to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, το Νόμπελ κι ένα ερώτημα για τον ορισμό της λογοτεχνίας

Η βράβευση της Αλεξίεβιτς ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση όχι μόνο γύρω από το βραβείο Νόμπελ και τις επιλογές του, αλλά και γύρω από τον ίδιο τον ορισμό της λογοτεχνίας


«Ερευνώ τη ζωή αναζητώντας παρατηρήσεις, αποχρώσεις, λεπτομέρειες. Γιατί το ενδιαφέρον μου για τη ζωή δεν είναι το γεγονός ως τέτοιο, δεν είναι ο πόλεμος ως τέτοιος, το Τσέρνομπυλ ως τέτοιο ή η αυτοκτονία ως τέτοια. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι αυτό που συμβαίνει στο ανθρώπινο ον, αυτό που του συμβαίνει στην εποχή μας. Πώς συμπεριφέρεται και αντιδρά ο άνθρωπος. Τι ποσοστό από τον βιολογικό άνθρωπο ζει μέσα του, τι ποσοστό από τον άνθρωπο του καιρού του, τι ποσοστό από τον άνθρωπο».

Σβετλάνα Αλεξίεβιτς

Στη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Λευκορωσίδα γεννημένη στις 31 Μαΐου 1948, απονεμήθηκε σήμερα το μεσημέρι το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015. «Για τα πολυφωνικά γραπτά της, μνημείο της οδύνης και του θάρρους στον καιρό μας» αναφέρει η αιτιολόγηση της Σουηδικής Ακαδημίας. Η βράβευση της Αλεξίεβιτς ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση όχι μόνο γύρω από το βραβείο Νόμπελ και τις επιλογές του, αλλά και γύρω από τον ίδιο τον ορισμό της λογοτεχνίας. Γιατί η Αλεξίεβιτς δεν παρουσιάζεται ακριβώς ως λογοτέχνιδα, τα βιβλία της δεν αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας, αλλά ντοκουμέντα σημαντικών γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας στη χώρα της. Μαρτυρίες, αφηγήσεις πραγματικών ανθρώπων, που έζησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917, τον παγκόσμιο πόλεμο, την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την καταστροφή του Τσέρνομπιλ. Το υλικό της για κάθε βιβλίο είναι συνεντεύξεις με εκατοντάδες ανθρώπους, και αυτό το υλικό, τις αναμνήσεις, τους φόβους, τις σκέψεις, τις αποτιμήσεις τους για το παρελθόν συνθέτει η συγγραφέας.

Η συζήτηση θα μπορούσε να ξεκινήσει από το ερώτημα: Μπορεί να τιμηθεί με το μεγαλύτερο βραβείο Λογοτεχνίας μια γυναίκα που στο βιογραφικό της, πλάι στο γενικό «συγγραφέας», προσδιορίζεται συνήθως ως δημοσιογράφος και ακτιβίστρια; Είναι λογοτεχνία αυτό που γράφει η Αλεξίεβιτς; Σκέφτομαι πολλαπλές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, και όχι, δεν θα απαντήσω επικαλούμενη τα «Απομνημονεύματα» του Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ο ίδιος ο ορισμός της λογοτεχνίας έχει αλλάξει εδώ και πολλές δεκαετίες, έχει συμπεριλάβει στο σώμα της, στο corpus της, τις ημερολογιακές καταγραφές, τη δοκιμιακή γραφή, την ταξιδιωτική αφήγηση, τη χρήση και τη μεταγραφή αρχειακού υλικού και άλλα πολλά. Από την άλλη, αν ένα από τα κεντρικά ερωτήματα της λογοτεχνίας είναι το «πώς να αφηγηθούμε τα πραγματικά γεγονότα;», η Αλεξίεβιτς δίνει οπωσδήποτε σ’ αυτό μια απάντηση. Τα βιβλία της δεν είναι στεγνές καταγραφές, δεν είναι τυπική δημοσιογραφία, χρονικό ή κοινωνιολογία, είναι μια πολυφωνική σύνθεση μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η μεγάλη εικόνα, το σημείο όπου συναντιέται η ιστορία του καθενός και της καθεμιάς με τη μεγάλη Ιστορία της χώρας και της εποχής της. Σε μια εποχή όπου το πραγματικό μετατρέπεται σε απαίτηση της λογοτεχνίας (ίσως κυρίως του συρμού, αλλά όχι μόνο), όπου αυτοαποκαλούνται και διαβάζονται ως λογοτεχνία μικρές «πραγματικές» ιστορίες διάσημων αφηγητών ή αφηγητών που γίνονται εξαιτίας αυτών των λογοτεχνικών τους πονημάτων διάσημοι, σε μια εποχή που μιλάμε για «λογοτεχνία των μπλόγκερ», η Αλεξίεβιτς ζητά να διαβαστεί ως φορέας πολλών φωνών αλλά και της Ιστορίας. Δεν διεκδικεί για τον εαυτό της ακριβώς το ρόλο ή τον τίτλο του  λογοτέχνη, αλλά του καταγραφέα της μνήμης, και μάλιστα της μνήμης εκείνων που συνήθως παραγνωρίζουν οι επίσημες καταγραφές, ίσως και του συνθέτη ενός κονσέρτου των πολλών μικρών ιστοριών που φτιάχνουν τη μεγάλη Ιστορία.

