to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

2:17 | 07.02.2016

Πολιτική

Καμίλο Σιενφουέγος: «Εδώ δεν παραδίνεται κανείς, διάβολε!»

Ο Καμίλο Σιενφουέγος, επονομαζόμενος και «Διοικητής του Λαού», ένας από τους σημαντικότερους και πιο λαοφιλείς ηγέτες της Κουβανικής Επανάστασης, πιστός σύντροφος του Φιντέλ και αχώριστος φίλος του Τσε, συγκέντρωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν λαογέννητο ηγέτη δοσμένο στην υπόθεση των καταπιεσμένων και ταγμένο στην εκπλήρωσή της.


“Έμαθα τον Καμίλο πριν τον γνωρίσω μέσω μιας φράσης που έγινε σύμβολο: ήταν τη στιγμή της καταστροφής στο Αλεγρία δε Πίο. Εγώ ήμουν πληγωμένος, πεσμένος σε ένα ξέφωτο και δίπλα μου ένας σύντροφος αιμορραγούσε, πυροβολώντας με τα τελευταία του φυσίγγια για να πεθάνει παλεύοντας. Ακούστηκε μια διαβολική φωνή «Είμαστε χαμένοι, πρέπει να παραδοθούμε». Και μια αντρική φωνή, που την αναγνώρισα ως τη φωνή του λαού, φώναξε από κάπου «Εδώ δεν παραδίνεται κανένας, διάβολε!».”
(Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα για τον Καμίλο)

camilo5

Ο Καμίλο Σιενφουέγος, επονομαζόμενος και «Διοικητής του Λαού», ένας από τους σημαντικότερους και πιο λαοφιλείς ηγέτες της Κουβανικής Επανάστασης, πιστός σύντροφος του Φιντέλ και αχώριστος φίλος του Τσε, συγκέντρωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν λαογέννητο ηγέτη δοσμένο στην υπόθεση των καταπιεσμένων και ταγμένο στην εκπλήρωσή της.

Συνδύαζε την αντιιμπεριαλιστική και ριζοσπαστική σκέψη με το θάρρος και την τόλμη. Ξεχώρισε ως πρότυπο μαχητή, μοναδικό παράδειγμα πειθαρχίας και υπευθυνότητας, επιτελικό πνεύμα αλλά και μπροστάρης στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές. Αγαπήθηκε από το λαό για τη δράση του αλλά και για την απλότητά του. Και ο πάντα χαμογελαστός Καμίλο αγαπούσε και σεβόταν το λαό, γι’ αυτό και τάχτηκε από νωρίς στην υπεράσπιση των συμφερόντων του, ενάντια στην εκμετάλλευση και τον ιμπεριαλισμό που τον δυνάστευαν. Ο Καμίλο ήταν ο ορισμός του επαναστάτη· ένας «επαναστάτης από την κορφή ως τα νύχια».

Γεννήθηκε στις 6 Φλεβάρη του 1932 σε μια γειτονιά της Αβάνας. Από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετέχει στην αντιδικτατορική πάλη για την ανατροπή του δικτάτορα-μαριονέτα των ΗΠΑ Φλουχένσιο Μπατίστα. Τον Δεκέμβρη του 1955 τραυματίζεται από σφαίρα κατά τη διάρκεια διαδήλωσης. Αργότερα, κυνηγημένος από την ανέχεια και τις αστυνομικές αρχές διαφεύγει στις ΗΠΑ, απ’ όπου όμως σύντομα ―χωρίς χαρτιά― απελαύνεται στο Μεξικό. Εκεί γνωρίζεται με τον Φιντέλ.

CAMILO2

Είναι ένας από τους 82 αντάρτες του Φιντέλ που ξεκίνησαν το 1956 από το Μεξικό με το θρυλικό πλοιάριο «Γκράνμα» και αποβιβάστηκαν στις ακτές της Κούβας, ξεκινώντας την τελική φάση της Επανάστασης. Από τους λίγους επιζήσαντες μετά την επίθεση που δέχτηκαν από το στρατό του Μπατίστα κατά την αποβίβαση, μαζί με τον Φιντέλ και τον Τσε κατευθύνονται προς την οροσειρά Σιέρα Μαέστρα.

