to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

22:12 | 21.06.2012

πηγή: https://left.gr/92

Κοινωνία

Η αθώα απαρχή του ολοκληρωτισμού

Πώς ένας ποιητής κατασκευάζει την αποθέωση του ενός στη θέαση των άλλων.


Του Ευάγγελου Ιντζίδη

Ah! Quelle nécropole que le coeur humain! 
Pourquoi aller aux cimetières? 
Ouvrons nos souvenirs que de 

Flaubert



O ποιητής Δημήτρης Δημητριάδης (ενδεικτικά αναφέρω: «Πεθαίνω σα χώρα», «Λήθη», «Κατάλογοι»), σε πρόσφατη συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde σημειώνει: «Στην Ελλάδα ζούμε, εδώ και πολύ καιρό, υπό το φως ενός νεκρού αστεριού... Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα είδος διανοητικής στασιμότητας και ακαμψίας: έχουμε καθηλωθεί στις κοινωνικές και ψυχολογικές συνήθειές μας, τρεφόμενοι από μία νεκρή παράδοση, την οποία δεν διανοούμαστε να ανανεώσουμε... Μερικές φορές σκέφτομαι πως έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι που θέλουν να τιμωρήσουν τη χώρα... πως δεν πρέπει να μας λυπηθούν, διότι στην πραγματικότητα –πρέπει να το πούμε– ο ελληνικός λαός είναι εξίσου ένοχος: η ευκολία και η επιπολαιότητα που έχει επί μακρόν επιδείξει τον οδήγησαν στο να αποδεχτεί κάθε είδος βολέματος».



Ο ποιητής Δημήτρης Δημητριάδης αγνοεί πως το φως των νεκρών αστεριών ταξιδεύει ακόμη προς τον πλανήτη μας. Αγνοεί πως υπό το φως τους -ένα σήμα με καθυστέρηση σάμπως η Ιστορία- οι ποιητές προηγούμενων αιώνων βίωσαν την δική τους αλήθεια. Δημιουργεί μια συνάρθρωση, μια αλυσίδα από σημαίνοντα προκειμένου να μας "πνίξει", όλους μαζί και αδιακρίτως, στην ηγεμονία μιας νεκροφιλίας, δικαιώνοντας την πρωτοβουλία του να εκπροσωπήσει τη χώρα μας σε πρώτο πρόσωπο καθώς θα δηλώνει ότι πεθαίνει («Πεθαίνω {εγώ} σα χώρα»). 


Αλλιώς -και ακόμη χειρότερα- θεωρεί πως ο θάνατος ενός εγώ βρίσκεται σε αναλογία ή παρακολουθεί μια συλλογικότητα, επίσης αδιευκρίνιστη: μια χώρα. Σε αυτή την περίπτωση, εγώ πεθαίνω όπως μια χώρα, και δη η χώρα μου. 


Μου είναι κατανοητό πως οι ποιητές ενίοτε μαγεύονται από έναν και μόνον σκοπό, τη δικαίωση της αλήθειας του έργου τους, και πως έτσι διεκδικούν μια θέση στον λογοτεχνικό κόσμο με την αγωνία της επίδρασης. Μπορώ να αποδεχτώ τον τίτλο «Πεθαίνω σα χώρα» και έχω αποδεχτεί ως αναγνώστης και το περιεχόμενο του έργου, όπως και το στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», που ηχούσε εντός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. 

Εκείνο όμως που δεν μπορώ να αποδεχτώ είναι η σύγχυση που επιτελείται όταν ο ίδιος ο δημιουργός επιχειρεί μια κλειστή -ασφυκτική- ερμηνεία του έργου του, και μάλιστα διεκδικώντας την πολιτική της επικαιρότητα αλλά και την ταύτισή της με το όριο που θέτει κάθε συζήτηση για το πραγματικό. Μιας και κάθε φορά που μιλάμε για το πράγμα το ίδιο, το πράγμα είναι πάντα ένα όριο, θέτει ένα όριο, ο λόγος μας γι΄ αυτό δεν ταυτίζεται με το ίδιο. 



Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ποιητής δίνει μια συνέντευξη (άλλο κειμενικό είδος), στην οποία η υπόμνηση της λογοτεχνικής του ιδιότητας εκλαμβάνεται ως τεκμήριο αληθείας των λεγομένων του. Στη συνέντευξη αυτή συγχέει την Ελλάδα με το θεσμικό κράτος, το λαό -ως μια αδιευκρίνιστη και αδιαίρετη ενότητα, ως φαντασιακό όλον -με την ιδιότητα του πολίτη. Ταυτίζει την πολιτική κοινωνία με την κοινωνία των πολιτών. 

Διαστέλλει, έτσι, την ενικότητα του εγώ στην πληθυντικότητα του εμείς ( λ.χ. «{εμείς} δεν διανοούμαστε να ανανεώσουμε...» ή «{εμείς} πρέπει να το πούμε), και ταυτοχρόνως συστέλλει την πληθυντικότητα του εμείς στην ενικότητα του εγώ (λ.χ. "μερικές φορές {εγώ} σκέφτομαι πως έχουν δίκιο...») επιδιώκει δύο τινά: αφενός την μετατόπιση από την αναζήτηση της ορθολογικής αλήθειας στη γνώμη (η μετατόπιση από το εγώ στο εμείς, από τον ενικό στον πληθυντικό) και αφετέρου την ταύτιση της γνώμης με την αναζήτηση της ορθολογικής αλήθειας (η αντίστροφη μετατόπιση από το εμείς στο εγώ).

Δίχως να αναφέρεται στο γεγονικό υλικό που ενυπάρχει στο ουσιαστικό όνομα «βόλεμα» εκδίδει την ετυμηγορία του για έναν λαό σε μια χώρα -ή και για το λαό και για τη χώρα αδιακρίτως-, αποδίδοντας δίκαιο στην φαντασιακή προσφυγή των ευρωπαίων Άλλων στο ιδιωτικό του δικαστήριο. Φυσικά, αυτή η ετυμηγορία επιχειρεί να εκδοθεί από το εγώ του, το οποίο τώρα το ταυτίζει με το εμείς (αυτό το εγώ είναι τελικά το εμείς) καθώς λέγει: «πρέπει να το πούμε, ο ελληνικός λαός είναι εξίσου ένοχος...». 

Μιλώντας λοιπόν εξ ονόματος όλων ημών, όσων τέλος πάντων αναγνωρίζουμε στην ατομικότητά μας την προσδιοριστικότητα ελληνικός λαός, ο Δημητριάδης αποθεώνει τη ρητορική της αποσιώπησης με εκείνο το «εξίσου» («εξίσου ένοχος»). Φαίνεται πως υπάρχει μια άρρητη σύγκριση. Ποια είναι αυτή; Από τη μια μεριά ποιος μπαίνει και συγκρίνεται με το φαντασιακό όλον «λαός»; Ποιος ή τι είναι «εξίσου» ένοχο με το λαό; Άρρητο. Όπως άρρητο είναι κάθε άσυλο της άγνοιας εντός του οποίου πρέπει εμείς να λυτρωθούμε υπό την παρηγορητική ποιητική του Έλιοτ, σύμφωνα με την οποία, αφού η σύγχρονη Ευρώπη είναι έτσι, τότε ας γυρίσουμε πίσω σε ένα απέραντο μεσαιωνικό φέουδο μιας χριστιανικής μεσαιωνικής Ευρώπης [1]. Αν το τέλος και η πτώση κάθε αυτοκρατορίας σήμαινε και την αρχή της, τότε το ΄Αουσβιτς δεν θα τέλειωνε ποτέ... Εκτός και αν η πτώση σημαίνει το μετασχηματισμό του παλαιού σε κάτι εντελώς διαφορετικό.

