to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

10:15 | 16.09.2012

πηγή: https://left.gr/91

Οικονομία

"Κάτι θα προκύψει..." - Του Ευκλείδη Τσακαλώτου

Αυτή είναι η πολιτική της κυβέρνησης. Δεν απαντάμε σε κανένα από τα ερωτήματα που έχουν τεθεί για την κρίση, για την ύφεση, για την έλλειψη της ρευστότητας, αλλά έχουμε την ελπίδα ότι «κάτι θα προκύψει...».


Η πρόσφατη συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή σχετικά με το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν έριξε φως στη στρατηγική της κυβέρνησης για την υπέρβαση της κρίσης. Συγκεκριμένα, θα περίμενε κανείς σε ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο να διαπιστώσει πώς σκοπεύει η κυβέρνηση να σπάσει τον φαύλο κύκλο της ύφεσης που οδηγεί σε μέτρα λιτότητας, τα οποία με τη σειρά τους οξύνουν την ύφεση κ.ο.κ.

Αυτό που αναδείχθηκε, τόσο από τα μέτρα καθαυτά όσο και από τη ρητορεία των κυβερνητικών στελεχών και βουλευτών, είναι ότι βασικό μέλημα αποτελεί η βιωσιμότητα 4 ή 5 μεγάλων τραπεζών. Για τις υπόλοιπες και ειδικά τις κρατικές, όπως ήδη συνέβη με την Αγροτική και αναμένεται να συμβεί με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, επιφυλάσσεται η συγχώνευσή τους με τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες.

Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, δεν απαντά στο κυρίαρχο πρόβλημα που αναδείχτηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Ακριβώς επειδή η κατάρρευση μιας μεγάλης τράπεζας συνεπάγεται συστημικό κίνδυνο, δεν μπορεί μια κυβέρνηση να την αφήσει να χρεοκοπήσει (το γνωστό επιχείρημα «too big to fail»). Το γεγονός αυτό παρέχει μεγάλη δύναμη στις τράπεζες απέναντι στην πολιτική εξουσία, επιβεβαιώνοντας και ενισχύοντας την ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο. Τα μέτρα δε που προβλέπονται για την ενίσχυση της διαφάνειας και της ενημέρωσης ούτε στο ελάχιστο δεν αντιμετωπίζουν το μεγάλο πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης.

Τα μέτρα, όμως, της κυβέρνησης δεν απαντούν και στο εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα της ρευστότητας - πώς δηλαδή αυτά τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ θα κατευθυνθούν στην πραγματική οικονομία. Η λογική της κυβέρνησης μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: Οι μεγάλες τράπεζες, αφού καταστούν βιώσιμες, θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, άρα θα προσελκύσουν νέες καταθέσεις και επομένως θα έχουμε περισσότερη ρευστότητα.

Η λογική αυτή είναι ιδιαίτερα προβληματική για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, η φυγή των καταθέσεων οδήγησε τις τράπεζες στην αναζήτηση χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ενδεχόμενη επιστροφή των καταθέσεων μπορεί απλώς να αντικαταστήσει αυτή τη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στη συνολική ρευστότητα. Δεύτερον, η βασική προϋπόθεση, η επιστροφή δηλαδή των καταθέσεων, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα πραγματοποιηθεί. Ακόμα και αν όντως δημιουργηθούν 4 βιώσιμες τράπεζες, ποιος άραγε μπορεί να αναμένει επιστροφή των καταθέσεων μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας, την ώρα μάλιστα που θα κατατίθενται νομοσχέδια λιτότητας τα οποία θα εντείνουν την ύφεση;

Τις ανησυχίες αυτές φαίνεται να συμμερίζεται και η ίδια η κυβέρνηση. Γι’ αυτό προχώρησε σε αύξηση του ποσού της ανακεφαλαιοποίησης στα 50 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό προβλέπει και περαιτέρω εγγυήσεις για τις τράπεζες στο μέλλον, ακυρώνοντας τη ρητορική της - ότι μετά την ανακεφαλαιοποίηση δεν θα χρειαστούν άλλοι πόροι. Έτσι, η κυβέρνηση δείχνει ότι συνεχώς υποτιμά την έκταση της κρίσης, δεν γνωρίζει ακόμα την πραγματική κατάσταση των τραπεζών, αλλά ούτε και είναι σίγουρη για τη στρατηγική της.

Η κριτική, ωστόσο, του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιορίζεται στα παραπάνω. Βρισκόμαστε από το 2008 αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου ενώ οι τράπεζες συνεχώς λαμβάνουν ενίσχυση από τους φορολογούμενους, η κοινωνία δεν έχει κανένα λόγο για το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα, τι θα χρηματοδοτήσουν κ.ο.κ. Η κυβέρνηση, όπως προαναφέρθηκε, ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη βιωσιμότητα των τραπεζών - δεν θέτει καν ως κριτήριο την κερδοφορία.