Τον Απρίλη του 1958 του απονεμήθηκε ο βαθμός του Ταγματάρχη (ο υψηλότερος βαθμός των ανταρτών). Γνωστός και ως «ήρωας του Γιαγκουαχάι», πρωτοστάτησε στην επαναστατική δραστηριότητα του κινήματος «26 Ιούλη» και ηγήθηκε δυνάμεων των ανταρτών επιτυγχάνοντας στρατηγικής σημασίας νίκη επί των δυνάμεων του Μπατίστα, στην περίφημη μάχη του Γιαγκουαχάι τον Δεκέμβρη του 1958. Μαζί με τον Φιντέλ, τον Ραούλ και τον Τσε, πρωτοστάτησε στο στέριωμα του αντάρτικου κινήματος στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα και ως διοικητής της Δεύτερης Φάλαγγας, μαζί με τον Τσε, συμμετείχε στην κατάληψη της Σάντα Κλάρα.

CAMILO1

Ο Καμίλο, που μπήκε νικητής τον Γενάρη του 1959 στην Αβάνα με τον Φιντέλ, τον Τσε, τον Ραούλ και τους άλλους «μπαρμπούντος», πρόλαβε να ζήσει τον θρίαμβο της Επανάστασης, όχι όμως και να προσφερει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο χτίσιμο της λαϊκής εξουσίας και τις μετέπειτα καταχτήσεις. Στις 28 Οκτώβρη της χρονιάς της νίκης, το δικινητήριο αεροσκάφος Τσέσνα 310 που πιλοτάριζε ο Λουσιάνο Φαρίνας με συνεπιβάτες τον κομαντάντε Καμίλο Σιενφουέγος και τον στρατιώτη Φέλιξ Ροντρίγκες, επιστρέφοντας από το Κάμαγουεϊ στην Αβάνα, μετά από την εκπλήρωση αποστολής, εξαφανίζεται μυστηριωδώς πάνω από τα νερά του ωκεανού. Όσες έρευνες και αν έγιναν από τότε για τις συνθήκες του δυστυχήματος, όλες οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, και δεν βρέθηκαν ποτέ οι σοροί ούτε συντρίμμια του αεροσκάφους.

H απώλεια του κομαντάντε είναι μεγάλη για τον κουβανικό λαό και για την υπόθεση της Επανάστασης. Ο Καμίλο γίνεται είδωλο της Κουβανικής Επανάστασης, τραγούδι στα χείλη των Κουβανών που τον αγαπούν και τον ευγνωμονούν· η φωτογραφία του κρεμιέται στα δωμάτια των φτωχόσπιτων της Κούβας δίπλα σε αυτή του Φιντέλ και ο αγαπημένος του σύντροφος και φίλος Τσε δίνει το όνομα Καμίλο σε ένα από τα παιδιά του.

Κάθε χρόνο, από το 1959 μέχρι σήμερα, στις 28 Οκτώβρη χιλιάδες παιδιά στην Κούβα αποτίουν φόρο τιμής στο σπουδαίο επαναστάτη ρίχνοντας στη θάλασσα «ένα λουλούδι για τον Καμίλο», ενώ από το παράδειγμά του εμπνέονται εκατομμύρια άνθρωποι, όλων των ηλικιών, που γαλουχήθηκαν με τα ιδανικά της Επανάστασης στην Κούβα, και εκατομμύρια αγωνιστές σε όλον τον πλανήτη που παλεύουν για μια νέα κοινωνία, σοσιαλιστική.

Προς τιμήν του έχει ανεγερθεί μουσείο στο Γιαγκουαχάι, έξι στρατιωτικά γυμνάσια, σχολεία και ένα πανεπιστήμιο φέρουν το όνομα του, ενώ η μορφή του κοσμεί την εξωτερική πλευρά του υπουργείου Τηλεπικοινωνιών και Πληροφορικής στην πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα, μέσα από ένα γιγαντιαίο σιδερένιο γλυπτό.

kamilo2

Το έργο με το περίγραμμα του προσώπου του Καμίλο φιλοτέχνησε ο Ενρίκε Άβιλα Γκονσάλες (ο ίδιος εικαστικός καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε και τη μορφή του Τσε σε ανάλογο μνημείο που κοσμεί την πρόσοψη του υπουργείου Εσωτερικών στην ίδια πλατεία, καθώς και του κομαντάντε Χουάν Αλμέιδα Μπόσκε στην πρόσοψη του θεάτρου Ερέδια, στην πλατεία της Επανάστασης Αντόνιο Μασέο στο Σαντιάγο της Κούβας) και τοποθετήθηκε το 2009 με τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από το θάνατό του. Στο κάτω μέρος του γλυπτού υπάρχουν τα λόγια του Καμίλο προς τον Φιντέλ, όταν ο ηγέτης της Κουβανικής Επανάστασης ανακοίνωνε ότι ένα μεγάλο στρατόπεδο θα μετατρεπόταν σε σχολείο: «Καλά πας Φιντέλ».

