to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου

Η πανδημία του Covid-19 αναδεικνύεται σε κριτική στιγμή για τη συνταγματική δημοκρατία. Επιφέρει σοβαρά πλήγματα στο σύστημα των ελευθεριών και των δικαιωμάτων, εξελίσσεται σε απειλή για τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και μπορεί να αποβεί μοιραία για το δίκαιο καθώς, με αφορμή την ανάγκη αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, οι κανόνες του χάνουν την πρωτοκαθεδρία στην ρύθμιση των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων.


Η σπουδαιότητα των αγαθών που τίθενται σε κίνδυνο, ιδίως η υγεία, η ζωή και η ασφάλεια των προσώπων, φαίνεται να νομιμοποιεί τη λήψη των αστυνομικών μέτρων που υιοθετούν οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Έτσι, στη χώρα μας, η άσκηση σημαντικών συνταγματικών δικαιωμάτων, π.χ. της συνάθροισης, της οικονομικής ελευθερίας κ.α., απαγορεύτηκε, ενώ το θεσμικό θεμέλιο του οικονομικοκοινωνικού συστήματος, η προσωπική ελευθερία, βρίσκεται σε καθεστώς που προσομοιάζει με αυτό της προηγούμενης διοικητικής άδειας: τα κοινωνικά υποκείμενα δεν έχουν την ευχέρεια να προσδιορίζουν την παρουσία τους στο χώρο, ούτε να κινούνται με βάση τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, ώστε να πραγματώνουν το βιοτικό τους σχέδιο. Οι μετακινήσεις συνδέονται με κρατικά προσδιορισμένο σκοπό, για την εξυπηρέτηση του οποίου χορηγείται έγκριση από αρμόδια υπηρεσία, διαφορετικά ο απείθαρχος τιμωρείται.

