to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η ντουλάπα της ιδιωτικότητας

Κάπως αντίστοιχα, ο διάλογος για την κάνναβη είναι ακόμα δειλός, καθώς επισήμως περιορίζεται σεμνότυφα στη φαρμακευτική κάνναβη, αφού εκεί το ζήτημα γίνεται κυρίαρχα θέμα δημόσιας υγείας και ως τέτοιο φαινομενικά άσχετο προς τη συγκρότηση του προσωπικού μας χώρου


Δεν έχουμε όλοι τα ίδια μυαλά -πώς θα μπορούσε άλλωστε. Αυτό πολλές φορές γίνεται καλύτερα ορατό σε περιπτώσεις που κάποια θεσμική αλλαγή «ακουμπά» διαστάσεις της καθημερινότητάς μας που είθισται να θεωρούνται ιδιωτικές. Σε ό,τι αφορά τα πορτοφόλια μας, υπάρχει μια στοιχειώδης συνεννόηση και συναίνεση (ανάμεσα τουλάχιστον στην εργαζόμενη και άνεργη πλειοψηφία): όσο πιο άδεια είναι, τόσο το χειρότερο. Όταν όμως κάποιος νόμος έρχεται να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο που έχουν έννοιες που κατανοούνται ως στενά δεμένες με την προσωπική μας συγκρότηση, όπως εκείνη του φύλου, καθένας νιώθει ότι οφείλει να τοποθετηθεί προσωπικά, εκ μέρους του εαυτού του, παρά από την «απρόσωπη» θέση ενός πολίτη με υποχρεώσεις και δικαιώματα, που υποτίθεται ότι υφίστανται εξωτερικά προς την ουσιωδέστερη ταυτότητα η οποία αντιστοιχεί στην ιδιοσυγκρασία του καθένα.

Η κουβέντα περί ταυτότητας φύλου, αλλά και εκείνη σχετικά με την κάνναβη, αν και φαινομενικά περιφερειακές σε μια χώρα όπου το νούμερο ένα ζήτημα έχει γίνει το αν σώθηκαν οι τράπεζες αρκετά ή θέλουν λίγο ακόμα, ωστόσο έχουν το «χάρισμα» να μας υπενθυμίζουν ότι αυτό που κατανοούμε ως προσωπική συγκρότηση δεν συντελείται σε έναν τόπο μονωμένο από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και τις πολιτικές που εκεί κυριαρχούν. Η αρμονία που νιώθουμε ή όχι με το φύλο που μας αποδόθηκε αποτελεί βέβαια ένα κατ' εξοχήν προσωπικό δεδομένο, που όμως δεν είναι το δεδομένο κάποιου βαθύτερου ιδιωτικού εαυτού, ήδη προσδιορισμένου ως κανονικού ή αποκλίνοντα, που έρχεται να «μετρηθεί» με τις κοινωνικές επιταγές. Ο δημόσιος διάλογος για το φύλο (ανεξάρτητα από το νομοθέτημα που ψηφίστηκε) δεν μπορεί παρά να αγγίζει τους ίδιους τους όρους της προσωπικής συγκρότησης του καθένα, πέρα από τους τρόπους με τους οποίους αυτή πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους άλλους.

Ο διάλογος αυτός συχνά μοιάζει να θεωρεί δεδομένα πολλά που σε μια πιο ριζική κουβέντα θα επερωτούνταν, καθώς συνήθως δεν αμφισβητεί μια κριτικά ανεπεξέργαστη έννοια φύλου ως ουσιώδους ταυτότητας, που ως τέτοια δεν παύει να περιχαρακώνει ένα φάντασμα αφηρημένης ιδιωτικότητας. Ωστόσο, μπορεί να προσδοκά κανείς ότι στη συνέχισή του θα μπορούσε να αρθρώσει έναν συνολικότερο αντίλογο απέναντι στις υποστασιοποιήσεις, μέσα από τις οποίες οι ισχύουσες κοινωνικές δομές καταφέρνουν να ισχυροποιούνται, επικαλούμενες την οιονεί «φυσικότητα» των διακρίσεων που επιτρέπουν.

Κάπως αντίστοιχα, ο διάλογος για την κάνναβη είναι ακόμα δειλός, καθώς επισήμως περιορίζεται σεμνότυφα στη φαρμακευτική κάνναβη, αφού εκεί το ζήτημα γίνεται κυρίαρχα θέμα δημόσιας υγείας και ως τέτοιο φαινομενικά άσχετο προς τη συγκρότηση του προσωπικού μας χώρου. Αν όμως η φαρμακευτική διάσταση ήταν το επίδικο, τότε ο διάλογος θα ήταν και πιο ήρεμος, χωρίς βουλευτές σαν τον κ. Οικονόμου να επισείουν την απειλή μπουνιών απέναντι στους διαφωνούντες. Σε αναλογία με το μέτωπο του φύλου, όπου η κουβέντα περί της νομικής αναγνώρισης ταυτότητας αντλεί το ζουμί της από το ριζικότερο ζήτημα των όρων προσδιορισμού αυτής της ταυτότητας, βγάζοντας κατά κάποιον τρόπο τον ερωτισμό από την ντουλάπα μιας στρεβλής ιδιωτικότητας, ο διάλογος για την κάνναβη, της ψυχαγωγικής συμπεριλαμβανομένης, βγάζει από την ίδια ντουλάπα την προσωπική μας αντίληψη περί ευδαιμονίας. Και εδώ το θέμα δεν είναι τόσο αν θα μπορώ να βάλω μια γλάστρα στο μπαλκόνι μου χωρίς να με καταγγείλει ο γείτονας, όσο περισσότερο η κριτική αναθεώρηση «αυτονόητων» παραδοχών και διχοτομήσεων -όπως εκείνη ανάμεσα στον ελεύθερο και μη χρόνο-, που, παρά τη φαινομενική φυσικότητά τους, δεν παύουν να περιορίζουν τις κοινωνικές και προσωπικές δυνατότητές μας με τρόπο που εν τέλει εκφράζει συμφέροντα αντίθετα προς εκείνο που θέτει για μας (τους περισσότερους) το διαφωτιστικό αίτημα της αυτονομίας.

Τα πρόσφατα νομοθετήματα, ανεξάρτητα από τη λειτουργικότητά τους, που μένει να φανεί, μπορούν να λειτουργήσουν σαν αφορμή για την εμβάθυνση ενός διαλόγου που πηγαίνει πέρα από τα ίδια, προχωρώντας σε μια κριτική των διακρίσεων που επιτρέπουν την ίδια τη διατύπωσή τους. Έτσι μόνο θα απελευθερωθεί κάποτε χώρος στον δημόσιο διάλογο για νέα ερωτήματα που θα μπορούν να είναι ακόμα πιο ειλικρινή.

* Ο Χάρης Χρόνης είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)