Να πώς περιγράφει η ίδια τη δουλειά της, σε ένα κείμενο «αντί βιογραφίας» που βρίσκει κανείς στο σάιτ της, υπό τον τίτλο «Μια αναζήτηση του αιώνιου ανθρώπου»:

 «Αναζητούσα πάντα ένα είδος που θα ήταν το πιο ταιριαστό για τη θεώρησή μου για τον κόσμο ώστε να εκφράσω πώς βλέπουν τα μάτια μου και πώς ακούνε τα αυτιά μου τη ζωή. Δοκίμασα διάφορα και τελικά επέλεξα ένα είδος όπου οι ανθρώπινες φωνές μιλούν για τον εαυτό τους. Πραγματικοί άνθρωποι μιλάνε στα βιβλία μου για τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής όπως είναι ο πόλεμος, η καταστροφή του Τσέρνομπιλ και η πτώση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Μαζί καταγράφουν με λέξεις την ιστορία της χώρας τους, την κοινή τους ιστορία, όπου κάθε πρόσωπο βάζει σε λέξεις την ιστορία της δικής του/της ζωής. Σήμερα που ο άνθρωπος και ο κόσμος έχουν αποκτήσει τόσο πολλές και ποικίλες όψεις, το ντοκουμέντο στην τέχνη γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον ενώ η τέχνη ως τέτοια συχνά αποδεικνύεται ανίσχυρη. Το ντοκουμέντο μάς φέρνει εγγύτερα στην πραγματικότητα στο βαθμό που συλλαμβάνει και διατηρεί τα πρωτότυπα. Μετά από 20 χρόνια δουλειάς με τεκμηριακό υλικό και έχοντας γράψει πέντε βιβλία με βάση αυτό, δηλώνω ότι η τέχνη έχει αποτύχει να καταλάβει πολλά πράγματα για τους ανθρώπους.

