to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ιωάννα Μπουραζοπούλου: «Αν φανταστούμε το αδύνατο, μπορεί και να το επιχειρήσουμε»

Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου βραβεύτηκε πρόσφατα με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Ουράνη, μια επιλογή τολμηρή για ένα θεσμό του κατεστημένου όπως η Ακαδημία. Μιλά στη Μικέλα Χαρτουλάρη και στο left.gr για το βιβλίο, την ελληνική κοινωνία και την κρίση της, τα Βαλκάνια και τους μύθους τους.


Στη δουλειά της ελάχιστοι γνώριζαν το άλλο πρόσωπο –το λογοτεχνικό‒ της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Ελάχιστοι, μέχρι που αυτή η 47χρονη Προϊσταμένη Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Ανάπτυξης της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής, υπεύθυνη για την υλοποίηση της υγειονομικής πολιτικής σε νοσοκομεία, κέντρα υγείας, ξενώνες για ψυχικά ασθενείς κ.ά., τιμήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου με τη μεγαλύτερη πεζογραφική διάκριση της Ακαδημίας Αθηνών για το 2015: Πήρε το βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Ουράνη  για την Κοιλάδα της λάσπης, τον πρώτο τόμο της τριλογίας Ο δράκος της Πρέσπας (Καστανιώτης). Ένα βραβείο τολμηρό για ένα θεσμό του κατεστημένου όπως η Ακαδημία. Ένα βραβείο με ιδιαίτερη συμβολική αξία επειδή από τη μια καταξιώνει το είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού, και από την άλλη εξερευνά το κοινωνικό κόστος (και όχι τις ρίζες) του «Μακεδονικού» αμφισβητώντας την κυρίαρχη άποψη ότι αυτά που χωρίζουν τις χώρες της Μακεδονίας είναι περισσότερα από αυτά που τις ενώνουν.

Η Κοιλάδα της λάσπης είναι μια πολιτική αλληγορία που αποφεύγει τα ιδεολογικά στερεότυπα, αλλά ταυτόχρονα ένα φιλοσοφικό, υπαρξιακό και βαλκανικό μυθιστόρημα του οποίου η δράση εκτυλίσσεται στη νότια όχθη της Πρέσπας: την ελληνική. Στα δύο επόμενα μυθιστορήματα της Μπουραζοπούλου, η δράση θα μεταφερθεί στην ανατολική όχθη, άρα στην ΠΓΔΜ, και έπειτα στη δυτική όχθη, άρα στην Αλβανία. Κι έτσι η τριλογία, με κλειδί το μύθο του «δράκου», θα προσπαθήσει να καλύψει τις διαφορετικές οπτικές, τις διαφορετικές κουλτούρες και τα διαφορετικά αφηγήματα που καλλιεργούνται γύρω από τη λίμνη. Εδώ ο «δράκος» είναι οι προκαταλήψεις, η παράλογη βία, το τέρας του εγωισμού, η μισαλλοδοξία, ο φόβος της εισβολής, ο φόβος του πολιτικού διωγμού, ο φόβος της προσφυγιάς, ο φόβος του αγνώστου, που εξακολουθούν να ταλανίζουν τους λαούς της Μακεδονίας και που γίνονται αντικείμενο πολιτικής αλλά και οικονομικής εκμετάλλευσης.

 «Δεν με απασχολεί η ιστορική ή πολιτική δικαίωση αλλά το κόστος της» εξηγεί η συγγραφέας στο LEFT.gr «και αδιαφορώ για το ποιος έχει δίκιο όταν το αντίτιμο είναι τόσο ακριβό και τόσο απάνθρωπο που η αναζήτηση “δίκαιης λύσης στο Μακεδονικό” είναι σχήμα οξύμωρο». 

Έμπειρη μηχανόβια που έχει ακολουθήσει το «δρόμο του μεταξιού» μέχρι τα Ιμαλάια , η Μπουραζοπούλου έχει ταξιδέψει σε ολόκληρη την περιοχή με τη μηχανή της. Όμως, πριν αρχίσει το βιβλίο της επέστρεψε ως «λογοτεχνική εξερευνήτρια» και κατέγραψε με σχολαστικότητα όλα τα μέρη που παρουσιάζει, και που γίνονται αγνώριστα αφού τα αναμορφώνει ποιητικά. Το ίδιο έκανε και με τα πρόσωπα, τα πράγματα ή την πολιτική επικαιρότητα που κρύβονται στη βάση του μυθιστορήματός της,  και που δεν θα τα διαβάσουμε πουθενά με το όνομά τους. Στην επαγγελματική της ζωή η Μπουραζοπούλου λειτουργεί απολύτως ορθολογικά κάνοντας αναλύσεις δεδομένων για τις μονάδες υγείας της κεντρικής και ανατολικής Αττικής, αλλά στη λογοτεχνική της ζωή χρησιμοποιεί έναν τρόπο τελείως διαφορετικό, που «σπάει τις αλυσίδες του πιστευτού». Είναι μια ματιά που αγγίζει το γκροτέσκο, ένας κώδικας που ξανοίγεται στην υπερβολή και στην παραμόρφωση των οικείων σχημάτων προκειμένου να διεισδύσει βαθύτερα στην πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας.

