to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Καταρρέει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Η κυβέρνηση και η πλειοψηφία του κόμματος επέλεξαν. Όρισαν το τραχύ έδαφος της διακυβέρνησης ως πεδίο μάχης με το κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ της νεοφιλελεύθερης κανονικότητας και επιβεβαίωσης του δεσμού με την κοινωνία. Η επιλογή αποτελεί ένα στοίχημα. Και η έκβαση του στοιχήματος είναι ανοιχτή. Σε πείσμα των βεβαιοτήτων και των απειλητικών προφητειών με τις οποίες μας βομβαρδίζουν η «νέα Δεξιά» και οι περιφερόμενοι θίασοι πολιτικών ποικιλιών


Η αντιπολίτευση, δεξιά και αριστερή, κοινονοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, χοροστατεί σε ένα ρέκβιεμ για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το λιμπρέτο αφηγείται την άνοδο και την πτώση, προαναγγέλλοντας την τελική κατάρρευση του εγχειρήματος. Δεξιοί και αριστεροί ψάλτες άδουν αντιστικτικά, αλλά η πολυφωνία συγκλίνει στο κοινό μήνυμα: είναι η ύβρις της «κυνικής κωλοτούμπας» που προκαλεί την ταχύτατη πτώση. Για κάποιους ως αποτέλεσμα μιας μετάλλαξης, για άλλους ως αυτονόητη συνέπεια μιας τυχοδιωκτικής ανόδου -θεολογία απλή και εύληπτη σε κάθε περίπτωση.

Αυτή η «αφήγηση» επικαλείται ως πραγματολογικό υπόβαθρο τα δημοσκοπικά ευρήματα και μια περιρρέουσα «ατμόσφαιρα» στο κοινωνικό σώμα. Δεν θεμελιώνεται σε μια συνολική ανάλυση της συγκυρίας. Προηγείται και υπαγορεύει η ίδια τις δικαιωτικές ερμηνείες του πολιτικού της στόχου για το κλείσιμο της «παρένθεσης». Σ’ αυτό το αμόνι χτυπούν όλα τα σφυριά: Τα δεξιά και τα κεντροαριστερά, για να εξαλειφθεί ένα πολιτικό αντιπαράδειγμα που βραχυκυκλώνει την επιστροφή της χώρας στην απολεσθείσα «κανονικότητα». Τα αριστερά, για να ηττηθεί ο φορέας του ταξικού συμβιβασμού και να αναγεννηθεί ο ριζοσπαστισμός της «ρήξης».

Τα έχουμε ξανακούσει σχεδόν όλα. Μόνο που τώρα εκφέρονται με μεγαλύτερη επιθετικότητα και απολυτότητα, συναρτημένες με την προφητεία του τέλους. Δεν περιμέναμε την υιοθέτηση από την Κεντροαριστερά μιας πολιτικής στάσης στοιχειώδους αλληλεγγύης. Η πλειοψηφία της έχει ήδη επιλέξει ως σύμμαχο τον κ. Μητσοτάκη και τους ακροδεξιούς πραιτωριανούς του, ρητά ή υπόρρητα. Περιμέναμε ωστόσο ότι για ορισμένους, η μνήμη του 1989, (όταν η κατάρρευση του κομμουνιστικού παραδείγματος ενεργοποίησε την κρίση και της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας) θα λειτουργούσε ως επίγνωση, ότι μια ενδεχόμενη εκλογική και πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει ένα ταυτόχρονο πλήγμα για κάθε εκδοχή της Αριστεράς· και για την κοινωνία, την έλευση της μακράς νύχτας της αυταρχικής, νεοφιλελεύθερης Δεξιάς. Ελπίζαμε, επίσης, ότι η κριτική από συλλογικότητες και άτομα της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν θα σήμαινε την αναβίωση της τριτοδιεθνιστικής θεωρίας περί του «κύριου εχθρού», που σήμερα «δείχνει» τον ΣΥΡΙΖΑ.