*******************************************

"Πολύ γρήγορος για να ζήσει -πολύ νέος για να πεθάνει"

Ήταν κάποτε ένα ανήσυχο παιδί που μεγάλωνε στις συνοικίες της Αβάνας. Με το σχολείο δεν τα πήγαινε καλά – όμως, κάθε Σάββατο του Φεβρουαρίου (όταν γινόταν το καρναβάλι) τρύπωνε στην πομπή των Μαρκησίων, γιατί πολύ του άρεσαν τα όμορφα ρούχα και η ειρωνεία τους. Και ο χορός –του παιδιού του άρεσε ο χορός, το ποτό και το καλό φαγητό. Αλλά, πάνω απ’ όλα, οι γυναίκες.
Το παιδί έφυγε μετανάστης στην Αμερική για να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Εκεί, βαρέθηκε να δουλεύει σερβιτόρος και γκρουμ στα ξενοδοχεία, μέχρι που άρχισε τις μαλακίες και τους ανάγκασε να τον απελάσουν. Βλέπεις, το παιδί δεν τα πήγαινε καλά με τα οικονομικά και δεν είχε ούτε λεφτά να γυρίσει πίσω.
Πίσω στην Αβάνα γινόταν της κακομοίρας. Ο κόσμος διαδήλωνε κατά του Μπατίστα και οι μπάτσοι είχαν συλλάβει τον μεγάλο αδελφό του παιδιού, γιατί ήταν κομμουνιστής. Το παιδί, χωρίς να το καταλάβει, μπλέχτηκε σε μια διαδήλωση φοιτητών. Τον μάγκωσαν οι μυστικοί και τον σακάτεψαν με τα ρόπαλα. Έφαγε και μια σφαίρα στο πόδι από τους φανερούς.
Όταν τον μετέφεραν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ο κόσμος τον αποθέωνε, λες και ήταν ήρωας. Τότε το παιδί κατάλαβε πως έπρεπε κάτι να κάνει. Δεν γούσταρε να τον βαράνε ούτε γι’ αστείο. 
Την ξανάκανε για τις ΗΠΑ, αλλά, τώρα ήταν περαστικός μόνο. Πήγαινε στο Μεξικό να βρει εκείνο τον δικηγόρο, τον Φιδέλ που κάτι ετοίμαζε. Και σε λίγο καιρό ξαναμπήκε στην Κούβα (του άρεσαν, βλέπεις, οι μετακινήσεις του παιδιού) στοιβαγμένος μαζί με τους άλλους 82 του Granma. Που έμειναν 12 όταν έπεσαν στην παγίδα του στρατού. Τότε ήταν που τον έμαθε ο Τσε. Βασικά δηλαδή τη φωνή του άκουσε, ενώ οι στρατιώτες τους λιάνιζαν μέσα στη νύχτα και κάποιοι έλεγαν να παραδοθούν, να γλιτώσουν. Το παιδί σηκώθηκε όρθιο και φώναξε αυτό που έμεινε στην Ιστορία σαν «Εδώ δεν παραδίνεται κανείς, διάβολε». Ο Τσε έγραφε βέβαια πως δεν το είπε έτσι ακριβώς, χρησιμοποίησε λέξεις που αρχίζουν από γαμ.. (γάμος;) και από αρχ.. (αρχαιρεσίες;) –αλλά πάντως το νόημα αυτό ήταν. Γιατί το παιδί έβριζε κιόλας, στα γεμάτα.
Όταν οργανώθηκαν οι «μουσάτοι» του Φιδέλ, το παιδί έγινε αρχηγός της εμπροσθοφυλακής, γιατί ήταν γρήγορος και ασυγκράτητος. Τότε έγινε κολλητός με τον Τσε, ο οποίος τον είχε από κοντά γιατί ήταν απείθαρχο και ιδιότροπο το παιδί. Και του άρεσε πολύ ο χαβαλές, αυτό που οι Κουβανοί λένε «ξέδομα». Την εποχή της μεγάλης πείνας στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, το παιδί κόντεψε να τον τρελάνει τον Τσε περιγράφοντάς του πώς έφτιαχνε το αρνάκι στο φούρνο η μάνα του. Άλλη φορά, ο Τσε χρειάστηκε να τον τραβήξει με το ζόρι έξω από ένα σπίτι χωρικών –γιατί το παιδί είχε πλακωθεί στο φαγητό και το κρασί την ώρα που οι στρατιώτες του Μπατίστα κύκλωναν το σπίτι. Είπαμε, του άρεσε η καλοπέραση του παιδιού –αλλά όταν ξέμεινε από γάλα ο Τσε, (γιατί τα κουτιά του είχαν γίνει σαν ελβετικό τυρί από τις σφαίρες) το παιδί έδωσε το δικό του κι έμεινε νηστικό. 


