to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των Μνημονίων: μεταξύ κατάρρευσης και ανθεκτικότητας

Η βαθιά κρίση του προτύπου κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, που εκφράστηκε κυρίως ως κρίση χρέους στην Ελλάδα στο τέλος του 2009, είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση πολιτικών που αμφισβήτησαν το γενικό πλαίσιο αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης. Οι πολιτικές αυτές εμφανίστηκαν και εν συνεχεία εξειδικεύτηκαν ως η «μόνη λύση» για την έξοδο της χώρας από την κρίση.


Οι προοπτικές αναπαραγωγής των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων ή της «μεσαίας τάξης», από τότε που ξεκίνησε η μακροβιότερη ίσως παγκόσμια οικονομική κρίση (2007), αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα θέματα συζήτησης σχεδόν σε όλους τους κλάδους των κοινωνικών επιστημών. Τα βασικά ερωτήματα αφορούν κυρίως τους όρους και τη δυνατότητα αναπαραγωγής και επιβίωσής της, αφού φαινόμενα «κατάρρευσης» ή και «συρρίκνωσης» προβλημάτισαν έντονα σε σχέση πάντοτε με την οικονομική και κοινωνική δυναμική και συγκρότηση των κοινωνικών σχηματισμών ιδιαίτερα στις κοινωνίες εκείνες όπου η «μεσαία τάξη» αποτελούσε -ή θεωρείτο ότι αποτελούσε- τη ραχοκοκαλιά της οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.

Η συζήτηση αυτή αποτελεί μέρος όχι μόνο θεωρητικής διερεύνησης, αλλά και έντονου προβληματισμού σε περιόδους ριζικών κοινωνικοοικονομικών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες ανατρέπουν δεδομένες δομές και σχέσεις. Ειδικότερα στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στο επίπεδο της πολιτικο-ιδεολογικής αντιπαράθεσης και μάλλον περιορισμένη στο επίπεδο της ακαδημαϊκής έρευνας. Αυτό δεν κάνει εντύπωση, διότι δυστυχώς στην Ελλάδα η πολιτική αντιπαράθεση σπανίως στηρίζεται σε τεκμηριωμένη έρευνα· εδράζεται πολύ περισσότερο στον αυθαίρετο και εν τέλει προπαγανδιστικό λόγο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που κατασκευάζουν μύθους μέσα από μια δραματοποιημένη παρουσίαση της πραγματικότητας, η οποία κατά τη γνωστή τους μέθοδο αντλεί από ατομικές και επιμέρους περιπτώσεις.

Σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, η κυρίαρχη ανάλυση -αλλά και επιδίωξη- παρουσιάζει την εξαφάνιση ή την κατάρρευση ή τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης άλλοτε ως τραγωδία και άλλοτε ως εκδικητική στόχευση και επιτυχία συγκεκριμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αυτό λαμβάνει ιδιαίτερα έντονα χαρακτηριστικά, με εναργές ιδεολογικό και προπαγανδιστικό στίγμα, ειδικότερα μάλιστα μετά τη ριζική αναδιάταξη του πολιτικού τοπίου που σημειώθηκε από το 2012. Ρητά ή υπόρρητα, συνεχίζοντας τη βασική διαιρετική τομή που χαρακτήρισε και νομιμοποίησε τις πολιτικές της περιόδου του εκσυγχρονισμού και της επανίδρυσης του κράτους, μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε αντιφατικά συμπεράσματα και προτάσεις. Στο πλαίσιο αυτό και σε ό,τι αφορά τη μικρή επιχειρηματικότητα, η οποία θεωρείται βασική έκφραση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης, εκφράζονται εκτιμήσεις ότι το μικρό μέγεθος πρέπει να εγκαταλειφθεί, ως αντιπαραγωγικό και ως εμπόδιο στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη. Με άλλα λόγια προτείνεται η εγκατάλειψη της λογικής του “Think Small First: A Small Business Act for Europe”1 και η αντικατάστασή της με πολιτικές που θα έχουν ως προτεραιότητα τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Την ίδια στιγμή δραματοποιούνται οι πράγματι σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αναπαραγωγή της μικρομεσαίας επιχείρησης ως αποτέλεσμα των μνημονιακών ρυθμίσεων, ενώ συγχρόνως καταβάλλεται προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του φαινομένου. Το τελευταίο φαίνεται να έχει ως συνέπεια την αγνόηση και αποσιώπηση αναλύσεων και εμπειρικών μελετών που έχουν εκπονήσει φορείς τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ε.Ε., οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα τεκμηρίωσης πολιτικών σε άλλη κατεύθυνση -αγνόηση που οφείλεται σε ιδεολογικές και πολιτικές προκαταλήψεις και προειλημμένες πολιτικές και κομματικές αποφάσεις.