Η καινούργια συνθήκη που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας «απαιτεί τόσο μια διαφορετική έκφραση όσο και μια διαφορετική προσέγγιση» υποστηρίζει  η Μπουραζοπούλου. Έτσι, όταν μιλάει για το φαινόμενο της «λάσπης», που σαν ζωντανός οργανισμός έχει αρχίσει να εισχωρεί στην ελληνική πλευρά της επικράτειας του «δράκου» εδώ και δυο δεκαετίες, εννοεί το συλλογικό ψέμα, τα αδιέξοδα, τη φτώχεια, την ανεργία, την κοινωνική ανασφάλεια,  το φόβο, την κρίση αξιών, την οικολογική καταστροφή, τη μεταφυσική απειλή που σκιάζουν την ελληνική καθημερινότητα και τις προοπτικές της κοινωνίας. Στο μυθιστόρημά της δημιουργεί λοιπόν ένα αλλόκοτο σύμπαν σε ένα εκπληκτικό σκηνικό, που όμως θυμίζει τον δικό μας κόσμο, και πυροδοτεί τη δράση με ένα πλήθος χαρακτήρων που αναδεικνύουν τη δυναμική των οραμάτων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι «δρακολόγοι», οι οποίοι είναι είτε οραματιστές είτε καιροσκόποι, ψευτοεπιστήμονες, εθνικιστές, εγκληματικά στοιχεία κ.ο.κ.  και έχουν κατακλύσει την περιοχή αναζητώντας την αλήθεια για τον μυστηριώδη  «Κάτοικο» της λίμνης, που σκορπά τη συμφορά αλλά κυοφορεί και την ελπίδα.

Όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά της που την ανέδειξαν, Το μπουντουάρ του Ναδίρ (2003), Το μυστικό νερό (2005), Τι είδε η γυναίκα του Λωτ (2007, Athens Prize του περιοδικού δε(κατα)), Η ενοχή της αθωότητας (2011), έτσι και αυτήν τη φορά η Μπουραζοπούλου εξερευνά ένα κλειστό σύστημα με τις σχέσεις εξουσίας και τις συγκρούσεις που το ορίζουν. Και όπως πάντα, ως βασικά υλικά της χρησιμοποιεί το μυστήριο, το έγκλημα, το σκληρό παραμύθι και το μεταφυσικό στοιχείο. Στην Κοιλάδα της λάσπης, μια ασυνήθιστη άφιξη και ένας θρασύτατος φόνος θα ταρακουνήσουν τους ντόπιους. Και τότε όλοι θα αναγκαστούν να θέσουν στους εαυτούς τους καινούργια ερωτήματα.

Η συγγραφέας λειτουργεί εδώ σαν άλλος αλχημιστής που αναζητά την αυτογνωσία. Αναμειγνύει με μαεστρία ορθολογικά και ανορθολογικά δεδομένα της ελληνικής επικαιρότητας που διαπλέκονται με ποικίλα συστήματα εξουσίας, επίσης μύθους ή σύμβολα που θρέφουν το συλλογικό φαντασιακό, καθώς και προσωπικές αναζητήσεις, ιδεολογικές κατασκευές, μυστικιστικές θεωρίες, μεταφυσικές αγωνίες και φιλοσοφικές απορίες που φούντωσαν στα χρόνια της κρίσης. Και έτσι μεταφέρει τους αναγνώστες στο σύνορο των εποχών, σε ένα τρίστρατο όμοιο με εκείνο των τεμνόμενων υδάτινων συνόρων στην Μεγάλη Πρέσπα, όπου η άλλη όχθη είναι ταυτόχρονα η απειλή και η δελεαστική πρόκληση του άγνωστου.

