to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ιταλία: Παραλλαγές του Κόκκινου ή Μαύρη Συμφωνία

Η κυβερνητική κρίση στην Ιταλία είναι δημιούργημα του Ρέντσι, ο οποίος απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση με αστείες προφάσεις (δυσλειτουργία στην κυβέρνηση, προσωπική σύγκρουση με Κόντε), αλλά απαιτούσε να ληφθούν και τα δάνεια του ESM.


Από τη μία, ο Ρέντσι διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας, σε κυβέρνηση συνασπισμού ανεξαρτήτως πρόσημου. Από την άλλη, εκπροσωπεί μια οικονομική ελίτ που πιέζει το κυβερνητικό μπλοκ για μεγαλύτερη πρόσβαση στα κεφάλαια του Recovery Plan και επιδιώκει τη χρηματοδότηση μέσω ESM για να καρπωθεί τα κεφάλαια, παρότι κάτι τέτοιο σημαίνει μνημόνιο για τον ιταλικό λαό.

Η κρίση, συνεπώς, αφορά και μια ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση στην ιταλική ελίτ. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στον Ρέντσι ανάγκασε τον κυβερνητικό συνασπισμό να αναζητά εναλλακτικές λύσεις μέσω του μικτού γκρουπ της Γερουσίας. Ο Κόντε πήρε καθαρή πλειοψηφία σε Βουλή και οριακή σε Γερουσία (156+1), αλλά θα χρειαστεί πλειοψηφίας 161 γερουσιαστών, για να μακροημερεύσει. Φαίνεται ότι προς το παρόν τα κατάφερε. Η απειλή της ακροδεξιάς φέρνει συναινέσεις στο συνταγματικό τόξο.

Όμως, η κρίση έχει ρίζες στην κρίση των πολιτικών κομμάτων και στην κρίση της πολιτικής, στη χώρα του Γκράμσι, της Ροσάντα, του Ινγκράο.

Μια διττή κρίση με αφετηρία το τέλος της Α’ Ιταλικής Δημοκρατίας (1948-1992), με  τη διάλυση Χριστιανοδημοκρατίας (DC) και Σοσιαλιστών (PSI) -που κυβέρνησαν για 44χρόνια- και τη «μετάλλαξη» του ΙΚΚ (PCI). Το κενό στη δεξιά πολυκατοικία κάλυψε ο Μπερλουσκόνι (FI), ως εκπρόσωπος του νόμιμου και παράνομου κεφαλαίου, και η ρατσιστική Λέγκα του Μπόσι -σήμερα του Σαλβίνι-, ενώ η Αριστερά διασπάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (PDS) και Κομμουνιστική Επανίδρυση (PRC). Tα αποτυχημένα, όμως, κεντροαριστερά πειράματα («Ελιά», «Μαργαρίτα» και «Καθαρά Χέρια») έδωσαν χώρο στους  Μπερλουσκόνι-Σαλβίνι να ηγεμονεύσουν και να συντελέσουν καθοριστικά στην πολιτισμική παρακμή του Bel Paese.

Ο Ματέο Ρέντσι απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση με αστείες προφάσεις, αλλά απαιτούσε να ληφθούν και τα δάνεια του ESM. Credit: Remo Casilli/Reuters.

Η έναρξη της χιλιετίας, σε νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ξεδίπλωσε τα συσσωρευμένα δομικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα της Ιταλίας. Οι επόμενες κυβερνήσεις (Μπερλουσκόνι με Λέγκα, Πρόντι, Μόντι, Ρέντσι) πιστές στη λιτότητα του γερμανικού νεοφιλελεύθερου δόγματος για την Ευρώπη, είναι υπεύθυνες για τη μεγαλύτερη κρίση της χώρας, με αύξηση των ανισοτήτων και διάβρωση της δημοκρατίας. Η κρίση υπερσυσσώρευσης του ’08  έριξε την Ιταλία σε 12ετή παγίδα ύφεσης και ο γερμανικός μερκαντιλισμός, με το dumping μισθών και τιμών, επιτάχυνε την καταστροφή.

