to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η συχνότητα του θανάτου, της Χίλντα Παπαδημητρίου

Τρίτο αστυνομικό μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου με ήρωα των αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλου, σε νέες περιπέτειες, με τη διεισδυτική ματιά της συγγραφέως, που διατρέχει την Αθήνα της κρίσης και τους ανθρώπους της.


Στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Χίλντα Παπαδημητρίου παίζει ξανά εύστοχα με τη δισημία στον τίτλο. Mετά το «Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς», όπου «σκοπός» είναι και η μελωδία της μουσικής, επιστρέφει με το βιβλίο «Η συχνότητα του θανάτου», φλερτάροντας μονίμως με τη μουσική, όπως και στο πρώτο της μυθιστόρημα, «Για μια χούφτα βινύλια» –και τα τρία με ήρωα τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο (και τα τρία από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).

Ο αστυνόμος της Παπαδημητρίου κάπου σαράντα ετών περνάει μια δύσκολη φάση στη ζωή του. Η ολλανδή σύντροφός του μετά από πολλά χρόνια στην Αθήνα αποφασίζει να επιστρέψει στη χώρα της αφού δεν αναγνωρίζει πια την πόλη που αγάπησε (βρισκόμαστε στο 2009, στην αρχή της κρίσης, έναν χρόνο μετά τον Δεκέμβρη της βίας στην πρωτεύουσα). Η απόφασή της είναι αμετάκλητη και δρομολογείται με «προτεσταντική» ψυχρότητα. Το γεγονός αυτό αναγκάζει τον Νικολόπουλο να επανεξετάσει τη ζωή του και τις επιλογές του, και τον φέρνει σε μια ανασφαλή κατάσταση, που τον καθιστά ευάλωτο σε νέες περιπέτειες, αισθανόμενος, χωρίς να το ομολογεί, μεγάλος loser (φύσει αποτυχημένος).

Η δολοφονία μιας άστεγης και διάφορα περίεργα γεγονότα σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, που στεγάζεται πολύ κοντά στο σημείο της δολοφονίας, θα αποτελέσουν τη δύσβατη πίστα πάνω στην οποία θα κινηθεί ο αστυνόμος για να εξιχνιάσει (ή σχεδόν) μια σειρά από εγκλήματα που θα ακολουθήσουν ενώ συγχρόνως θα έρθει αντιμέτωπος με τους προσωπικούς του δαίμονες, συναντώντας, θα λέγαμε, τη μοίρα του στο πρόσωπο μιας μιγάδας που είναι φτυστή η τραγουδίστρια Sade στο ελληνικότερο.

Η Παπαδημητρίου καταφέρνει να δώσει την εικόνα μιας Αθήνας που αλλάζει μαζί με τον πληθυσμό της. Αν σε παλιότερες δεκαετίες άλλοι συγγραφείς διέγνωσαν τη σύγκρουση που συντελέστηκε μεταξύ των παραδοσιακών προτύπων και των εισαγόμενων, που υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό (άκριτα) από την τότε διαμορφούμενη μικροαστική τάξη, η Παπαδημητρίου διαβλέπει πλέον την μετατόπιση προς ένα παγκοσμιοποιημένο συνονθύλευμα που σαρώνει αξίες και ανθρώπους.

Η ίδια δεν κρύβει τη συμπάθεια της στις γιαγιάδες με τα γλυκά του κουταλιού, στους δευτερορολίστες του «ένδοξου» ελληνικού κινηματογράφου, στο λαϊκό και το faux bourgeois, στους καλοπερασάκιδες κάποιας ηλικίας και τις κομψές τους κυρίες. «Τα τελευταία χρόνια, η κυρία Σοφία είχε υιοθετήσει το σπορ νεανικό ντύσιμο για να ταιριάζει με το στιλ του Άλκη, ο οποίος ντυνόταν σαν μοντέλο του Ραλφ Λόρεν: μπλουτζίν, κομψά πουκάμισα, μάλλινα κάρντιγκαν και σουέτ σακάκια. Έτσι, ενώ οι περισσότεροι θαμώνες του εστιατορίου φορούσαν τα καλά τους, η κυρία Σοφία ήταν η επιτομή της λιτότητας: λευκό πουκάμισο με ανδρικό κόψιμο, φαρδύ μπεζ παντελόνι με ψηλή μέση και μια καμπαρντίνα στο χρώμα του ώριμου βερίκοκου. Χωρίς κοσμήματα και με υποτυπώδες μακιγιάζ, η μητέρα του έμοιαζε με μια Κάθριν Χέρμπορν που προσγειώθηκε στο κακόγουστο σήμερα με τη βοήθεια της μηχανής του χρόνου».

