to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η υποταγή της κυβέρνησης στην πλουτοκρατία υπονομεύει τη Δημοκρατία

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς μια ακόμη συντηρητική κυβέρνηση. Είναι πολύ περισσότερο μια κυβέρνηση υποτελής στα συμφέροντα μιας μικρής οικονομικής και επιχειρηματικής ελίτ


Γι’ αυτό και είναι μια κυβέρνηση οπισθοδρόμησης σε ξεπερασμένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποδεδειγμένα έχουν αποτύχει και που σήμερα καταδικάζονται ανοικτά από τη διεθνή κοινότητα. Αφού αποτελεί καθολική παραδοχή διεθνώς σήμερα ότι αυτές οι πολιτικές όπου εφαρμόστηκαν, προκάλεσαν τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, βυθίζοντας στη φτώχεια.

Η πολιτική της κυβέρνησης, από την ανάπτυξη και την οικονομία μέχρι τα εργασιακά, την παιδεία και την υγεία, είναι μια πολιτική μονόδρομης εξυπηρέτησης των συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας.

Η οποία με τη σειρά της ανταποδίδει την… εξυπηρέτηση, στηρίζοντας την κυβέρνηση οικονομικά, επικοινωνιακά και πολιτικά.

Κάτω από την πίεση της «αριστερής παρένθεσης», όπως αρέσκονται να αποκαλούν τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου επένδυσαν στην πολιτική επικράτηση ενός γόνου μιας ανέκαθεν φιλικής τους πολιτικής οικογένειας.

Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που εντέχνως καλλιεργήθηκε και πλουσιοπάροχα υποστηρίχθηκε προκειμένου να επικρατήσει, ως κυβέρνηση, το κόμμα του εκλεκτού της οικονομικής ολιγαρχίας, όπως και η καθολική επικοινωνιακή ομοβροντία υπέρ της κυβέρνησής του από τα ελεγχόμενα από μεγάλους επιχειρηματίες ΜΜΕ, αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες των σχέσεων εξάρτησης της Δεξιάς του Μητσοτάκη από την πλουτοκρατία.

Η περίφημη θεωρία της ατομικής ευθύνης την οποία διακήρυξε σε πολλαπλά διαγγέλματα ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ως κυρίαρχη πολιτική επιλογή για την προστασία των πολιτών από την πανδημία και τις συνέπειές της, δεν είναι παρά ένα ακόμη σύμπτωμα της ταύτισης της κυβέρνησης με την οικονομική ολιγαρχία.

Αφού σε μια εποχή που όλα τα πολιτισμένα κράτη του κόσμου προχωρούσαν σε θωράκιση των δημόσιων συστημάτων υγείας τους, η πολιτική της ατομικής ευθύνης χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση σαν προκάλυμμα καπνού για τη μη επένδυση στο ΕΣΥ, στο όνομα της σχεδιαζόμενης ιδιωτικοποίησής του μέσω ΣΔΙΤ. Μια πολιτική που καταφανώς εξυπηρετεί τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που περιμένουν να κερδοσκοπήσουν, εκμεταλλευόμενα την αρρώστια και τον ανθρώπινο πόνο.

Συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η Ελλάδα να έχει τη μικρότερη αναλογία εξοπλισμένων ΜΕΘ ανά κάτοικο στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Η πραγματικότητα αυτή είχε τραγικές συνέπειες, καθώς διαπιστώνεται ότι οι θάνατοι εκτός ΜΕΘ ήταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις νοσοκομειακών παραγόντων, το 80% των συνολικών θανάτων από την πανδημία κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου κύματος.

Επιπλέον, σε μια εποχή που όλα τα πολιτισμένα κράτη, ακόμη και τα πλέον νεοφιλελεύθερα, όπως η Γερμανία της Μέρκελ, η Βρετανία του Τζόνσον και οι ΗΠΑ του Μπάιντεν, προχώρησαν σε γενναία υποστήριξη των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που έφτασε μέχρι το 52% του ΑΕΠ στην περίπτωση της Γερμανίας, στην Ελλάδα του Μητσοτάκη η κρατική ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και των εργαζομένων έμεινε σε μονοψήφια ποσοστά του ΑΕΠ της χώρας. Με την ενίσχυση των λίγων και επιλεγμένων μεγάλων επιχειρήσεων αντίθετα, όπως της Aegean και των ΜΜΕ, να μετρά εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ.

Με αποτέλεσμα οι ρυθμοί της εκτιμώμενης ύφεσης και της ανεργίας μετά την πανδημία να μας φέρνουν στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης, σε βάρος εκατομμυρίων εργαζομένων και χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρηματιών.