Ο Ρέντσι έγινε γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος (PD, ως επόμενη μετάλλαξη του PDS) το 2013 και, μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, εξαναγκάζοντας σε παραίτηση τον τότε πρωθυπουργό Λέτα, ορκίστηκε πρωθυπουργός. Μέχρι τα τέλη του 2016, οπότε εγκατέλειψε τον πρωθυπουργικό θώκο, είχε διαλύσει τα εργασιακά δικαιώματα (Jobs Act) και είχε ενσωματώσει όλες τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές του γερμανικού ιερατείου, εμβαθύνοντας την κρίση της χώρας. Η προσωπική συντριβή του στο συνταγματικό δημοψήφισμα του ΄16, όπου επεδίωκε περαιτέρω απονεύρωση των δημοκρατικών θεσμών, τον ανάγκασε σε παραίτηση, αλλά παρέμεινε στην ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος μέχρι την καθοριστική ήττα των εκλογών. Γενικά, ο Ρέντσι προσπάθησε να στρέψει το Δημοκρατικό Κόμμα σε δεξιά κατεύθυνση, συνετρίβη πολιτικά και έριξε το κόμμα σε ιστορικά χαμηλά στις εκλογές του ‘18. Κατόρθωσε, όμως, πονηρά, μέσα από τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού, να εκλέξει πλήθος «δικών του» βουλευτών και γερουσιαστών, οι οποίοι τον ακολούθησαν στο μετέπειτα εγχείρημα του.

Ίδρυσε το κεντροδεξιό κόμμα «Ζωντανή Ιταλία» (Italia Viva), που, όμως, δεν ξεπερνά το όριο του 3%. Τώρα ο ίδιος και ο Μπερλουσκόνι θεωρούν ότι είναι το δημοκρατικό ανάχωμα στην ακροδεξιά των Σαλβίνι-Μελόνι, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συνομιλούν με τον Σαλβίνι για «κεντροδεξιά» διακυβέρνηση.

Οι χαμένοι των εκλογών του 2018 ήταν το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι και η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, που συγκυβερνούσαν από το 2013. Η ακροδεξιά Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων ήταν οι νικητές. Υπήρχε η δυνατότητα προοδευτικής διακυβέρνησης με Δημοκρατικό Κόμμα και Πέντε Αστέρες, αλλά η τυχοδιωκτική πολιτική του Ρέντσι ανάγκασε τους Πέντε Αστέρες σε συγκυβέρνηση με τη Λέγκα, μετά από τρίμηνες διαπραγματεύσεις και με τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.

Η συγκυβέρνηση Πέντε Αστέρων και Λέγκα ήταν προδιαγεγραμμένα αποτυχημένη και αντιφατική. Η Λέγκα του Σαλβίνι σε γραμμή alt.right και το, υπό διαμόρφωση και χωρίς ταυτότητα, τέως «αντισυστημικό», πολυσυλλεκτικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων επιτάχυναν την καταστροφική πορεία της Ιταλίας. Το Κ5Α πλήρωσε τις επιλογές του, χάνοντας τους μισούς ψηφοφόρους του μέσα σε 2 χρόνια. Ο Σαλβίνι όμως, ακολουθώντας τα πρότυπα Τραμπ, κατόρθωσε να γίνει λαοφιλής σε μια κοινωνία που ψάχνει εναγωνίως διέξοδο από την κρίση. Τον Αύγουστο του 2019, με τη Λέγκα πρώτη με διαφορά στις δημοσκοπήσεις και ως γνήσιο τέκνο του τραμπισμού, ο Σαλβίνι προσπαθεί να ρίξει την κυβέρνηση Κόντε και να ηγηθεί μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης, η οποία θα εκλέξει και τον επόμενο ΠτΔ το 2022, αλλά αποτυγχάνει οικτρά. Έκτοτε, βρίσκεται σε διαρκή πτώση και μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του μετακινήθηκε στο εξίσου ακροδεξιό κόμμα της Μελόνι, «Αδέλφια της Ιταλίας». Η Μελόνι έχει πάρει το «χρίσμα» από τον Τραμπ, όπως και ο Σαλβίνι. Τα δύο κόμματα πρωτοστατούν στη Μαύρη Διεθνή της Ευρώπης.

Ο Σαλβίνι με τον Κόντε σε παλαιότερη εγκάρδια συνομιλία. Credit: Reuters.

Με τη βοήθεια του ΠτΔ Ματαρέλα, δημιουργήθηκε η σημερινή δημοκρατική κυβέρνηση Κόντε για τη διάσωση της ιταλικής δημοκρατίας, που στηρίζεται στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία Πέντε Αστέρων, Δημοκρατικού Κόμματος και ρεντσικών. Η επιλογή Ματαρέλα έχει στόχο την εκλογή προοδευτικού Προέδρου Δημοκρατίας, έναντι του υποψήφιου της ακροδεξιάς για τo 2022.  Ήδη τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα (Δ.Κ. και Κ5Α) διερευνούν τη δυνατότητα κοινής καθόδου ως αντίβαρο στην alt.right των Σαλβίνι-Μελόνι, που προετοιμάζει την επίθεση της. Ο Ταγιάνι, ως εκπρόσωπος της κεντροδεξιάς του Μπερλουσκόνι, συνδιαλέγεται και με τα δύο στρατόπεδα, αλλά δεν κρύβει την προτίμηση του σε ένα δεξιό σχήμα διακυβέρνησης.

Πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι το 43% των πολιτών θέλει να παραμείνει η κυβέρνηση, το 36% να φύγει, ενώ το 21% δεν εκφράζει γνώμη. Η Λέγκα προηγείται με 23%, δεύτερο έρχεται το Δημοκρατικό Κόμμα (20%), τρίτο το Κίνημα Πέντε Αστέρων με 16,3%, ακολουθεί το ακροδεξιό κόμμα της Μελόνι «Αδέλφια της Ιταλίας» (FdI) με 15%, ενώ ενισχύεται η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι με 10%. Από τα μικρά κόμματα, μόνο το αριστερό LeU και το κεντροδεξιό Azione περνούν το όριο εισόδου (3%), ενώ το κόμμα του Ρέντσι βρίσκεται στο 2,4%.

Η ιταλική οικονομία  θα κλείσει το 2020 με ύφεση 9,2% (η Ελλάδα στο 12%), δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ (ΔΧ/ΑΕΠ) στο 158,5%, δημοσιονομικό έλλειμμα στο 8,8%, επίσημη ανεργία στο 10%, χάσμα Βορρα-Νότου, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλούς μισθούς, χαμηλές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και πρόβλημα υποδομών. Η -όποια- αύξηση της απασχόλησης διογκώνει το πρεκαριάτο, ενώ η φτωχοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων διευρύνεται. Για το 2021,  αισιόδοξες είναι οι κυβερνητικές προβλέψεις για ανάπτυξη 5,3-6%, οι οποίες, ακόμη και αν επαληθευθούν, δεν καλύπτουν την υφιστάμενη ζημιά.

H Tζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας». Credit: Alessandro Di Marco / Ansa.

Η κυριαρχία του γερμανικού κεφαλαίου στον βιομηχανικό ιταλικό Βορρά, η ταχεία επέκταση του κινέζικου κεφαλαίου σε στρατηγικές επενδύσεις, η πίεση του αμερικανικού παράγοντα, η γαλλική διείσδυση στον τραπεζικό κλάδο και όχι μόνο, η καταστροφή του ‘made in Italy’ και η φυγή ιταλικών κεφαλαίων στο εξωτερικό με κίνδυνο αποβιομηχάνισης της χώρας, περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής .

Η ελπίδα της κυβέρνησης είναι τα κεφάλαια του Recovery Plan, από όπου η χώρα θα αντλήσει 81 δισ. δωρεάν και 127 δισ. σε δάνεια για στήριξη επιχειρήσεων, εργαζομένων και ενίσχυση του τομέα υγείας. Δεν στερείται βάσης η κριτική στην κυβέρνηση για τη χρησιμοποίηση του Recovery Plan: δεν έχει μακρόπνοο όραμα συνολικής ανάπτυξης, δεν έχει συζητήσει σε βάθος με τους κοινωνικούς εταίρους,  ενώ η ειδική ομάδα διαχείρισης χαρακτηρίζεται από υπερσυγκεντρωτισμό.

Η πιθανότητα όξυνσης της πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, μέλος του G-8 και τρίτη οικονομική δύναμη στην ΕΕ, αποτελεί εφιάλτη για τις νεοφιλελεύθερες Βρυξέλλες, αλλά με δική τους καθοδήγηση οδηγήθηκε η Ιταλία στη μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική κρίση στην ιστορία της. Η ιδεολογικοπολιτική νεοφιλελεύθερη «θολούρα» της Κεντροαριστεράς, (ο Μπλερ, ο Μακρόν και ο Ρέντσι ξεκίνησαν από την κεντροαριστερά και έστριψαν κεντροδεξιά), ο οπορτουνισμός των κεντρώων, αλλά και το έλλειμμα στρατηγικής της Αριστεράς, ευθύνονται για την ηγεμονία της ακροδεξιάς και τον υπαρκτό κίνδυνο κυβέρνησης alt. Right αλά ιταλικά.

Και τώρα, τι; Μια σύνθεση των προοδευτικών δυνάμεων των Πέντε Αστέρων, του Δημοκρατικού Κόμματος και της Αριστεράς σε ένα κοκκινοπράσινο σχήμα θα ήταν μια εναλλακτική για να αντιμετωπισθεί η ακροδεξιά και να εφαρμοστεί ένα πολιτικό σχέδιο κοινωνικής ευημερίας, λαμβάνοντας υπόψη τα λάθη του παρελθόντος.

*Ο Λευτέρης Στουκογεώργος είναι οικονομολόγος και στρατηγικός αναλυτής.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)