Το μυθιστόρημά σου δεν μας μεταφέρει ακριβώς στο μέλλον αλλά μάλλον σε ένα παράλληλο παρόν, όπου η χερσόνησος της Βαλκανικής βρίσκεται σε καθεστώς δανεισμού, και από την τέφρα της γενικευμένης ύφεσης έχει αναδυθεί ένας νέος οργανισμός οικονομικής διακυβέρνησης. Τον ονομάζεις Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης  και αυτή είναι που αναλαμβάνει να σχεδιάσει το χάρτη εξόδου των οκτώ βαλκανικών χωρών από την κρίση, παρακάμπτοντας τους συνταγματικούς θεσμούς και τον κρατικό μηχανισμό της κάθε χώρας. Ο τοποτηρητής της Παγκόσμιας Τράπεζας Ανάπτυξης είναι τυφλός εκ γενετής, ξιπασμένος, και δεν συναντά αντίσταση πουθενά.  Είναι σαφές ότι με αυτό τον τρόπο σχολιάζεις ειρωνικά την κατάσταση που επικρατεί σήμερα ανάμεσα στη Γερμανία και στον ευρωπαϊκό Νότο. Γιατί όμως εστιάζεις στα Βαλκάνια και ειδικά στη Δυτική Μακεδονία;

Διότι εδώ και μια 20ετία, και ιδιαίτερα με αφορμή την κρίση, διαμορφώνεται στα Βαλκάνια ένα νέο αφήγημα, που φαίνεται γοητευτικό αλλά είναι πολύ επικίνδυνο επειδή είναι διχαστικό και κατασκευάζει ένα νέο μέλλον αλλά και ένα νέο παρελθόν, επομένως μια νέα ταυτότητα για τον 21ο αιώνα. Τα κράτη διαμελίζονται, τα σύνορα μετακινούνται, οι εθνότητες διασταυρώνονται, οι καταγωγές επινοούνται εκ νέου και η Ιστορία ξαναγράφεται  Με άλλα λόγια, δημιουργείται η εντύπωση ότι ο «δράκος» στοίχειωνε ανέκαθεν την περιοχή της Μακεδονίας. Ειδικά στη Δυτική Μακεδονία, υπάρχει μια παλιά πληγή. Μάς τη θυμίζει ο παραλογισμός με  τα υδάτινα σύνορα στην Πρέσπα, που δεν είναι χαραγμένα πουθενά αλλά συντηρούν στην κοινή λίμνη το μύθο του ξένου, του άλλου, του απειλητικού. Στο μυθιστόρημά μου λοιπόν, ο δράκος, εκτός από όλα τα άλλα είναι και ένα προϊόν του πολιτικού μάρκετινγκ. Και ο τοποτηρητής ‒ένας άνθρωπος με αμφίβολη ηθική και πολιτική στάση που όμως φέρνει οικονομική βοήθεια‒ το ξέρει, και το εκμεταλλεύεται δίνοντας τις κατάλληλες εντολές στους ανθρώπους του: «Μια από τις εφαρμογές του δράκου είναι να κρατά ανοιχτά τα τραύματα, μάθετε να τον αξιοποιείτε σωστά, μην αφήνετε να πηγαίνουν χαμένες τέτοιες ευκαιρίες. Κάθε τραύμα που κλείνει είναι και ένας φόρος που χάνεται…

»Ένα τέτοιο παλιό τραύμα είναι για εμάς το «Μακεδονικό». Μας δείχνει πώς αλλοιώνεται η ευθυκρισία ενός λαού και γίνεται πιο διαχειρίσιμος, όταν ξύνεις τις παλιές πληγές του και τον φέρνεις αντιμέτωπο με παλιά φαντάσματα. Όλα αυτά τον φρενάρουν τη στιγμή που θα έπρεπε να επαναξιολογήσει τις φοβίες του για να προχωρήσει. Γι΄ αυτό, στο τέλος της Τριλογίας, θα φανεί πόσο ανάλογα είναι τα προβλήματα των τριών χωρών της Πρέσπας –ο εσωτερικός διχασμός, οι εξωτερικές εξαρτήσεις, οι φαντασιώσεις μεγαλείου– και πόσο θα ήταν προς όφελος όλων μας αν επενδύαμε στις ομοιότητές μας αντί να υπερτονίζουμε τις διαφορές μας.

Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματός σου δεν έχουν την ουδετερότητα του λεγόμενου  «ανθρώπου της διπλανής πόρτας». Παράδειγμα οι «πεζογράμματοι», η πρωταγωνιστική ομάδα «δρακολόγων», που σπαράσσονται από αμφιβολίες και ανησυχίες και δεν υποτάσσουν τις επιλογές τους στα συμφέροντά τους. Ο λαοκόων, πρώην πανεπιστημιακός, έχει το ρόλο στοχαστικού «διερμηνέα» της πραγματικότητας. Ο ναρκοληπτικός λυγκέας είναι ο πιο οξυδερκής «ιχνηλάτης» της. Ο Ρουμάνος λέανδρος, που εργαζόταν ως νοσοκόμος του Ερυθρού Σταυρού, είναι ο πιο γενναίος «δρακοκτόνος», υπερασπιστής των αδυνάτων με αποστολή να προστατέψει τη «σπορά του δράκου», τον 18χρονο πια μονόχειρα Εμμανουήλ,  που θα μπορούσε να εκπροσωπεί την ακρωτηριασμένη γενιά της κρίσης η οποία αναζητά την ταυτότητά της. Η 40χρονη λιράνα, που εργάζεται ως φοροεισπράκτορας, συντάσσεται κρυφά με τους ιδεολόγους πεζογράμματους. Η λούνα, μια νεαρή καλλιτέχνιδα, ζητά δικαιοσύνη αλλά είναι ανώριμη και απερίσκεπτη καθώς ακροβατεί ανάμεσα στον ανεξέλεγκτο θυμό και την υπαρξιακή σύγχυση...

Οι πρωταγωνιστές μου έχουν μια πλευρά μη ρεαλιστική, παραμυθένια, και ένα στοιχείο υπερβολής, όμως ο προβληματισμός τους μας είναι οικείος. Τους αντιμετωπίζω όλους και όλες ως φορείς μιας έννοιας, μιας νοοτροπίας, μιας ιδεολογικής στάσης, αλλά όχι ως σύμβολα.  Δεν είναι καρικατούρες, αλλά φορείς ερωτημάτων. Ειδικά οι συγκεκριμένοι που το όνομά τους αρχίζει από λ μικρό, εκπροσωπούν εκείνη την ερευνητική ομάδα που πιστεύει ότι θα λύσει το μυστήριο της εμφάνισης του «δράκου» διαβάζοντας τη ραψωδία λ της Οδύσσειας, τη Νέκυια, για την κάθοδο του Οδυσσέα στη χώρα των νεκρών. Η δική τους ερμηνεία για την κολλώδη λάσπη στην κοιλάδα είναι ότι πρόκειται για τη νεκρή γλώσσα που έχει φθαρεί από την καθημερινή χρήση, και λειτουργεί σαν αξεπέραστο εμπόδιο. Αν οι λέξεις δεν ξαναβρούν το νόημά τους δεν θα προχωρήσει ούτε η σκέψη μας. Οι λέξεις που έχουν κακοποιηθεί από την κατάχρηση, που προσαρμόζονται σε κάθε θέμα αλλά και στο αντίθετό του,  είναι κάτι που με προβληματίζει όχι μονάχα στην πολιτική ζωή ή στην κοινωνία,  αλλά και στο πεδίο της λογοτεχνίας . Προτιμώ να γράψω ένα μυθιστόρημα 600 σελίδων για τις έννοιες «αλληλεγγύη»  ή «δικαιοσύνη», παρά να κατονομάσω τις λέξεις. Πιστεύω δηλαδή ότι πρέπει να επανεφεύρουμε δυνατές λέξεις για τη νέα συνθήκη.

Η λάσπη που καλύπτει την κοιλάδα έχει λοιπόν μια αλληγορική ανάγνωση, υπαρξιακή αλλά και πολιτική. Είναι η κρίση και ό,τι ανατρέπει τις σταθερές και τις βεβαιότητές μας, ό,τι κλονίζει την ταυτότητά μας, ό,τι μάς κάνει να χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Άρα μήπως οι «νέες λέξεις» σου, απαιτούν και μια νέα στάση ζωής;

«Το χώμα δεν θα επιστρέψει, πρέπει να γίνουμε σχεδίες» γράφω κάπου στο βιβλίο μου. Πιστεύω πως δεν έχει νόημα να γαντζωνόμαστε από εκείνο που υπήρξαμε. Τα θεμέλια στα οποία βασίσαμε την προηγούμενη ζωή μας δεν υπάρχουν πια. Πρέπει να βρούμε τρόπο να υπάρξουμε στην καινούργια πραγματικότητα χωρίς να βυθιστούμε. Να επαναξιολογήσουμε τα δεδομένα και να ξαναβρούμε την ουσία των πραγμάτων. Όμως απ’ ό,τι φαίνεται μας είναι πολύ δύσκολο να ξεκολλήσουμε από τους παλιούς τρόπους σκέψης. Οι παλιές λέξεις, οι παλιές πληγές, η νοσταλγία του λαμπρού παρελθόντος δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε. Είμαστε μια χώρα νεκρών ηρώων που χάνουμε το παιχνίδι του παρόντος. Ο άγονος αγώνας για το παρελθόν είναι μια ασήκωτη πέτρα, όμως πρέπει να τη μετακινήσουμε. Δεν γίνεται να επενδύουμε στο μέλλον χωρίς να αντιλαμβανόμαστε το τωρινό μας χάλι. Ας ξαναβρούμε τις αξίες μας από την αρχή. Ας δούμε το σήμερα κι ας μην το ψάχνουμε στο παρελθόν. Αν φανταστούμε το αδύνατο μπορεί και να το επιχειρήσουμε. Χρειαζόμαστε ένα καινούργιο συμβόλαιο με τον φυσικό και τον μεταφυσικό κόσμο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να πεθάνει το όραμα, το οποίο όμως, όπως ξέρουμε, είναι πολύ εύκολο να εκτραπεί και να γίνει γρανάζι του συστήματος.

