Ο Αμερικανός Πρόεδρος γνωστοποίησε, αρχικά, δημόσια την επιλογή αυτή τον Ιούνιο του 2017, όμως λόγω ειδικών διατάξεων του ΟΗΕ, που είχαν επικυρωθεί από την διακυβέρνηση Ομπάμα, η επίσημη νομική αποχώρηση μπορούσε να ενεργήσει από σήμερα, μία μέρα μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση που είχε θέσει η προεδρία Ομπάμα, προβλέπεται ότι οι ΗΠΑ μπορούν να επανεισέλθουν στη Συμφωνία στο μέλλον, αν το επιθυμήσει κάποιος Πρόεδρος. Στην προκειμένη περίπτωση ο Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί προεκλογικά πως αν εκλεγεί οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν ενεργά στη διεθνή συμφωνία για το κλίμα.
Συγκεκριμένα, παρόλο που η Συμφωνία του Παρισιού υπογράφηκε το Δεκέμβριο του 2015, τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοέμβρη του 2016, ένα μήνα αφότου υπέγραψαν τουλάχιστον 55 χώρες που ευθύνονται για το 55% των συνολικών εκπομπών ρίπων. Έτσι, κανένα σύμφωνο μέρος δεν μπορούσε να αποχωρήσει νομικά πριν περάσει ένα χρονικό διάστημα τριών χρόνων από τη μέρα επικύρωσης. Βέβαια, ακόμη και υπό αυτούς τους όρους η χώρα που επιθυμεί να αποχωρήσει οφείλει να προειδοποιήσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν το πράξει επίσημα. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ υπέβαλλαν την αποδέσμευσή τους από τη Συμφωνία πέρυσι την ίδια μέρα, και παρέμεναν μέχρι και σήμερα μέρος της.
Διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του ΟΗΕ ερμηνεύουν αυτή την εξέλιξη ως αποτέλεσμα των λανθασμένων χειρισμών του πρώην Προέδρου Ομπάμα, ο οποίος έβαλε τις ΗΠΑ στη Συμφωνία χωρίς να την καταθέσει αρχικά για επικύρωση στην αμερικανική Γερουσία και το Κοινοβούλιο. «Αυτό που έκανε ο Ομπάμα στο τέλος της δεύτερης θητείας του είναι ουσιαστικά αντιδημοκρατικό, αφού υπέγραψε τη Συμφωνία του Παρισιού με εκτελεστική εντολή, παρακάμπτοντας τη Γερουσία και το Κονγκρέσο, που θα μπορούσαν να παγιώσουν τη λειτουργία της Συμφωνίας», εξηγεί ο Ίβο ντε Μποέρ, πρώην υπέυθυνος του ΟΗΕ για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. «Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ», συμπεραίνει.
Τι σηματοδοτεί η αποδέσμευση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία
Δεδομένου ότι η χώρα ευθύνεται για το 15% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα, παραμένοντας στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομικής πυραμίδας, δημιουργεί προβληματισμούς η κίνησή της όσον αφορά στην εμπιστοσύνη και την προσήλωση της παγκόσμιας οικονομίας γύρω από την κοινή στρατηγική που χαράσσεται για την κλιματική αλλαγή. Ήδη διεθνείς ενεργειακοί γίγαντες που απαρτίζουν τη Συμφωνία, όπως το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία κρατούν μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στις κατευθύνσεις του σχεδίου αντιμετώπισης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, καθώς υπάρχουν επιφυλάξεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους από αυτή τη σύμπραξη. Εκτιμάται ότι οι «καθυστερήσεις που παίζουν» επιδιώκουν την εξασφάλιση ευνοΐκότερων όρων για τις ίδιες.
Χαρακτηριστικά, ο Ντόναλντ Τραμπ αιτιολόγησε την επιλογή αποδέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών στο περιεχόμενο της Συμφωνίας, το οποίο θέτει σε μειονεκτική θέση την αμερικανική ενεργειακή αγορά και την ανάπτυξή της -στη βάση των ορυκτών καυσίμων- προς όφελος άλλων ανταγωνιστών της όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, που πριμοδοτούν την πράσινη ανάπτυξη.
Η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα του 2015, διαμορφώνει ένα σχέδιο ανάσχεσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, στοχεύοντας στην διατήρηση της αύξησης της πλανητικής θερμοκρασίας κάτω των 2 βαθμών Κελσίου για αυτό τον αιώνα -σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή-, και ακόμη παραπέρα στη μείωση της τάσης της στον 1,5 βαθμό σε βάθος χρόνου.
Με πληροφορίες από το BBC