Επιτρέπονται όσα δεν απαγορεύονται

Τούτο σημαίνει, πως ο βασικός κανόνας θέσμισης των πολιτευμάτων της νεωτερικότητας, δηλαδή το αξίωμα «ό,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται» αναστέλλεται και επιτρέπονται όσα δεν απαγορεύονται. Με άλλα λόγια, η σχέση ελευθερίας- περιορισμών της αντιστράφηκε: Ο περιορισμός αποτελεί τον κανόνα και η ελευθερία την εξαίρεση, εξέλιξη που κάμπτει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Σε επίπεδο δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών, τα στερητικά ή περιοριστικά των ελευθεριών μέτρα λήφθηκαν με κανονιστικές αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, παρ’ ότι η ευχέρεια της κυβέρνησης να καταστέλλει με Π.Ν.Π. τις εγγυήσεις της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας αμφισβητείται. Εδώ, η παρέκκλιση από τα συνταγματικά πρότυπα είναι λιγότερο εμφανής, παραμένει πάντως όμως ορατή. Ωστόσο, η αντισυνταγματικότητα των κυβερνητικών μέτρων δεν προβάλλεται από τα πολιτικά κόμματα ή από άλλες κοινωνικές ομάδες, δεν απασχολεί την πλειονότητα των πολιτών, ενώ αξίζει να προσεχθεί η αντιμετώπισή των προβλημάτων από τους ειδικούς.
Είναι αλήθεια, ότι δεν λείπουν οι φωνές που επισημαίνουν την πρωτόγνωρη έκταση των περιορισμών των δικαιωμάτων και τον κίνδυνο εμπέδωσης ενός «συνταγματικού μιθριδατισμού»1, ο οποίος θα μας εξοικειώσει με την συρρίκνωση του κράτους δικαίου και την υποβάθμιση της δημοκρατίας. Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζουν οι απόψεις που είτε προσπαθούν να δείξουν ότι η διαχείριση της κρίσης δεν εκφεύγει από το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο είτε ότι το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται ενόψει των νέων συνθηκών, προκειμένου το κράτος να επιτελεί αποτελεσματικά το ρόλο του εγγυητή της ασφάλειας στην κοινωνία της διακινδύνευσης. Με τον τρόπο της, καθεμιά υπονομεύει το Σύνταγμα και ευνοεί την μετάβαση σε μια διακυβέρνηση, όπου το δίκαιο θα πάψει να αποτελεί την κύρια αναφορά για την οργάνωση των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων.
Συγκεκριμένα, προτείνεται μια «ευρύχωρη» ερμηνεία του συνόλου των διατάξεων του άρθρου 5 Συντ. στην οποία εντάσσονται οι κρίσιμες ρυθμίσεις, δεδομένου ότι αυτές θα αξιολογηθούν τελικά με βάση την αρχή της αναλογικότητας: οι περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία θα αποτιμηθούν σε σχέση με την υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για την προστασία της υγείας και της ζωής των πολιτών και η παραπάνω στάθμιση θα καθορίσει την συνταγματικότητά τους. Το μειονέκτημα αυτής της άποψης είναι ότι παραγνωρίζει μια κρίσιμη πραγματική παράμετρο: τα μέτρα αποφασίζονται από την κυβέρνηση σύμφωνα με τα πορίσματα μιας ομάδας ειδικών, οι κρίσεις της οποίας δεν μπορούν να ελεγχθούν ούτε με τους κανόνες της λογικής ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ελλείπουν δηλαδή οι προϋποθέσεις για την άσκηση του ελέγχου της αναλογικότητας. Έτσι, όμως, νομιμοποιείται μια αφηρημένη στάθμιση, η οποία υποβαθμίζει επικίνδυνα τόσο την προσωπική2, όσο και την πολιτική αυτονομία. Οι κανόνες οριοθέτησης της εξουσίας υποχωρούν και την ρυθμιστική λειτουργία τους αναλαμβάνουν οι εκθέσεις των ειδικών ή/και οι ηθικές αξιολογήσεις των δικαστών.
Σύμφωνα με άλλη άποψη, που προβάλλει το πιο «ισχυρό» επιχείρημα, η συνταγματικότητα των μέτρων δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί, δεδομένου ότι το κράτος της μετανεωτερικότητας καλείται να αντιμετωπίσει ποικίλους και απρόβλεπτους κινδύνους, με δραματικές επιπτώσεις στα δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών. Ειδικότερα, στην εποχή της επιστροφής των επιδημιών, η αρχή της προφύλαξης ανάγεται σε ύπατη αρχή, επιβάλλοντας στους κυβερνώντες να διαχειρίζονται την εξουσία με βάση τις στατιστικές και τις εκτιμήσεις των ειδικών και στους πολίτες να προσαρμόζουν τα δικαιώματα τους στις πολιτικές προστασίας των πρωτευόντων αγαθών της ζωής και της υγείας. Εδώ, η εγκατάσταση της «διακυβέρνησης διά των αριθμών» στηρίζει την νομιμοποίηση της βιοπολιτικής, που τάχιστα μπορεί να επιφέρει την αλλαγή παραδείγματος πολιτειακής θέσμισης.

Η υπεράσπιση του Συντάγματος

Η υπεράσπιση του Συντάγματος, λοιπόν, δεν αποτελεί νομικισμό ούτε μαρτυρά έλλειψη πολιτικής υπευθυνότητας. Το δίκαιο έχει εργαλεία για την αντιμετώπιση των εξαιρετικών περιστάσεων, ώστε οι έκτακτες ρυθμίσεις που υιοθετούνται στο πλαίσιο τους να μην μπολιάζονται στην έννομη τάξη και να αποφεύγεται η αλλοίωση του πολιτεύματος. Η ελληνική νομολογία μας έχει κληροδοτήσει το εργαλείο της κατάστασης ανάγκης, που επιτρέπει την βραχεία παρέκκλιση από τις συνταγματικές επιταγές, χωρίς να μεταβάλλει το θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας ή να απομειώνει τους περιορισμούς που το δίκαιο επιβάλλει στους φορείς της. Η αναγωγή σε αυτήν μπορεί να εξασφαλίσει την ταχεία επιστροφή στην συνταγματική κανονικότητα και την διαχείριση της μέλλοντος της κρίσης με όρους που ταιριάζουν σε μια συντεταγμένη πολιτεία.

* Η Ι. Καμτσίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ. και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT).

Σημειώσεις:
1. Σπ. Βλαχόπουλος, «Όχι» στον συνταγματικό μιθριδατισμό, Καθημερινή 29/3/2020
2. Έτσι, η πρόταξη του «δικαιώματος στην ζωή» μπορεί εύκολα να παρακάμψει το δικαίωμα στην άμβλωση.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)