Διαφορετικά, ισχύει αυτό που ισχύει σε όλες τις μεγάλες πολιτισμικές παραβολές, αυτές που μας συγκροτούν ως συλλογικότητες: σε κάθε αρχή ενυπάρχει εκείνο το στοιχείο της πτώσης. Σε κάθε αρχή ενδημεί και ο τρόπος τους τέλους. Στη δημιουργία του παραδείσου ενδημεί και ο τρόπος του τέλους του (το δέντρο της γνώσης). ΄Ενας πειρασμός στον οποίο οι λαοί έχουν την τάση να ενδίδουν και να τιμωρούνται εκ Θεού. Αν είμαστε λοιπόν προορισμένοι για ένα τέτοιο τέλος, παραδομένοι στο θεϊκό μας προορισμό να χαθούμε αφού γεννηθήκαμε αμαρτωλοί, τότε ο ποιητής δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να είναι ο τοποτηρητής της πραγμάτωσης μιας τέτοιας θεϊκής προσταγής. Αυτός ο καλβινιστικός τρόπος σκέψης, αυτός ο θεϊκός προκαθορισμός της ενοχής, είναι η νομιμοποίηση κάθε κοινωνικής διάκρισης: γεννήθηκες για να είσαι φτωχός και πρέπει να υπακούσεις στο θεϊκό σου προκαθορισμό. Αυτό είναι το άσυλο της άγνοιας στο οποίο μας καταδικάζει ο θάνατος λαού και χώρας, κατά τον ποιητή. Αυτή και η ισότητα των Ισοπεδιστών του 17ου αιώνα (Levelers), η αντιδραστική έννοια της ισότητας, σύμφωνα με την οποία είμαστε ίσοι –και άρα ίσοι και στον αφανισμό μας– εντός μιας άνισης κοινωνίας!

Mal de siècle ή η αλαζονεία του θαύματος;


Ο Δημητριάδης, έμπλεως ματαιοδοξίας, επιχειρεί να παρουσιαστεί στα «ένδοξα Παρίσια» ως ελληνική εκδοχή του John Barth. «Η πραγματικότητα είναι ένας υπέροχος τόπος για να επισκεφτεί κανείς, όχι όμως και για να ζήσει», είχε γράψει ο τελευταίος το 1964. Ο Δημητριάδης, μοιάζει να ισχυρίζεται, αυτοναφορικά: «Η Ελλάδα είναι ένας υπέροχος τόπος για να εφαρμόσει κανείς την τιμωρία, όχι όμως και για να τον καταστήσει βιώσιμο». Η αποθέωση του μισανθρωπικού mal de siècle κατά τον ποιητή!

Ουδόλως ενδιαφέρει τον ποιητή Δημητριάδη η ευθύνη του απέναντι στο πρόσωπο του άλλου (le visage d’ autrui). Στο δικό του σύμπαν, ο ποιητής και εκτός του σύμπαντος του Άλλου –εκτός δηλαδή της ηθικής σχέσης που τίθεται από το αίτημα για τον Άλλο. Αυτός ο Άλλος είναι ένοχος και πρέπει να τιμωρηθεί.

Η όποια όμως ενοχή του ΄Αλλου, του ομόγλωσσου με το κείμενό του, των αναγνωστών/τριών του δηλαδή, δεν αναθέτει στον Δημητριάδη καμία ευθύνη. Ο ποιητής δεν έχει σχέση με αυτή. Δεν αισθάνεται παρά εκτός αυτής της ενοχής, μεταφυσικά μαγεμένος. Μονάχα τη θρηνεί. Και εδώ θεμελιώνεται μια σχέση άνευ ηθικής, και πάντως επουδενί μια ηθική σχέση ή έστω και μια ανήθικη σχέση (γιατί και το ανήθικο αναφέρεται σε μια ηθική). Ο Λεβινάς γράφει: «όταν περνώ πλάι τους {ενν. το ζητιάνο, τον άστεγο} στο δρόμο, εύχομαι σιωπηλά να ήταν αόρατοι και τρομάζω με την απανθρωπιά μου (…)». ΄Οταν συναντάμε τον άλλο, «αμαρτωλό» ή «αναξιοπαθούντα», η αδυναμία μας να κάνομε κάτι, να συναισθανθούμε, δεν μας καθιστά αξιοπρεπείς πολίτες αλλά εξίσου απάνθρωπους. 