Στα μυθιστορήματά σου χρησιμοποιείς συστηματικά τον κώδικα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Γιατί; Σε βοηθά να αναπτύξεις τα επιχειρήματά σου καλύτερα από τον ρεαλισμό;

Το στοιχείο του φανταστικού μού δίνει την απόσταση που χρειάζομαι να έχω από το καθημερινό, ώστε να αναπνέω ελεύθερα και να μην απελπίζομαι. Μου επιτρέπει να κάνω μια διαφορετική ανάγνωση της επικαιρότητας, να αναδεικνύω μια παράλληλη ή μια εναλλακτική εκδοχή των πραγμάτων που δεν είναι φανταστική ούτε μελλοντολογική, αλλά είναι αποσιωπημένη και δεν φαίνεται. Αυτή τη μορφή ερμηνείας των πραγμάτων την πλησίασα μέσα από το θέατρο του παραλόγου. Αυτό ήταν η πρώτη μορφή τέχνης που με συγκίνησε διότι είχα θεατρόφιλο πατέρα, που του άρεσε να αναλύει τα έργα. Τον έχασα στα 12 μου αλλά στην εφηβεία μου διάβαζα θεατρικά έργα από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του  και πήγαινα συχνά στο θέατρο. Το να ανακαλύψω αυτό που προσπαθούσε να ερμηνεύσει ένας ηθοποιός με μάγευε πολύ περισσότερο από το να διαβάσω μια ρεαλιστική περιγραφή του σε ένα μυθιστόρημα. Έπειτα διάβασα τον Έκο, που συνδυάζει στα μυθιστορήματά του τη λογοτεχνία και την φιλοσοφία και άλλους πολλούς, όπως λ.χ. ο Λούις Κάρολ, που θεωρώ δασκάλους μου. Η λογοτεχνία έγινε για μένα ένας τρόπος να αναλύω μια πραγματικότητα που δεν τη χωράει το μυαλό μου ούτε η καρδιά μου. Με ενδιαφέρει να θέτω ερωτήματα, και το στοιχείο του φανταστικού μου επιτρέπει να κάνω τους πιο τολμηρούς συσχετισμούς και να αναπτύσσω ελεύθερα τη συλλογιστική μου.

Το άνοιγμα και το κλείσιμο του μυθιστορήματος μοιάζει με θεατρική πράξη όπου ένας Αλχημιστής ανοίγει διάλογο με έναν Μαθητή. Γιατί επιμένεις να παραπέμπεις στην αλχημιστική διαδικασία;

Τούτος ο δράκος είναι μια κατασκευή, γεννιέται από το διάλογο του παλιού με το καινούργιο, αλλά επειδή το έργο ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού, μοιάζει περισσότερο με φίλτρο αλχημιστή, με προϊόν ονειροπόλησης και ποιητικού πάθους, παρά με σχεδίασμα τεχνοκράτη ή με δοκίμιο κοινωνικού αναλυτή.  Απομένει να ανακαλύψουμε στους επόμενους τόμους αν η αφήγηση μεταξύ των θεατρικών πράξεων ξεπήδησε από τη μαρμίτα ενός μάγου ή αν το εργαστήριο του μάγου ξεπήδησε από την αφήγηση και την τύλιξε μέσα του. Εξάλλου ο δράκος, ως αλχημιστικό σύμβολο, συμμετέχει στο Μεγάλο Έργο, στην παραγωγή της φιλοσοφικής λίθου, και η δρακοκτονία είναι στάδιο της μεταμόρφωσης των υλικών αν όχι προϋπόθεσή της. Ο δράκος που ανασαίνει ανάμεσα στις παραγράφους, προκαλώντας τρόμο και δεινά, μπορεί και να κρύβει εκπλήξεις.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)