Η βαθιά κρίση του προτύπου κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, που εκφράστηκε κυρίως ως κρίση χρέους στην Ελλάδα στο τέλος του 2009, είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση πολιτικών που αμφισβήτησαν το γενικό πλαίσιο αναπαραγωγής της μεσαίας τάξης. Οι πολιτικές αυτές εμφανίστηκαν και εν συνεχεία εξειδικεύτηκαν ως η «μόνη λύση» για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Πρόκειται για μια δέσμη «μεταρρυθμίσεων» που επιχείρησαν να αλλάξουν με δομικό τρόπο και σε όλους τους τομείς το αναπτυξιακό παράδειγμα των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα, μετασχηματίζοντας κατά συνέπεια τη δομή της ελληνικής κοινωνίας. Επιβλήθηκαν αρχικά με την υπογραφή των Μνημονίων το 2010 και το 2012 και είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ κατά 25% σε τέσσερα χρόνια, την αύξηση του επίσημου επιπέδου της ανεργίας σε ποσοστό ρεκόρ (σχεδόν 28% το 2014) και την αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ από 126% σε 175% - ποσοστό «εκτός ορίων» για μια ευρωπαϊκή χώρα σε καιρό ειρήνης. Τα μέτρα που οδήγησαν στην κατακρήμνιση βασικών οικονομικών δεικτών και στη διόγκωση του δημοσίου χρέους προτάθηκαν από την Τρόικα ύστερα από συνεργασία με ειδικές αποστολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του ΟΟΣΑ, με υπηρεσίες πολλών υπουργείων, αλλά και τη συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών, όπως επίσης και μεγάλων δικηγορικών γραφείων.

Η εκλεκτική και εν τέλει επιφανειακή ανάλυση των βασικών χαρακτηριστικών του σχηματισμού και του ιστορικού προτύπου ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας οδήγησε σε μέτρα και πολιτικές οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η ελληνική εκδοχή της συναίνεσης της Ουάσιγκτον [Washington Consensus].

Οι διαβόητες «διαρθρωτικές αλλαγές», οι οποίες και υιοθετήθηκαν αμέσως προκαλώντας ένα γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό σοκ, οδήγησαν σε συρρίκνωση της απασχόλησης και σε υιοθέτηση του ενιαίου μισθολογίου στο δημόσιο τομέα, σε μειώσεις των μισθών και της απασχόλησης, αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων, ακύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και μείωση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, σε φορολογικές μεταρρυθμίσεις (50 νόμοι), «απελευθέρωση» των κλειστών επαγγελμάτων, αλλαγή του πλαισίου του ασφαλιστικού συστήματος και σε κλείσιμο δημοσίων επιχειρήσεων και εκποίηση δημόσιας περιουσίας μέσω εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων. Όλες αυτές οι πολιτικές θα ήταν η απάντηση στα «θρυλούμενα» δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας τα οποία είχαν να κάνουν με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, ανεπαρκή παραγωγικότητα, περιορισμένη εξωστρέφεια, παραγωγικό μοντέλο στραμμένο στην κατανάλωση, «κλειστά επαγγέλματα», υπερβολικά μεγάλο ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας, τεράστιο δημόσιο τομέα, υπερβολικά μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων και βεβαίως υψηλούς μισθούς.

