Το κείμενο υπογράφει ο Μάνης Χατζηδάκης (καμιά σχέση φυσικά με τον Μάνο Χατζιδάκι), συγγραφέας πολλών κειμένων ανάλογου περιεχομένου, οπαδός του Ιωάννη Μεταξά και του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Το εν λόγω πόνημα επιτίθεται στον τέως όχι επειδή ταυτίστηκε με τη δικτατορία, αλλά επειδή δεν συνεργάστηκε όσο έπρεπε μαζί της και προσωπικά με τον Παπαδόπουλο, ενώ ταυτόχρονα υιοθετεί όλη τη χουντική προπαγάνδα για την προδικτατορική περίοδο, τα κόμματα και τον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Δεν είναι βέβαια πρώτη φορά που η «Δημοκρατία» συντάσσεται με την πιο ακραία εκδοχή της Δεξιάς για την πρόσφατη ελληνική ιστορία, αλλά οπωσδήποτε δεν παύει να μας ξαφνιάζει η ευκολία με την οποία αναπαράγονται στο φύλλο που πρόσκειται στη «σκληρή» πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας ως θέσφατα οι απόψεις των Απριλιανών.
Το βιβλίο βέβαια δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, εφόσον πρόκειται απλά για ένα συμπίλημα παραθεμάτων από προγενέστερα πονήματα ομοφρόνων του συγγραφέα, ενώ δεν λείπουν και οι χοντρές ανακρίβειες. Διαβάζουμε λ.χ. σε ένα σημείο: «Τον Απρίλιο του 1963 η Φρειδερίκη είχε δεχθεί στο Λονδίνο επίθεση από αριστερούς διαδηλωτές υπό την ηγεσία του κομμουνιστού Αμπατιέλου και της γυναίκας του» (σ. 48). Βέβαια εκείνη την εποχή ο Αντώνης Αμπατιέλος ήταν φυλακισμένος στην Ελλάδα, καταδικασμένος σε ισόβια.
Και η διαμαρτυρία της συζύγου του προς τη Φρειδερίκη είχε αντικείμενο ακριβώς την απελευθέρωσή του, όπως και των άλλων πολιτικών κρατουμένων. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους επίγονους του Γεωργαλά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αντιφάσεις μεταξύ ισχυρισμών που διατυπώνονται με διαφορά λίγων σελίδων.
Ενώ ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι μετά το αντικίνημα-φιάσκο του Γκλίξμπουργκ και τη φυγή του στο εξωτερικό «η άμεση επάνοδος του Βασιλέως στην Ελλάδα πράγματι ήταν η μόνη σωστή κίνησις που μπορούσε να κάνει» και ότι «αυτό επεδίωξε και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος από την πρώτη στιγμή» (σ. 215), λίγο παρακάτω αποκαλύπτει ότι «οι επαναστάτες αξιωματικοί δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στον Βασιλέα ότι έστρεψε τα όπλα εναντίον τους», ότι «κάποιοι πρωτεργάτες της Επαναστάσεως ήθελαν την άμεση εκθρόνισή του» και ότι ο Κ. Ασλανίδης δήλωνε «εάν έλθει ο Κωνσταντίνος θα τον σκοτώσω» και ο Μ. Μπαλόπουλος «να προειδοποιηθεί ο Κωνσταντίνος για να ξέρει τι τον περιμένει» (σ. 225).
Οσο για τα κρίσιμα ιστορικά ζητήματα, όπως λ.χ. τις εκλογές της βίας και νοθείας του 1963, το βιβλίο ακολουθεί τη λογική του Πόντιου Πιλάτου, ακριβώς όπως κάνει και ο τέως. Αποφεύγει δηλαδή να πάρει θέση, λέγοντας ότι υπάρχουν δύο (αλληλοαποκλειόμενα) ενδεχόμενα:
Είτε η ΕΡΕ πράγματι κατεχράσθη τον κρατικό μηχανισμό για να κερδίσει τις εκλογές με εκλογικό πραξικόπημα, είτε η Ενωση Κέντρου κατηγόρησε αβάσιμα την ΕΡΕ (σ. 45).
Εδώ εισάγεται η ιστορική έρευνα που απαιτεί από τον αναγνώστη να απαντήσει σε πολλαπλή επιλογή!
Στο ανοιχτά φιλοχουντικό βιβλίο δεν λείπουν σελίδες που εκθειάζουν προσωπικά τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, ενώ για το «δημοψήφισμα», που διενεργήθηκε κάτω από τις γνωστές συνθήκες το 1973, υποστηρίζεται ότι «πουθενά και από κανέναν δεν παρατηρήθηκε οποιαδήποτε μορφή παραποιήσεως, παρασπονδίας ή νοθείας» (σ. 276).
Εκεί που η συλλογιστική του βιβλίου ξεπερνά και την πιο δημιουργική φαντασία είναι το σημείο όπου η έκδοση του βιβλίου του τέως από το «Βήμα» αποδίδεται στην... Κεντροαριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ:
Η έκδοσις του βιβλίου του (από κεντροαριστερή εφημερίδα) συμπίπτει με την περίοδο που κυβερνά την Ελλάδα η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Τυχαίο άραγε; (σ. 51).
Η κατακλείδα του βιβλίου συνοψίζει το πνεύμα του συγγραφέα: «Η συνεργασία Βασιλέως - Γ. Παπαδοπούλου θα είχε κυριολεκτικά αλλάξει τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος» (σ. 281). Το κακό είναι ότι αυτή η συνεργασία όντως υπήρξε το 1967 και πράγματι άλλαξε την ιστορία μας, εγκαινιάζοντας μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της.