γυαλί στο μέρος πόχει σπάσει

Μάνα των εφτά βάσανων σελαγισμέ μου υγρέ

Εφτά ρομφαίες πέρασαν το πρίσμα των χρωμάτων

Οι ωραίες μέρες έχουνε πικρό το χάραμά των

Η μελανόστικτη ίριδα στα μαύρα είναι πιο μπλε

Τα πονεμένα μάτια σου ρήγμα διπλό ανοιγμένο

Απ’ όπου μεταγίνεται το θαύμα σαν μεμιάς

Οι Μάγοι οι τρεις αντίκρισαν με χτύπο της καρδιάς

Το φόρεμα της Παναγιάς στη φάτνη κρεμασμένο

Λόγια στου Μάη τη μουσική και στον πολύ καημό

Θα ’φτανε κι ένα μοναχό στόμα να δώσει πλέρια

Μονάχα ένα άπειρο στενό και θα ’πρεπαν στ’ αστέρια

Τα μάτια σου με των Διδύμων τον αστερισμό

Ούτε παιδί που εκστατικό θαυμάζει ωραίες εικόνες

Δε στήνει μάτια σαν κι εσέ μεγάλα φωτερά

Δεν ξέρω αν λες και ψέματα σα γίνονται γλαρά

Άγριες θαρρείς απ’ τη βροχή κι ανοίγονται ανεμώνες

Να κρύβονται άραγε αστραπές μες στη λεβάντα αυτή

Που εντόμων μέσα της σφοδρός ερωτισμός ανάφτει

Στων διαττόντων πιάστηκα το δίχτυ σαν το ναύτη

Μεσαύγουστο από κύματα πόχει άξαφνα αρπαχτεί

Τράβηξα αυτό το ράδιο από ουρανίτη ουσία

Τα δάχτυλά μου καίγοντας σ’ απρόσιτη φωτιά

Κοντά μου είσαι παράδεισε κι ωστόσο είσαι μακριά

Περού μου είναι τα μάτια σου Γολκόνδη μου κι Ινδία

Κι ήρθε ένα βράδυ που το σύμπαν έγινε κομμάτια

Σε βράχους που τους κόρωσαν οι ναυαγοί μα εγώ

Πάνω απ’ τη θάλασσα έβλεπα ζευγάρι λαμπερό

Τα μάτια της Έλσας τα μάτια της Έλσας τα μάτια

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)