Όταν μεγάλωσε ο στρατός των «μουσάτων», το παιδί έγινε κομαντάντε. Πήρε λοιπόν τους δικούς του και άρχισε να κάνει κόντρες με τον Τσε για το ποιος θα καταλάβει περισσότερα στρατόπεδα. Παιδικά πράγματα δηλαδή. Σε μια μάχη τραυματίζεται στο πόδι, αλλά γυρίζει πίσω για να σώσει το όπλο του και αρπάζει ακόμα μια σφαίρα που μπαίνει από το υπογάστριο και βγαίνει από το πλευρό του.
Κλέβει ιδέες από ταινίες γουέστερν για να καταλάβει τα οχυρά, μέχρι ένα τρακτέρ μετέτρεψε σε άρμα μάχης (το κάλυψε με φύλλα ατσάλι, του κόλλησε ένα φλογοβόλο το βάφτισε και Δράκο) και το πέταξε στο στρατόπεδο του Γιαγκουαχέι. Και εφαρμόζει, μαζί με τον Τσε, τον νόμο των Μάου Μάου στις μάχες. Πάει να πει –όταν όλοι είναι στο έδαφος και οι σφαίρες περνάνε πάνω από τα κεφάλια τους, σηκώνονται όρθιοι και φωνάζουν στον αντίπαλό τους απέναντι: «Ε, Τάδε, κοίτα με! Ο Νόμος των Μάου Μάου!» και αδειάζουν όρθιοι το όπλο τους επάνω του. Μετά, ζητάνε από τον αντίπαλο να τους μιμηθεί. Τα βλέπει αυτά ο Φιδέλ και τους σκυλοβρίζει γιατί δεν θέλει να χάσει τους κομαντάντε του από παιδιάστικες βλακείες.
Οι πλάκες του παιδιού συνεχίζονται, μια φορά μαγειρεύει δυο γάτες και καλεί τον Τσε σε γεύμα, βάζοντας στοίχημα πως όταν ο Αργεντίνος μάθαινε το μενού, δεν θα έτρωγε μπουκιά. 

«Η υπόθεση μου βρωμάει καπετάνιο», λέει ο Τσε που έχει ψυλλιαστεί το σκηνικό. «Περάστε κομαντάντε», υποκλίνεται το παιδί με επισημότητα μπροστά στο στρωμένο τραπέζι. Την επόμενη μέρα, ρίχνει το άλογό του στην αιώρα του κοιμισμένου Τσε και τον πετάει στο έδαφος. Οι αντάρτες τρομάζουν –ξέρουν πως οι εκρήξεις οργής του Αργεντίνου είναι μυθικές. Ο Τσε σηκώνεται, τον κοιτάζει και του λέει «θυμήσου ότι είναι παρόντες οι άντρες μου» -μετά τον αγκαλιάζει και φεύγουν παρέα.
Παράξενα γράμματα ανταλλάσουν οι δυο τους, όταν χωρίζουν οι ομάδες τους στα βουνά. Φλογερά, παιδιάστικα:
«Τσε, είθε οι άγνωστοι θεοί να σ΄ έχουν γερό. Πήρα το μήνυμά σου και μπερδεύτηκα –ή πολύ ευχαριστημένος είσαι ή πολύ απαισιόδοξος. Εγώ, εδώ δεν έχω παραλάβει ούτε άντρες, ούτε σφαίρες, ούτε Μ1, ούτε βόμβες, με λίγα λόγια τίποτα… Καθώς σκέφτομαι ότι θα έρθεις σύντομα, δε σου γράφω πολλά. Θα κάνουμε από κοντά μια μεγάλη και αναλυτική κουβέντα … Να γράφεις πιο καθαρά. Ακόμα δεν έχω καταλάβει μερικά σημεία του μηνύματός σου. Δεν γνώριζα ότι ήξερες τόσο καλά κινέζικα … Σε περιμένουμε με ανοιχτέ αγκάλες. Κ1000».


