to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Κάθε χρόνο Χριστούγεννα

Τέτοιες μέρες ο πατέρας μου ευχόταν «Καλή Πατρίδα». Το ίδιο θέλω να ευχηθώ και εγώ σήμερα. Γιατί όλο και περισσότερο νοιώθω πως, όταν βγούμε πάλι έξω, η πατρίδα που ξέραμε δεν θα είναι πια εδώ.


Φέτος, στη χώρα των Αετών, σ’ ένα χωριό ψηλά, λίγο έξω από εκείνη την πόλη με το ασημένιο κάστρο, εκείνο το βράδυ γύρω από τη γυναίκα και το βρέφος ήταν μόνο μερικά σπουργίτια, μια λεχώνα γάτα, τα γατάκια της, ένας γάιδαρος κι ένας άνθρωπος που είχε περάσει πολύ καιρό στις φυλακές και του ’χαν κόψει τη γλώσσα.

Ο άντρας φορούσε ένα χοντρό φούξια πουλόβερ, γκρι σκούφο, ένα κοτλέ σακάκι, ξεθωριασμένο φαρδύ τζιν παντελόνι και χαλασμένα παπούτσια. Στο πρόσωπό του, στην αριστερή πλευρά, είχε κουσούρι μια μουτσούνα σαν μισό χαμόγελο.

Το χαμόσπιτο του, που έστεκε απόμερο πάνω στο λόφο, δεν είχε ρεύμα απ’ την άνοιξη, από τότε που, με άλλους απ’ το χωριό, είχαν μπει στο στρατόπεδο, είχαν πάρει τα όπλα και αλάλαζαν πυροβολώντας στον αέρα.

Τώρα τα όπλα σκούριαζαν σαν παλιοκαιρισμένοι καρνάβαλοι, δίπλα στα φτυάρια, που το ξύλο της λαβής τους έλιωνε από τα χέρια που σαν θάλασσες τα δούλευαν κάθε μέρα στα χωράφια.
Μόνο φως ένα κερί.

Η γυναίκα έκοψε τον ομφάλιο λώρο και έδεσε την κοιλίτσα του μωρού.

Ο άντρας έβγαλε το σακάκι του και την πλησίασε, κούνησε μπρος-πίσω το κεφάλι του και έβγαλε ένα καθησυχαστικό μουγκανητό. Μετά χάιδεψε με το σκαμμένο του χέρι –έμοιαζε καμωμένο από κοκκινόχωμα– το κεφαλάκι του μωρού, με τις λίγες κολλημένες τρίχες.

«Δεν έχω κάνει χειρότερα Χριστούγεννα», είπε η γυναίκα.

Η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του άντρα και ξαπλώθηκε στο χώμα, για να έρθουν να τη θηλάσουν τα μικρά της.

«Πήγαινε να φέρεις ξύλα ν’ ανάψουμε φωτιά», είπε η γυναίκα και ο χωρικός σηκώθηκε, ξαναφόρεσε το πανωφόρι του και βγήκε έξω, αλλά αμέσως γύρισε.

Η γυναίκα τον κοίταξε απορημένη και σκέφτηκε ότι θα ξέχασε το τσεκούρι του ή κάτι τέτοιο. Εκείνος, όμως, πήγε στο παράθυρο, το ξεμαντάλωσε και άνοιξε τα παντζούρια, που ήταν κλειστά. Κι αμέσως άρχισε να χοροπηδάει σαν κατσίκι, πλημμυρισμένος από το φως που έμπαινε μέσα από το τζάμι, και το στόμα του ήταν επιτέλους ολόκληρο ένα χαμόγελο.

Έδειξε με το δάχτυλό του έξω από το παράθυρο, βγάζοντας πνιχτές φωνές, χωρίς να πάψει να χοροπηδάει. Η βροχή είχε σταματήσει, ο ουρανός είχε ανοίξει και ψηλά-ψηλά έλαμπε ένα μεγάλο αστέρι.

Η γυναίκα στο κρεβάτι έσκυψε μπροστά, αγκαλιάζοντας σφιχτά το μωρό, και το είδε. Το βλέμμα της ησύχασε δια μιας και το πρόσωπό της γλύκανε.