Συγχρόνως δημιουργεί μια εικόνα των υπηρετούντων στην ελληνική αστυνομία, που μάλλον έτσι θα θέλαμε να είναι παρά έτσι είναι. Δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό στο να δημιουργεί μία συγγραφέας μια «αληθοφανή» εικόνα ζωής, που πιθανότατα, αντιστρατεύεται το ρεύμα που επικρατεί στα σώματα ασφαλείας (όπως μαρτυρούν τα ποσοστά που επιτυγχάνουν σ’ αυτά κόμματα ρατσιστικών και ναζιστικών αποχρώσεων). Ωστόσο οι φορείς του Νόμου και της Τάξης στο μυθιστόρημά της Παπαδημητρίου είναι τόσο συμπαθητικοί που καταλήγουν εξωπραγματικοί – ούτε καν ρίχνουν ένα δυο χαστούκια στις συζύγους τους –για να θυμηθούμε τον ήρωα (αστυνομικό) του Πέτρου Μάρκαρη– για να μετριάσουν κάπως τη συμπάθειά μας γι’ αυτούς. Από την άλλη, μ’ αυτόν τον τρόπο, καθίστανται γραφικοί ή ιδιότροποι όσοι δεν συμμερίζονται στο βιβλίο μια παρόμοια συμπάθεια.

Η Παπαδημητρίου αποδίδει με πολύ εύστοχο τρόπο την κανιβαλική ατμόσφαιρα που ευδοκίμησε στους χώρους εργασίας την εποχή της κρίσης «Του είχαν αφήσει πέντε μηνύματα στο κινητό, αλλά ο Μάρκος δεν σκόπευε να πάει [στη συνέλευση των εργαζομένων]. Δεν ήθελε να δει τις σκατόφατσες αυτών που του έκαναν το φίλο και τον χαφιέδιζαν πίσω από την πλάτη του. Περισσότερο κι από την οικονομική ανασφάλεια αυτό το πράγμα σιχαινόταν: ότι έχανε σιγά σιγά την πίστη του στους ανθρώπους. Η απελπισία δοκιμάζεις τις αντοχές – και ποιος ήταν αυτός που θα έκρινε τις αντοχές των άλλων;»

Η μουσική δεν υπάρχει, όμως, μόνο στη δισημία του τίτλου του μυθιστορήματος, υπάρχει παντού και φαίνεται πως η συγγραφέας συμμερίζεται τα λεγόμενα ενός μουσικού παραγωγού στο βιβλίο της πως η μουσική θεραπεύει.

Ιδιαίτερα εύστοχες, τέλος, είναι οι παραθέσεις αποσπασμάτων από τον Μάκβεθ (ή Μακμπέθ, αν προτιμάτε) του Σαίξπηρ δια στόματος ενός ξεπεσμένου κομπάρσου, που δανείζονται από τον ποιητή το βάθος της σκέψης του για τα ανθρώπινα, και εντάσσουν τα τεκταινόμενα στη διαχρονική ανθρώπινη τραγικωμωδία.

«I got no car and it’s breaking my heart / But I’ve found a driver and that’s a start», διαβάζουμε κάπου δύο στίχους των σοφών, όπως τους αποκαλεί η συγγραφέας, Beatles, και σκεφτόμαστε ότι η ίδια και όχημα έχει (τη γραφή της) και οδηγό.


 

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)