Όσοι, πέρα από τη Δεξιά του Κυρίου, ασπάζονται την εκτίμηση για την «παρένθεση» και προεξοφλούν την επαλήθευσή της, πράττοντας τα δέοντα, κάνουν -ηθελημένα ή μη- ένα σοβαρό λάθος:

Οι κεντροαριστεροί θιασώτες της θεωρούν την κοινωνική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ ως βραχύβιο και εύθραυστο αποτέλεσμα της συνάντησης μιας λαϊκιστικής παραμυθίας με την κατά βάση συντηρητική κοινωνική νοσταλγία του παρελθόντος των συντεχνιακών προνομίων· "ως πρόσκαιρη εναπόθεση ελπίδων σε μια δημαγωγική αντιμνημονιακήυπόσχεση που γρήγορα εξατμίστηκε, με τις επενδεδυμένες προσδοκίες να ακυρώνονται από τον κυνισμό της κωλοτούμπας". (Το διαρκώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο της εξαπάτησης των μαζών - ανώριμων και εξαχρειωμένων όταν συντάσσονται μαζί του, ώριμων όταν τον εγκαταλείπουν).

Οι εξ αριστερών υποστηρικτές της ανάγουν την έκπτωση στην κρίση των σχέσεων εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με τις θεμελιώδεις κοινωνικές του αναφορές: "Είναι σαφές ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων και της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορούν πλέον να εκπροσωπούνται από την κυβέρνηση εφ’ όσον αυτή θα υλοποιεί το 3ο Μνημόνιο", επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει συνειδητά τη «μετάλλαξη» ή επειδή το 3ο Μνημόνιο οριστικοποιεί την αμετάκλητη εγκατάσταση στην κοινωνική πραγματικότητα "μιαςκαταναγκαστικής, μη διαχειρίσιμης χρονικά συνθήκης, που διαμορφώνει το μέλλον με τους δικούς της όρους".(Η «προ-πολιτική» αντίληψη του αριστερού κόμματος ως έκφρασης «συμφερόντων» και ο ασφυκτικός ντετερμινισμός των αντικειμενικών συνθηκών, που εκ προοιμίου ακυρώνει κάθε δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης ).

Και οι δύο προσεγγίσεις κατασκευάζουν την αφήγηση της πτώσης επιλεκτικά και προτείνουν μια απλουστευτική ερμηνεία της σχέσης κοινωνικού - πολιτικού. «Ξεχνούν», για παράδειγμα, το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 μετά τη συμφωνία του Ιουλίου, που δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με όρους «αδράνειας» της εκλογικής συμπεριφοράς του κοινωνικού σώματος.Αφαιρούν από τη σύνθετη σχέση ενός πολιτικού υποκειμένου με την κοινωνία την ιστορική μνήμη, τις ιδέες, την αξιακή διάσταση· στοιχεία που χωρίς αυτά η σχέση περιορίζεται σε μια εκπροσώπηση συνδικαλιστικού τύπου. Κατακερματίζουν τη μεγάλη εικόνα.

Επιβάλλεται λοιπόν να επιστρέψουμε σ’ αυτήν. Να ανακαλέσουμε στη μνήμη τη συνολική περίοδο, από το 2010 και μέχρι σήμερα, κόντρα σε μια συστηματική εκστρατεία λήθης. Να ερμηνεύσουμε, μ’ έναν στοιχειώδη ορθολογισμό, το γιατί και το πώς της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το σοκ που προκαλεί το 3ο Μνημόνιο. Να προτείνουμε έναν εναλλακτικό «πολιτικό απολογισμό» χωρίς υπεκφυγές, ωραιοποιήσεις και θρήνους, θέτοντάς τον στη δοκιμασία μιας δημόσιας συζήτησης:

* H πολιτική ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προκύπτει ως παθητική υποδοχή της κοινωνικής διαμαρτυρίας και ως αποτέλεσμα ενός αντιμνημονιακού λόγου, εν πολλοίς πολιτικά και προγραμματικά ακατέργαστου. Εμπεριέχει και στοιχεία κατάφασης σε μια ταυτότητα και στις αδρές γραμμές ενός πολιτικού σχεδίου που ιχνηλατεί μια εναλλακτική κοινωνική προοπτική. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται με τα κοινωνικά του στηρίγματα είναι ένα πρόπλασμα, μια δυνατότητα για μια ηγεμονία διάρκειας και βάθους. Η αμφισβήτηση του μονόδρομου της λιτότητας ως θετικής επιλογής οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και ο ευρωπαϊσμός που θέτει με άμεσο τρόπο το ζήτημα για ένα δημοκρατικό - προοδευτικό αναπροσανατολισμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης εγγράφονται στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας ως θετικά κεκτημένα, δύσκολο να κλειστούν στη φαντασίωση της «παρένθεσης».

* Από απέναντι, αντιπαρατίθεται αδιάλειπτα ο υστερικός αρνητισμός, που εξαντλείται σε απελπισμένα ερωτήματα του τύπου "ποιος θα διώξει τον Έλληνα Μαδούρο" ή στη ρητορική της «ρήξης», και που μονίμως συναντιέται με το κενό της κοινωνικής συγκατάθεσης.