Η επόμενη περίοδος της κατανομής της οικονομικής ενίσχυσης που αναμένεται να πάρει η χώρα από το Ταμείο Ανασυγκρότησης, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την ελληνική οικονομία. Γιατί η πολιτική του «πολλά σε λίγους» και η ανακατανομή του πλούτου υπέρ των μεγάλων συμφερόντων, θα προκαλέσει μη αντιστρεπτές αλλαγές σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, που θα καταδικαστεί στο εξής σε μόνιμη φτώχεια και ανεργία.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, στην εποχή που ακόμη και η πρωτεύουσα του καπιταλισμού, οι ΗΠΑ, επενδύουν 5 τρις δολάρια και προχωρούν σε Κεϊνσιανές μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και υποστήριξης της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιστρέφει τη χώρα σε εργασιακό μεσαίωνα. Καταργώντας συλλογικές διαπραγματεύσεις, 8ωρο και αμειβόμενες υπερωρίες, προκειμένου να εξυπηρετήσει την εργοδοσία και να ρίξει στον καιάδα τους ανυπεράσπιστους, στο εξής, εργαζόμενους.

Την εποχή δηλαδή που η εργασία αναγνωρίζεται διεθνώς ως κύριος συντελεστής οικονομικής ανάπτυξης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη για να εξυπηρετήσει την ολιγαρχία ακολουθεί υφεσιακές πολιτικές και επιδιώκει να μετατρέψει την Ελλάδα σε τριτοκοσμική χώρα φτηνής εργασίας.

Κι ακόμη, την εποχή που στον πολιτισμένο κόσμο η δημόσια εκπαίδευση ενισχύεται, καθώς αναγνωρίζεται ως παράγοντας ανάπτυξης και ευημερίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί να αναβαθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα, τιμωρεί τους νέους και αφαιρεί το δικαίωμα της πρόσβασης στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση σε 30.000 αποφοίτους λυκείου, στέλνοντάς τους, δίκην πελατείας, στα ιδιωτικά και αδιαβάθμητα κολέγια.

Προκειμένου μάλιστα να πνίξει τις εύλογες διαμαρτυρίες των φοιτητών για τις κοινωνικά άδικες και οπισθοδρομικές πολιτικές της, προχωρεί σε μια πρωτοφανή, ακόμη και για ολοκληρωτικά καθεστώτα, πολιτική αυταρχισμού και αστυνομοκρατίας, καταργώντας τη διεθνώς αναγνωρισμένη ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση και εγκαθιστώντας μόνιμες αστυνομικές δυνάμεις στα πανεπιστήμια.

Η μονόπλευρη υποστήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας και των συμφερόντων της από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα Δημοκρατίας στη χώρα.

Καθώς οι παραδοσιακές εγγυήσεις της Δημοκρατίας όπως η πολυφωνία, ο πλουραλισμός και η ελευθεροτυπία, το δικαίωμα σε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και η εργασιακή ασφάλεια, το δικαίωμα πρόσβασης στη δημόσια εκπαίδευση και στη δημόσια υγεία, η πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση, καθώς και η ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης των πολιτών αποδυναμώνονται και οπισθοχωρούν.

Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι συνθήκες που οδήγησαν την κυβέρνηση να επιβάλει την πρόσφατη πρωτοφανή στα κοινοβουλευτικά χρονικά απαγόρευση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ασκήσει το παραδοσιακά αναγνωρισμένο σε δημοκρατικά καθεστώτα δικαίωμά του να παρεμβαίνει, οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, στη Βουλή.

Το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα επιβλήθηκε μετά την άρνηση του πρωθυπουργού να απαντήσει σε σχετική ερώτηση του Αλέξη Τσίπρα, προκειμένου να αναδειχθεί το κορυφαίο ζήτημα Δημοκρατίας που προκαλείται από τα τεράστια δάνεια, τα υπέρογκα χρέη και συνακόλουθα και τις οικονομικές εξαρτήσεις του κυβερνώντος κόμματος.

Η απαγόρευση στον ίδιο τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μιλήσει στη Βουλή για το κορυφαίας σημασίας ζήτημα, συνιστά ακόμη ένα βαρύ δημοκρατικό ολίσθημα μιας κυβέρνησης που αποδεδειγμένα πλέον υπηρετεί, αλλά και εξαρτάται από μεγάλα συμφέροντα.

Οι μάσκες έπεσαν και ο επικοινωνιακός κουρνιαχτός που έκρυβε μέχρι σήμερα τις αυταρχικές, ολιγαρχικές, αντιλαϊκές, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη κατακάθεται, μπροστά στην εφιαλτική πραγματικότητα που πλέον διαμορφώνεται στη χώρα.

Όσο γρηγορότερα οι Έλληνες αντιδράσουν στη μεγάλη παγίδα που έχει στηθεί σε βάρος τους από την υποταγή της κυβέρνησης στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τόσο πιο γρήγορα η χώρα θα ανασάνει από την ολοκληρωτική και αντιδημοκρατική μέγγενη που την πνίγει.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)