Ένας άντρας φάνηκε τότε στην πόρτα. Ήταν ο γιος του μανάβη, που σπούδαζε ιατρική στην πρωτεύουσα και είχε έρθει στο χωριό για τις γιορτές. Ο νεαρός περνούσε ετούτες τις μέρες πού και πού και την κοιτούσε.

Μπαίνοντας, ετοιμάστηκε να πει τα συνηθισμένα, αλλά με το που είδε το παιδί έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Όλο το φως του αστεριού λες και μαζευόταν πάνω στο βρέφος.

Λόγω της ημέρας, είχε φέρει μαζί του δώρο ένα πανέρι με καλούδια. Έτεινε τα χέρια του και το πρόσφερε στον άντρα, γιατί τα χέρια της γυναίκας κρατούσαν το μωρό.
Ο άντρας πήρε το πανέρι, και με τις χερούκλες του έβγαλε το καρό πανί που το σκέπαζε, κι από κάτω είχε μήλα, τυρί και ψωμί.

Ο φοιτητής, πλησίασε στο κρεβάτι, κάθισε οκλαδόν κάτω στο πάτωμα, δίπλα στη γυναίκα, και βάλθηκε να χαϊδεύει τη γάτα που θήλαζε τα μικρά της, χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από το βρέφος και χωρίς να λέει κουβέντα.

Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά και στην πόρτα πρόβαλε ο παπάς του χωριού να τους ευχηθεί και να πάρει το πεσκέσι του, αλλά σαν είδε το παιδί, λες και μαγεύτηκε, και το πρόσωπό του πρώτη φορά φωτίστηκε από τόση καλοσύνη. Έψαξε στη δεξιά τσέπη του ράσου του, έβγαλε από μέσα πέντε χρυσά νομίσματα που του είχε δώσει ο κοινοτάρχης και τα ακούμπησε πάνω στην κουβέρτα, μπροστά στο μωρό.

«Καλά Χριστούγεννα», είπε και γονάτισε δίπλα στο παράθυρο, απ’ όπου έμπαινε το φως του αστεριού, και άρχισε να προσεύχεται, μ’ έναν ήχο σαν ζεστό ποταμάκι.
Πήρε να ψέλνει και η φωνή του ήταν πιο μελωδική και πιο βαθιά από ποτέ: «Η γέννηση σου Χριστέ ο Θεός ημών..»

Και η πόρτα χτύπησε από μια ριπή του ανέμου κι έμεινε ανοιχτή. Από κάπου κοντά ακούστηκε μια αντρίκεια φωνή να ανεβαίνει

«…και μυρσίνη εσύ δοξαστική. Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά…».

Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε, λουσμένος στο φως του αστεριού, ο αδερφός του χωρικού, που γυρνούσε από την ξενιτιά, από τα νότια, από τη θάλασσα, φορτωμένος με δύο μεγάλα σακ-βουαγιάζ γεμάτα δώρα. Τα απίθωσε κάτω με το που διάβηκε το κατώφλι. Φίλησε τον αδερφό του και μετά έτρεξε και αγκάλιασε τη γυναίκα του και γέμισε φιλιά το παιδί τους. Το αγόρι τους, το αγόρι όλου του κόσμου, το ανθρωπάκι της θυσίας.

Κάθε χρόνο γεννιέται κι ένας καινούργιος μικρός Χριστός. Κάθε χρόνο σε άλλο μέρος. Κάθε χρόνο. Πράγμα που μας κάνει χίλιους εννιακόσιους εξήντα οχτώ σταυρωμένους, παλουκωμένους, διαμελισμένους, τουφεκισμένους, βομβαρδισμένους –ή ό,τι άλλο τέλος πάντων, ανάλογα με το γούστο της εποχής– θυσιασμένους ανθρώπους, κι άλλους τριάντα δύο που τραβάνε ακόμη τον αγκάθινο δρόμο τους, στην έρημο, στις φυλακές, στην προσφυγιά, στην εξορία, και σε ό,τι άλλο μπορεί να προσφέρει η φαντασία 2001 χρόνων Ιστορίας. 1968 και 32 κι ο μικρούλης μας, που δεν ξέρουμε πώς θα καταλήξει για να σώσει την ανθρωπότητα.

… και ήταν Χριστούγεννα που βγαίνουν τα καλικαντζαράκια.

31-12-2001

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)