Αλλά δεν καταγράφω απλώς μια στεγνή ιστορία γεγονότων και στοιχείων, γράφω μια ιστορία των ανθρώπινων συναισθημάτων. Αυτά που οι άνθρωποι σκέφτηκαν, κατάλαβαν και θυμήθηκαν κατά τη διάρκεια του γεγονότος αυτού. Αυτά που πίστεψαν ή δεν πίστεψαν, τις ελπίδες, τους φόβους και τις προσδοκίες που βίωσαν. Είναι αδύνατο να το φανταστείς ή να το επινοήσεις αυτό, τουλάχιστον μέσα σε ένα τέτοιο πλήθος πραγματικών λεπτομερειών. Ξεχνάμε γρήγορα πώς ήμασταν πριν από δέκα ή είκοσι ή πενήντα χρόνια. Κάποιες φορές ντρεπόμαστε για το παρελθόν μας και αρνούμαστε να πιστέψουμε αυτό πως μας συνέβη στην πραγματικότητα. Η τέχνη μπορεί να ψεύδεται, αλλά το ντοκουμέντο δεν ψεύδεται ποτέ. Παρ’ όλα αυτά το ντοκουμέντο είναι κι αυτό προϊόν της θέλησης και του πάθους ενός ανθρώπου. Συνθέτω το βιβλία μου με υλικό χιλιάδες φωνές, μαρτυρίες, θραύσματα της ζωής και της ύπαρξής μας. Χρειάστηκα τρία ή τέσσερα χρόνια για να γράψω το καθένα από τα βιβλία μου. Για κάθε βιβλίο συνάντησα 500-700 ανθρώπους και κατέγραψα τις συζητήσεις μου μαζί τους. Το χρονικό μου περιλαμβάνει αρκετές γενιές. Ξεκινά με τις αναμνήσεις ανθρώπων που έζησαν την Επανάσταση του 1917, περνά από τους παγκόσμιους πολέμους και τα σταλινικά γκούλαγκ, και φτάνει στις μέρες μας. Είναι η ιστορία μιας σοβιετικής-ρωσικής ψυχής».

Τα βιβλία της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς αγγίζουν θέματα δύσκολα, που απαιτούν ιδιαίτερη ματιά και τόλμη. Είτε πρόκειται για τις αναμνήσεις των γυναικών του Κόκκινου Στρατού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας), είτε για τις αναμνήσεις από τον πόλεμο παιδιών που τότε ήταν από επτά ως δώδεκα χρόνων (Οι τελευταίοι μάρτυρες), είτε τις μαρτυρίες στρατιωτών από τον δεκαετή πόλεμο του Αφγανιστάν (Μολυβένιοι στρατιώτες, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, μτφρ. Γ. Κοτσιφός), είτε για ανθρώπους που έζησαν την καταστροφή του Τσέρνομπιλ (Τσέρνομπιλ: Ένα χρονικό του μέλλοντος, εκδ. Περίπλους, μτφρ. Ο. Γεωργιάδης), είτε για τους αυτόχειρες και όσους έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας στη μετασοβιετική Ρωσία (Μαγεμένοι από το θάνατο).

Η βράβευση της Αλεξίεβιτς επαναφέρει επίσης τη συζήτηση για την πολιτική στόχευση πίσω από τα βραβεία Νόμπελ. Η ακτινογραφία του σοβιετικού και μετασοβιετικού υποκειμένου, οι διώξεις που υπέστη από το καθεστώς Λουκατσένκο, η ακτιβιστική πλευρά του έργου της, οδηγούν πολλούς να μιλάνε για πολιτική βράβευση, ξεχνώντας πως το βραβείο Νόμπελ διατηρεί πάντα αυτή την πλευρά, είτε σε σχέση με τη χώρα, είτε σε σχέση με τον ίδιο τον βραβευμένο συγγραφέα. Αντιθέτως, μιλώντας κανείς για μια άλλη πλευρά του μηχανισμού των βραβείων, που άπτεται τόσο των μορφών, όσο και των περιοχών του πλανήτη που γίνονται ορατές μέσα από κάποιες βραβεύσεις, βλέποντας, παραδείγματος χάρη, πόσο καθυστέρησε να βραβευτεί κάποιος Λατινοαμερικάνος, Αφρικανός ή Ασιάτης λογοτέχνης, θα μπορούσε να διαβάσει κανείς τη βράβευση της Αλεξίεβιτς ως μια πολύ ενδιαφέρουσα διεύρυνση του λογοτεχνικού πεδίου σε σχέση με τον τρόπο που η Σουηδική Επιτροπή το προσελάμβανε μέχρι χτες.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)