* Η διεκδίκηση και η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αποτελούν για τη χώρα μια ιστορική τομή, σηματοδοτώντας την αφετηρία μετάβασης σ’ έναν νέο ιστορικό κύκλο. Το «συμβάν» γίνεται σημείο αναφοράς στο πλαίσιο της έρπουσας ευρωπαϊκής κρίσης, σε πείσμα της μυθολογίας περί της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Η Αριστερά βγαίνει από το περιθώριο, η κατάρρευση του ιστορικού δικομματισμού ολοκληρώνεται. Οι πολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης αλλάζουν. Η φάση της μετάβασης δεν έχει ολοκληρωθεί. Τα χαρακτηριστικά του νέου ιστορικού κύκλου αποτελούν τα επίδικα μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης εδώ και στην Ευρώπη, της οποίας η σφοδρότητα θα ενταθεί. Ο Ιούλιος του '15 δείχνει ότι η εξέλιξη δεν θα είναι γραμμική· η φάση μετάβασης θα είναι η περίοδος της «μεγάλης δοκιμασίας»: για τις διαφορετικές στρατηγικές, για τις πολιτικές πρακτικές και την πολιτική ηθική, για την κοινωνία, για όλα τα πολιτικά υποκείμενα και πρωτίστως για τον ΣΥΡΙΖΑ, ως κεντρικής δύναμης του κομματικού συστήματος.

* Η συμφωνία του Ιουλίου είναι ένα ορόσημο της μεταβατικής φάσης. To αποτύπωμά της είναι βαρύ. Προκαλεί σιωπές, αμηχανία, μια ενοχική απολογητική από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γίνεται να την παρακάμψουμε, να την υποβαθμίσουμε, να την αντιμετωπίσουμε με ασάφεια. Δεν αρκεί ο χαρακτηρισμός της (ήττα, συνθηκολόγηση, επώδυνος συμβιβασμός, τακτική αναδίπλωση), η αυτονόητη επίκληση των δυσμενών συσχετισμών (που τους γνωρίζαμε από πριν), η εκ των υστέρων κριτική σ’ έναν ριψοκίνδυνο βολονταρισμό, τα ερωτήματα για την επάρκεια της διαπραγμάτευσης. Και δεν προσφέρει τίποτα η αλλοπρόσαλλη και κυνική καταγγελία της αντιπολίτευσης που δεν δηλώνει τη σκοπιά της. Δεν πρέπει να σταθούμε μόνο στις προφανείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μη συμφωνίας. Το κεντρικό πρόβλημα είναι να την αποτιμήσουμε ως στρατηγική και πολιτική επιλογή.

* Την ύστατη στιγμή της διαπραγμάτευσης, κυβέρνηση και κόμμα βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αμείλικτο πολιτικό δίλημμα με προφανείς στρατηγικές συνέπειες: ρήξη, απόσυρση από την ευθύνη της διακυβέρνησης και αλλαγή στρατηγικού παραδείγματος ή διαχείριση μιας συμφωνίας (που στον σκληρό της πυρήνα εξακολουθεί να διαπνέεται από τη λογική της εωτερικής υποτίμησης) και παραμονή στο πεδίο των ευρωπαϊκών συγκρούσεων ως δύναμη διακυβέρνησης; Επανέκδοση της αντίληψης της μακράς πορείας στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων, αμόλυντοι από τις ιώσεις του κυβερνητισμού, ή μια πεισματική προσπάθεια να υλοποιηθούν ψηφίδες του παράλληλου προγράμματος, να πραγματοποιηθούν δομικές αλλαγές στο σύστημα της πιολιτικής εξουσίας, μέσα από έναν παρατεταμένο πόλεμο θέσεων; Η κυβέρνηση και η πλειοψηφία του κόμματος επέλεξαν. Όρισαν το τραχύ έδαφος της διακυβέρνησης ως πεδίο μάχης με το κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ της νεοφιλελεύθερης κανονικότητας και επιβεβαίωσης του δεσμού με την κοινωνία. Η επιλογή αποτελεί ένα στοίχημα. Και η έκβαση του στοιχήματος είναι ανοιχτή. Σε πείσμα των βεβαιοτήτων και των απειλητικών προφητειών με τις οποίες μας βομβαρδίζουν η «νέα Δεξιά» και οι περιφερόμενοι θίασοι πολιτικών ποικιλιών.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)