Η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ακριβώς επειδή οι τράπεζες είναι μεγάλες και δεν μπορούμε να τις αφήσουμε να χρεωκοπήσουν, ακριβώς επειδή είναι «toο big to fail», χρειάζεται να υπάρχει κοινωνική λογοδοσία. Στη δική μας λογική, που ενδιαφέρεται για την πραγματική οικονομία, οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν τον χαρακτήρα της κοινής ωφέλειας. Γι’ αυτόν τον λόγο, δίνουμε μεγάλη έμφαση στις κοινές μετοχές - να έχει δηλαδή το Δημόσιο τον έλεγχο των τραπεζών. Η κυβέρνηση, αντίθετα, δίνει τη δυνατότητα να υπάρχουν όχι μόνο κοινές μετοχές χωρίς ουσιαστικό δικαίωμα ψήφου, αλλά και διάφορα «χρηματοπιστωτικά μέσα». Όχι μόνο δεν επιθυμεί τον έλεγχο των τραπεζών, αλλά ούτε καν επιβάλλει την ύπαρξη ενός κοινωνικού απολογισμού, σε σχέση με την ελάφρυνση των δανειοληπτών, τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της κοινωνικής οικονομίας. Με λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική που επιβάλλει Μνημόνια λιτότητας στον λαό και κανένα Μνημόνιο, κανέναν όρο στις τράπεζες.

Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της κυβερνητικής πολιτικής στο ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης είναι η αδιαφάνεια. Αρκεί να επισημανθεί ένα μόνο σημείο, το οποίο εκτός των άλλων αποκαλύπτει και τη βαθύτερη φιλοσοφία της κυβέρνησης. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ο υπουργός Οικονομικών αποφασίζει μόνος του πότε οι τράπεζες θα δημοσιεύσουν τις οικονομικές τους εκθέσεις, δηλαδή πότε θα ενημερώσουν την κοινωνία για την κατάστασή τους. Χρησιμοποιώντας αυτή τη δυνατότητα, ο υπουργός επέβαλε στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο τη δημοσίευση, γεγονός που θα το οδηγήσει σε κλείσιμο.

Είναι προφανές ότι για την κυβέρνηση δεν χρειάζονται τραπεζικά ιδρύματα ειδικού σκοπού, όπως είναι το Τ.Τ., και τα οποία βέβαια υπάρχουν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ακριβώς το ίδιο έπραξε και με την Αγροτική Τράπεζα. Η κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύει ότι είτε θα έχουμε εμπορικές τράπεζες, όπως υπάρχουν μεγάλες εμπορικές τράπεζες στην Ευρώπη, είτε θα έχουμε κρατικές τράπεζες με πελατειακές σχέσεις που δουλεύουν όπως παλιά. Δεν χωρά στη λογική τους ότι υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες λύσεις, γιατί υπάρχουν πολλά προβλήματα και ανάγκες, και ότι χρειαζόμαστε εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις ανάγκες.

Η μανιχαϊστική αυτή αντίληψη είναι χαρακτηριστική μιας ελίτ με έλλειψη αυτοπεποίθησης. Διότι ο ιδεατός ηγεμόνας μπορεί να ενσωματώνει και άλλες ιδέες. Μπορεί να κατανοήσει ότι πρέπει να έχει την πλαστικότητα να αντιμετωπίσει προβλήματα που βγαίνουν από την ίδια την οικονομία. Η έλλειψη πλαστικότητας της κυβέρνησης, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα με διαφορετικό σχέδιο από αυτό που έχει στον νου της, αυτή η δέσμευση της ρητορείας του νεοφιλελευθερισμού, δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Συστηματικά κάνει λάθη και συστηματικά δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν τεθεί και δεν δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί. Αυτή την έλλειψη πλαστικότητας θα την πληρώσει, γιατί κάτι που δεν έχει πλαστικότητα κάποια στιγμή θα σπάσει.

Συνοψίζοντας, η απάντηση της κυβέρνησης είναι η απάντηση που έδωσε ο κύριος Micawber, ένας πολύ συμπαθητικός χαρακτήρας στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ του Κάρολου Ντίκενς. Ο κ. Micawber πάντα ήθελε να αποφύγει τη χρεοκοπία και πάντα τελείωνε στις ειδικές φυλακές οφειλετών που είχαν οι Βρετανοί μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Αλλά ο κ. Micawber ήταν πάντα αισιόδοξος, όπως και οι σημερινοί κυβερνώντες. Ποια ήταν η αισιοδοξία του κ. Micawber; Ότι κάτι θα προκύψει. Αυτή είναι η πολιτική της κυβέρνησης. Δεν απαντάμε σε κανένα από τα ερωτήματα που έχουν τεθεί για την κρίση, για την ύφεση, για την έλλειψη της ρευστότητας, αλλά έχουμε την ελπίδα ότι «κάτι θα προκύψει...».

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)