Μου ζήτησε η μάνα μου (η μαμά είναι μόνο μία) να πάω στη λαϊκή να της πάρω ντομάτες και κάποια άλλα πράγματα, δεν έχει σημασία τι. Περπατώντας στη λαϊκή πέρασα μπροστά από μερικούς Ρομά που πουλούσαν ταπέτα. Μόλις με είδαν με τη φωτογραφική μηχανή περασμένη στο λαιμό μου (δεν πάω πουθενά χωρίς φωτογραφική μηχανή) μου ζήτησαν να τους φωτογραφίσω. Φυσικά και δεν έχασα την ευκαιρία.
Θέλησαν να δουν τη φωτογραφία που τράβηξα. Την είδαν, τους άρεσε. Με παρακάλεσαν, αν μπορώ, να τους φέρω τη φωτογραφία τυπωμένη σε χαρτί για να την έχουν. Τους είπα με ενθουσιασμό, «ασφαλώς! Αλλά όχι σήμερα την επόμενη βδομάδα που θα είστε και πάλι ξανά εδώ θα σας τη φέρω». Με ευχαρίστησαν μ’ ένα ζεστό χαμόγελο, κούνησα το κεφάλι μου συγκινημένος και συνέχισα το δρόμο μου.
Δεν πήγα ποτέ να τους δώσω τη φωτογραφία…
Κάποιες Δευτέρες (η μέρα της λαϊκής στην περιοχή μου) το θυμόμουν αλλά… είχα δουλειές. Τις περισσότερες απλά το ξέχναγα. Τέλος, όταν τους αναζήτησα, μετά από κάποιους μήνες, ήταν πλέον αργά. Δεν μπόρεσα να τους ξαναβρώ.
Αχ!, αυτή η αβάσταχτη ελαφρότητα που αντιμετωπίζουμε τους άλλους.
Αυτή η αβάσταχτη ελαφρότητα που αντιμετωπίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό…