Στις αρχές του 2000 αποφασίστηκε ότι το κτίριο έχει «γεράσει» και ήταν πια ακατάλληλο για τις απαιτήσεις που έχουν σήμερα οι σύγχρονες βιβλιοθήκες. Οι εργασίες έχουν αρχίσει από το 2011, με την ανακαίνιση της περίφημης διατηρητέας «Salle labrouste» να προηγείται ενώ διάφορα άλλα μέρη του κτιρίου θα ανοίξουν περί το 2020. Οι αρχιτέκτονες δίνουν αγώνα προκειμένου να συνδυάσουν τα σύγχρονα και τα παλαιά στοιχεία του οικοδομήματος, με προσθήκες που θα το προστατεύουν ακόμα και από τα καιρικά φαινόμενα χωρίς να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του. Είναι σαν να έχουν ανοίξει ένα διάλογο ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, την ιστορία και την τεχνική.
Η πρώτη κίνηση των αρχιτεκτόνων είναι να αναδιοργανώσουν τη ροή των επισκεπτών, παρέχοντας εύκολη πρόσβαση στις συλλογές που υπάρχουν στο κτίριο όπως αυτές των χειρογράφων, των νομισμάτων, των χαρτών και φυσικά τους χώρους των αναγνωστηρίων. Σκάλες και ανελκυστήρες έχουν προστεθεί έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η κτιριακή ενότητα. Η μεγαλύτερη πρόκλησηήταν να αποκατασταθούν τα αρχικά ζωηρά χρώματα των τοίχων του αναγνωστηρίου και να διασφαλιστούν παράλληλα η συμβατότητα με τους σύγχρονους κώδικες και κανονισμούς της ημερήσιας λειτουργίας της Βιβλιοθήκης. Το κεντρικό κτίριο χτίστηκε αρχικά το 1868, ενώ τα υπόγεια επίπεδα προστέθηκαν ανάμεσα στο 1936 και 1938. Στη συνέχεια ενώθηκαν με πέντε ορόφους το 1959. Η δεύτερη φάση των εργασιών αρχίζει μέσα στο 2017.