to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το καθεστωτικό ζήτημα

Είναι πλέον σαφές ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εγκαθιδρύει ένα καθεστώς που επαναλαμβάνει βασικά χαρακτηριστικά του μετεμφυλιακού καθεστώτος της δεκαετίας του ’50.


Την πελατειακή σχέση με τον επιχειρηματικό κόσμο, την ανοχή απέναντι στη διαφθορά και την παραοικονομία, τον συνδυασμό εξατομίκευσης και καταστολής απέναντι στον κόσμο της εργασίας και απέναντι στις εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.

Και το ντύσιμο όλων αυτών με μια εθνικιστική ιδεολογία που φιλοδοξεί να παραμερίσει ό,τι κοινωνικό. Τη στιγμή που τα καθεστώτα της Δυτικής Ευρώπης εγκαθιστούσαν παραλλαγές φορντιστικών προτύπων, και ειδικότερα κοινωνικού κράτους, η Ελλάδα εγκαθιστούσε με την ενεργό συμμετοχή και δράση δωσίλογων, μαυραγοριτών και ταγματασφαλιτών, την πλήρη άρνηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και της καταδίκης του φασισμού.

Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, με την υιοθέτηση από τα δυτικοευρωπαϊκά καθεστώτα του νεοφιλελευθερισμού, ξεκινούσε το προοδευτικό ξήλωμα του κοινωνικού κράτους και των φορντιστικών θεσμών (μια διαδικασία που στην πραγματικότητα συνεχίζεται ακόμα και σήμερα). Στην Ελλάδα, η άρχουσα τάξη, που αποδεχόταν την ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη στρατηγική, πάλεψε και για να διατηρήσει το σύστημα των ιδιαίτερων σχέσεών της με το κράτος και αντιστάθηκε στα αιτήματα για την εγκαθίδρυση θεσμών κοινωνικού κράτους. Επειτα από μια μεταβατική και ασταθή περίοδο, το ΠΑΣΟΚ σταθεροποίησε το μεταδικτατορικό καθεστώς, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή στρατηγική με τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού μεταπολεμικού προτύπου.

Δεν διαμορφώθηκαν θεσμοί αναπτυξιακής πολιτικής και απλώς ασκήθηκαν πολιτικές χρηματοδότησης των εξ ορισμού σοφών ιδιωτών επιχειρηματιών, οι προνομιακές σχέσεις με τις συνδικαλιστικές ελίτ του δημόσιου τομέα διευκόλυναν τις ιδιωτικοποιήσεις και την επέκταση των ευελιξιών στην αγορά εργασίας. Η ανοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέναντι στην προφανή σπατάλη των ευρωπαϊκών πόρων συνέβαλε στην ταχεία ανάπτυξη που βασίστηκε στην κατανάλωση και τις εισαγωγές και οδήγησε τόσο στην υπερχρέωση όσο και στη συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού.

Οταν, το 2004, πριν από τους Ολυμπιακούς, η Νέα Δημοκρατία επανήλθε στην κυβέρνηση αξιοποίησε τους ίδιους μηχανισμούς, αν όχι τα ίδια πρόσωπα, του πασοκικού κράτους και τότε όχι μόνο έδωσε μια επιπλέον ώθηση στην υπερχρέωση και την απώλεια παραγωγικού δυναμικού, αλλά ταυτίστηκε σε καθοριστικό βαθμό με τις προβληματικές μεθόδους και τις αποτυχημένες πρακτικές της προηγούμενης διακυβέρνησης.

Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε μια σύμπνοια Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ που αξιοποιήθηκε κατά την περίοδο των δύο πρώτων μνημονίων και συνεχίζεται ώς τώρα. Η κατάρρευση της οικονομίας και οι επιπτώσεις της για το εργατικό δυναμικό, αλλά και για τη μικρή επιχειρηματικότητα, οδήγησαν στην ανατροπή του 2015 και την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της μετατόπισης προς τα αριστερά των μισθωτών, αλλά και μεσαίων στρωμάτων που ώς τότε είχαν αρκεστεί στην υποστήριξη των κομμάτων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξέφραζαν το κεφάλαιο και την αστική τάξη.

Το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η σημερινή κυβέρνηση είναι ότι με τη στρατηγική που επιβαρύνει τους μισθωτούς και μεταφέρει πόρους προς το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να εφαρμόσει πολιτικές ανασυγκρότησης. Το κεφάλαιο και η παραγωγική αστική τάξη είναι σε τέτοιο βαθμό αποδυναμωμένα, που δεν έχουν ούτε τη δύναμη ούτε την πρόθεση να ηγηθούν μιας ανάπτυξης που θα βασιστεί σε μια ισχυρή συμμαχία αστών και μεσοαστών, ακόμα κι αν παραμείνει πολιτικά αποδυναμωμένος ο κόσμος της εργασίας.

Αλλά αυτό το αδιέξοδο, όπου έχει οδηγήσει η πρωτοφανής κρίση του ελληνικού ιδιότυπου καπιταλισμού, δεν αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Αφορά και την αυριανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με όποιο όνομα επιλέξει ώς τότε. Η αδικαιολόγητη επιμονή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να σκέφτεται την ανάπτυξη ως δυτικοευρωπαϊκό κόμμα της δεκαετίας του ’60 δεν θα οδηγήσει πουθενά.

Ο φορντιστικός καπιταλισμός ήταν το καθεστώς που είχε προκύψει από την αποδοχή εκ μέρους της αστικής τάξης ενός κοινωνικού συμβολαίου με τον κόσμο της εργασίας, μέσω σημαντικών παραχωρήσεων σε ό,τι αφορά το βιοτικό επίπεδο και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Δεν υπάρχει σήμερα η δυνατότητα υιοθέτησης αυτού του συμβολαίου και η επιδίωξη του κεφαλαίου και των υπηρετών του είναι η σταθεροποίηση ενός καθεστώτος, το οποίο αποδυναμώνει πλήρως την πολιτική παρουσία του κόσμου της εργασίας (στρατηγική ήττα της Αριστεράς) και επιδιώκει την εγκαθίδρυση μιας καρικατούρας δημοκρατίας.

Ο μονόδρομος για την Αριστερά είναι η παραγωγική και πολιτική συγκρότηση του κόσμου της εργασίας (της πλειοψηφίας του πληθυσμού), με δημοκρατικές μεθόδους και θεσμούς, η οικοδόμηση ενός νέου καθεστώτος ικανού να σχεδιάσει την κάλυψη των αναγκών σε προϊόν και απασχόληση, σε αποτελεσματικές πολιτικές για το περιβάλλον και σε θεσμούς κοινωνικής δικαιοσύνης. Ενός καθεστώτος που θα βασίζεται σε συμφωνίες της πλειοψηφίας με όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Το κόμμα της Αριστεράς είναι καταδικασμένο να αποκτήσει τις γνωσιακές ικανότητες και τις πολιτικές λειτουργίες που υπηρετούν έναν τέτοιο προσανατολισμό.

* Ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν είναι οικονομολόγος

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)