Η επιφανειακή, όμως, ανάλυση του ζητήματος της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας έκανε τις πολιτικές αυτές να έχουν πρωτόγνωρα αρνητικά αποτελέσματα στους μακροοικονομικούς δείκτες, στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, στη δημογραφική σύνθεση και στην απασχόληση, επιφέροντας ανατροπές στους όρους αναπαραγωγής και επιβίωσης της μεσαίας τάξης. Η λεγόμενη παραδοσιακή μικροαστική τάξη, κορμός της οποίας είναι οι μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν έως τέσσερις εργαζόμενους, έχασε περίπου 25% του δυναμικού της, ενώ σημαντικό ποσοστό από τους εναπομείναντες φυτοζωούν αδυνατώντας να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, αφού εκτός από τη συρρίκνωση της ζήτησης αντιμετώπισαν έντονη χρηματοπιστωτική ασφυξία. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ 2009 και 2015 χάθηκαν περισσότερες από 180.000 μικρές επιχειρήσεις, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μικροί επιχειρηματίες αποτυπώθηκαν και στην αύξηση των αυτοκτονιών για χρέη. Παράλληλα, η νέα μικροαστική τάξη φαίνεται να συμπιέζεται τόσο από την άμεση μείωση του εισοδήματός της και την επακόλουθη αδυναμία εξόφλησης δανείων όσο και από τους αλλεπάλληλους φόρους και τα περιορισμένα έσοδα. Αυτά τα φαινόμενα, τα οποία έφεραν οι πολιτικές των Μνημονίων, ήταν εκείνα που οδήγησαν πολλούς να προεξοφλήσουν την κατάρρευση, το θάνατο ή έστω τη δραματική συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Πρόκειται, ωστόσο, για συμπέρασμα που απορρέει από μια μάλλον επιφανειακή, ιμπρεσιονιστική ανάλυση της δυναμικής που εμφάνισαν όλες οι κοινωνικές κατηγορίες που εντάσσονται στη μεσαία τάξη.

Το βιβλίο αυτό διερευνά τόσο θεωρητικά όσο και με εκτενέστατα εμπειρικά στοιχεία τι πραγματικά έχει συμβεί στην ελληνική μεσαία τάξη κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σε αυτό το σημείο, βεβαίως, θα πρέπει να πούμε ότι οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε η μεσαία τάξη είχαν ήδη εμφανιστεί από τη δεκαετία του 1990, παρά τα όσα έχουν υποστηριχτεί περί του αντιθέτου. Και να επισημάνουμε ότι παρά τις πολυποίκιλες προκλήσεις, τόσο σε οικονομικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, τα εν λόγω κοινωνικά στρώματα παρέμειναν εν πολλοίς εντός του δημοκρατικού πλαισίου κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, μακριά από σειρήνες ακροδεξιού και αντιευρωπαϊκού εθνικισμού.

Μακριά από ενοχοποιήσεις, αλλά και εξιδανικεύσεις, πέρα από δημοσιογραφικές, ιμπρεσιονιστικές αναλύσεις και πολιτικά ιδιοτελείς παρεμβάσεις για το ζήτημα, το βιβλίο, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης, μας παρουσιάζει το μετέωρο βήμα αυτής της τάξης στη σημερινή συγκυρία και προοπτική μεταξύ κατάρρευσης και ανθεκτικότητας. Ταυτόχρονα, συγκεντρώνει σε μια διεπιστημονική βάση το σύνολο της θεωρητικής συζήτησης για τη μεσαία τάξη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, δείχνοντας ότι η θεωρία είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως οδηγός κατανόησης της συγχρονίας.

* Η Βάλια Αρανίτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης

1 Προτεινόμενο πλαίσιο πολιτικής για τις μικρές επιχειρήσεις που υιοθετήθηκε από την Κομισιόν τον Ιούνιο 2008.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)