to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η συζήτηση για τις εξωχώριες και τις ευθύνες

Προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο ορθότατος κατά τα λοιπά κανόνας της εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου δεν πρέπει να ισχύσει ισοπεδωτικά, δηλαδή ακόμη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τον κανόνα.


Στην πρόσφατη μεταρρύθμιση του καθεστώτος της συμμετοχής πολιτικών σε εξωχώριες εταιρείες εντάχθηκε με τροπολογία μια αυστηρή διάταξη που προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Θυμίζω: η νέα διάταξη τροποποίησε μια αντίστοιχη που μόλις είχε ψηφιστεί, ορίζοντας πλέον ότι τιμωρούνται οι πολιτικοί που μετέχουν σε αλλοδαπές εταιρείες. Ορισε επίσης ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, αυτό που προβλέπει ότι, αν μεταξύ χρόνου τέλεσης του εγκλήματος και καταδίκης ισχύουν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο ηπιότερος.

«Και μία ώρα να ισχύσει ένας επιεικής νόμος, θα υπερισχύει» ειπώθηκε με έμφαση. Σύμφωνα με αυτή τη γνώμη και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις εξωχώριες εταιρείες θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται για προγενέστερες πράξεις η βραχύβια (ελάχιστων ημερών) ενδιάμεση ρύθμιση, η οποία ευνοούσε πολιτικούς με συμμετοχή σε φορολογικά ενταγμένες στο διεθνές πλαίσιο εξωχώριες εταιρείες.

Η κριτική στηρίχθηκε κατ’ αρχάς σε σοβαρά τυπικά ερείσματα: ναι μεν ο επιεικέστερος νόμος δεν επιβάλλεται συνταγματικά (το άρθρο 7 παρ.1 του Συντάγματος αποκλείει αναδρομική εφαρμογή αυστηρού νόμου, αλλά δεν επιβάλλει μια υπεροχή του επιεικέστερου ακόμη και εκεί όπου κατά την πράξη του δράστη άλλα ίσχυαν), βρίσκει όμως στήριγμα η πρόταξή του στο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (κύρωση με τον Ν. 2462/1997) και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επομένως, λέγεται, το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα δεν μπορούσε να παραμεριστεί, έστω κι αν ο νέος νόμος συνιστά νεότερη ειδική διάταξη και κατά τους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες θα έπρεπε αυτός να υπερισχύει.

Η αντίθετη άποψη αναζητά στο δίκαιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να φωτιστούν με το ακόλουθο παράδειγμα. Αν υποθέσουμε ότι η Βουλή ψηφίζει κάποια διάταξη και άμεσα (την επόμενη ημέρα της δημοσίευσής της στο ΦΕΚ) συνειδητοποιεί ότι έσφαλε, ή πείθεται από την αντιπολίτευση ότι μια διαφορετική διάταξη θα ήταν πιο εύστοχη, ή π.χ. ανακαλύπτει ένα νέο αξιόλογο δεδομένο. Μπορεί να προχωρήσει σε διορθωτική ή βελτιωτική ρύθμιση, που να αποκλείει την εφαρμογή της προηγούμενης ανεπιθύμητης;

Η τυπική άποψη απαντά όχι. Το «λάθος» έγινε, έστω δύο ημέρες να ίσχυσε η διάταξη θα εφαρμόζεται για πολλά χρόνια, όσα μπορούν να παρεμβάλλονται μεταξύ χρόνου τέλεσης εγκλήματος και καταδίκης. Μια διόρθωση, έστω σε χρόνο-αστραπή, είναι αδύνατη. Μπορεί να έγινε πλέον σαφές σε όλους ότι η παρένθετη ρύθμιση δεν έχει ούτε κοινωνικό, ούτε πολιτικό έρεισμα, ότι πλέον αποδοκιμάζεται: αυτό όμως για την έννομη τάξη μένει αδιάφορο, μη αξιολογήσιμο.

Προσωπική μου γνώμη είναι ότι ο ορθότατος κατά τα λοιπά κανόνας της εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου δεν πρέπει να ισχύσει ισοπεδωτικά, δηλαδή ακόμη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τον κανόνα. Δεν επιτρέπεται δηλαδή το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα να οδηγήσει σε παραγνώριση ιδιόμορφων περιπτώσεων, όπου ένας νόμος ίσχυσε για ελάχιστες μέρες και αμέσως άλλαξε. Η κατίσχυση της στιγμιαίας επιλογής επί της διαρκούς που αποκαταστάθηκε και διαχρονικά καταξιώνεται, θα ήταν καταχρηστική και δυσανάλογη προς τις κοινωνικές αξιολογήσεις. Μοιάζει άλλωστε από κοινωνική άποψη παράδοξο η έννοια της ηπιότητας να ανασύρεται για να ευνοήσει τους δραστηριοποιούμενους σε εξωχώριες.

Η γνώμη αυτή δεν αναιρείται, αλλά ενισχύεται από το σκεπτικό της σχετικής (δεν αφορούσε νομοθετική παρέμβαση, αλλά δικαστική κρίση) υπόθεσης Scoppola κατά Ιταλίας (2009) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Τόσο η πλειοψηφία των δικαστών, όσο και αποκλίνουσες γνώμες, συγκλίνουν στο εξής: η εφαρμογή της ηπιότερης ρύθμισης είναι ορθή στο μέτρο που η τελευταία απηχεί αντίστοιχες αλλαγές αντιλήψεων της κοινωνίας και του κράτους απέναντι στο συζητούμενο έγκλημα. Ανάλογη άποψη άλλωστε βρίσκεται αποτυπωμένη στα πρακτικά των προπαρασκευαστικών επιτροπών του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1963).

Τελικά, η εικόνα ενός δικαίου άκαμπτου και τεχνοκρατικού που εκμεταλλεύεται το στιγμιαίο για να παραγάγει αδιόρθωτους κανόνες διαρκείας, αδιαφορώντας για εκφρασμένες νομοθετικά κοινωνικές αντιλήψεις, δεν εντάσσεται αρμονικά στο κράτος δικαίου.

Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)