Κι ο Τσε του απαντάει: «Φτωχοδιάβολε, πήρα το μήνυμά σου πάνω που ετοιμαζόμουν να’ ρθω στην περιοχή σου και να βάλω τα δυο πόδια του (δεν διαβάζεται) σ’ ένα παπούτσι. Έχω την άδεια του γίγαντα να το κάνω … Σ’ αυτή την περιοχή μπορείς να δράσεις όπως σου κάνει κέφι, αλλά μη ριψοκινδυνεύσεις πολύ, για να μπορέσεις να δεις το τέλος του γλεντιού, που φαίνεται να πλησιάζει πια. Σου στέλνω ακόμα αυτό το μικρό αναμνηστικό από μια νύχτα στην Οτίλια: ‘’Εμαθα από βιβλία παλιά/ που γεμάτα γνώση για το μέλλον είναι/ ότι κανείς δεν φτάνει ποτέ μακριά/ αν ξοπίσω του πηγαίνω εγώ, κρετίνε’».

Όταν έρχεται κάποιος αμερικάνος δημοσιογράφος για να του πάρει συνέντευξη, πάνω στα βουνά –απαντάει στις φήμες που θέλουν ρωσικά υποβρύχια να υποστηρίζουν τον αγώνα τους: «ναι, έχουν έρθει δυο ή τρία, είναι από αυτά που βγάζουν κάτι μεταλλικά ποδαράκια, βγαίνουν από τη θάλασσα και μπορούν να ανέβουν μέχρι την οροσειρά». Κι ο δημοσιογράφος μένει εντελώς μαλάκας, γιατί αυτά του τα λέει με πολύ σοβαρό και αυστηρό ύφος ο κομαντάντε –αναρωτιέται αν θα πρέπει να τον πιστέψει ή όχι.

Μέχρι που οι «μουσάτοι» νίκησαν και μπήκε στην Αβάνα, το παιδί, στο ίδιο τζιπ με τον Φιδέλ.

 

Τώρα όλοι του ζητούσαν να τους πει ιστορίες από την ένδοξη εποχή. Κι αυτός τους έλεγε για εκείνη τη φορά που είχε κλέψει η ομάδα του Τσε κάτι κράνη από τους στρατιώτες κι αυτός με την δίκη του ομάδα -όταν τους είδαν, άρχισαν να τους πυροβολούν ανελέητα και τους καθήλωσαν πίσω από κάτι δέντρα. Μέχρι που ο Τσε έδεσε ένα λευκό μαντήλι σε ένα κλαδί και άρχισε να το κουνάει για να παραδοθεί. «Είμαι ο μόνος που έπιασε αιχμάλωτο τον Τσε» έλεγε και αυτό ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμά του στην επανάσταση. Και όταν μπήκε ο Τσε στην Αβάνα και ο κόσμος τον αποθέωνε, εκείνος τον έπιασε παράμερα και του είπε: «Τσε, βρήκα τι θα κάνω. Θα σε βάλω σε ένα κλουβί να σε γυρνάω στην Κούβα να χεστούμε στα χρήματα». 
Όταν ο Φιδέλ συνέλαβε τον κομαντάντε Ούμπερ Μάτος (ο οποίος ήταν αντι-κομμουνιστής και είχε στραβώσει με την προσέγγιση των αδελφών Κάστρο στη Σοβιετική Ένωση), το παιδί πήρε διαταγή να πάει στο Καμαγκουέι, να κάνει έρευνα για τον Μάτος. Έφυγε με ένα Τσέσνα και χάθηκε πάνω από τον ωκεανό. Μάταια στην Αβάνα ο κόσμος περίμενε στα ραδιόφωνα να μάθει νέα –το Τσέσνα δεν εμφανίστηκε πουθενά. 
Ήταν 28 Οκτωβρίου του 1959 και ο Καμίλο Σιενφουέγος μόλις είχε κλείσει τα 27. Στην Αβάνα, η Μαλεκόν γεμίζει κάθε χρόνο, εκείνη τη μέρα, από κοπέλες που ρίχνουν λουλούδια στη θάλασσα –για τον Καμίλο. Γιατί το παιδί ήταν και γόης.

 

Posted by...The Motorcycle boy at 10:30 π.μ.

 

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)