to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το ιδιώνυμο και ο ποινικός λαϊκισμός

Κάθε φορά που κάποιο έγκλημα ή αδίκημα συγκεντρώνει τα φώτα τα δημοσιότητας, η κυβέρνηση σπεύδει αμέσως να εξαγγείλει αυστηροποίηση των ποινών


Στην καρδιά της γενικής δημόσιας συγκίνησης και του σοκ από τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού επειδή απάντησε «λάθος» στην ερώτηση «τι ομάδα είσαι;», ο υφυπουργός Αθλητισμού Λευτέρης Αυγενάκης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επαναφέρει τον χαρακτήρα του ιδιώνυμου στα αδικήματα που σχετίζονται με την οπαδική βία, όπως προέβλεπε ο νόμος Ορφανού, τον οποίο είχε περάσει η κυβέρνηση Καραμανλή το 2006. Την πρόθεση αυτή επιβεβαίωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας και την υποδέχτηκαν μάλλον θετικά αρκετοί προοδευτικοί άνθρωποι. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: μέχρι πριν από λίγο καιρό υπήρχαν προοδευτικοί -κατά τα άλλα- άνθρωποι, οι οποίοι, όταν η κουβέντα έφτανε στο ποδόσφαιρο, υποστήριζαν στα σοβαρά ότι αυτό που χρειάζεται είναι «μια Θάτσερ» - ωσάν ο συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και καταστολής να είναι η λύση και όχι η ρίζα στο πρόβλημα της τυφλής κοινωνικής βίας.

Η ίδια η έννοια του ιδιώνυμου αδικήματος -πέραν της ιδιαίτερης ιστορικής της φόρτισης- είναι βαθιά ρατσιστική. Σημαίνει ότι δημιουργείται ένα καθεστώς εξαίρεσης για μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (δεν έχει επί της αρχής καμία σημασία πόσο συμπαθής ή αντιπαθής είναι), η οποία στερείται μια σειρά δικαιωμάτων που σχετίζονται με τη δίκαιη δίκη, την αναλογικότητα των ποινών, τον ανασταλτικό τους χαρακτήρα κ.λπ. Προσοχή: τα στερείται για το ίδιο ακριβώς αδίκημα, που αν συμβεί σε χώρο ανεξάρτητο από τις οπαδικές προτιμήσεις, θα κριθεί αλλιώς και δεν θα πάει φυλακή. Το καθεστώς εξαίρεσης είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτό σε μια δημοκρατική Πολιτεία, αποτελεί το σημείο στο οποίο σταματά να υπάρχει κράτος δικαίου.

Ωστόσο, υπάρχει κάτι πιο γενικό σε αυτή την πρόθεση. Εδώ και σχεδόν τρία χρόνια πια, κάθε φορά που κάποιο έγκλημα ή αδίκημα συγκεντρώνει τα φώτα τα δημοσιότητας (ενδεχομένως σωστά), η κυβέρνηση σπεύδει αμέσως να εξαγγείλει αυστηροποίηση των ποινών για αδικήματα αυτού του τύπου. Η πρακτική αυτή αποτελεί την επιτομή του ποινικού λαϊκισμού, παραβιάζει κάθε έννοια συνέχειας και συνοχής του ποινικού συστήματος και συνιστά βέβαια την εφαρμογή των πιο αντιδραστικών αντιλήψεων για τον νόμο, βασισμένων στην πολιτική της «μηδενικής ανοχής» που είχε εισάγει ο ακροδεξιός δήμαρχος της Νέας Υόρκης Τζουλιάνι στις αρχές του 2000.

Η ιδέα ότι το έγκλημα καταπολεμάται όσο μεγαλώνουν οι ποινές και συρρικνώνονται τα δικαιώματα δεν είναι απλά δεξιά: είναι επίσης και λάθος. Ένα ποινικό σύστημα βασισμένο στον περιορισμό των δικαιωμάτων και τον αυταρχισμό στέλνει ακριβώς το μήνυμα ότι ο αυταρχισμός και η απουσία δικαιωμάτων είναι η πηγή ισχύος μέσα στην κοινωνία. Και με τον τρόπο αυτό καταλήγει τελικά να αυξάνει τέτοιου είδους εγκλήματα βίας. Είναι σημαντικό, πέραν από τους προοδευτικούς νομικούς στους οποίους αυτό είναι ξεκάθαρο, τα ρεύματα της κοινωνίας που αναφέρονται στην ελευθερία να μην αντιλαμβάνονται την τυφλή αυστηροποίηση των νόμων σαν το φάρμακο απέναντι στην κοινωνική παθογένεια της βίας.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)