Ποια είναι λοιπόν η ευθύνη των ποιητών για τον «ένοχο λαό»;. Για το «βόλεμά» του; Το έργο του Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα» είχε καλή τύχη και ταξίδεψε σε χέρια πολλών Ελλήνων/ίδων αναγνωστών/τριών δύο δεκαετίες τώρα. Δραματοποιήθηκε επίσης όχι και λίγες φορές. Η ευθύνη; ΄Η συμφωνείτε, κ. Δημητριάδη, με τον τρόπο που σας παρουσιάζουν τα ηλεκτρονικά μέσα, ως ένα παραγνωρισμένο ποιητή; Πότε σας παραγνώρισαν; Και ενώ δεν είναι έτσι, γιατί αυτή η αναγνώριση που σας δόθηκε και σας άξιζε δεν ήταν αρκετή, από έναν «λαό που τρέφεται από μία νεκρή παράδοση»; Ο λαός μας, εμείς δηλαδή, είμαστε και κανίβαλοι τρεφόμενοι από νεκρή σάρκα αλλά και ένοχοι... Αναρωτιέμαι πως θα ένιωθε για μια τέτοια λογογραφία ακόμη και ο Ηρόδοτος (ως μέρος αυτής της «νεκρής παράδοσης»).

***

Η καθίζηση των μεγάλων πολιτικών και πολιτιστικών χειρονομιών δημιούργησαν την ακιζόμενη βαρυθυμία, τον μπλαζεδισμό και το αίσθημα της πολυδιαφημισμένης ματαιότητας. Στο πεδίο αυτό αναφάνηκε το «nothingness», η αποσύνθεση των οργανικών κοινοτήτων και η εξύμνηση της αυτο-απομόνωσης ως εσχατολογία, ως ψευδής συνείδηση και ενίοτε ως ιδιαιτέρως επικερδής τοιαύτη, σε μια κοινωνία της διαπλοκής, όπου οι πλατιές μάζες θα έπρεπε να εκπαιδευτούν στην αποδοχή της οριστικής απώλειας του προσώπου τους.

Το αίτημα να μιμηθεί η ζωή τη λογοτεχνία, διατυπώθηκε από συγγραφείς μεγάλου διαμετρήματος, όπως ο Μπόρχες. Πολλά μπορεί να εννοούσαν με αυτό, σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν εννοούσαν αυτό που ναρκισσιστικά υπονοεί ο Δημητριάδης - να επιτελεστούν, δηλαδή, σε συνθήκες αντικειμενικής πραγματικότητας οι εφιαλτικές διαστάσεις των κειμενικών και παρακειμενικών δεδομένων του έργου του. Η λογοτεχνία μεταμορφώνει στο πεδίο της την πραγματικότητα σ΄ έναν κόσμο καθ΄εαυτόν, στον κόσμο της μεταφοράς. Η θανατολαγνεία και η σκληροπυρηνική θρησκευτική παρενδυσία που κρύβονται πίσω από τα ιδεολογήματα του Δημητριάδη, δεν έχουν σχέση πλέον ούτε με τη λογοτεχνία ούτε με την αντικειμενική πραγματικότητα. Έχουν πιθανότατα σχέση με την ανατριχιαστική φιλοδοξία, να γίνει η Ελλάδα ένας σωρείτης θανάτων, ώστε να επαληθευτεί το λογοτέχνημά του ως Ιερό Βιβλίο μιας τιμωρητικής θρησκείας με προφήτη τον ίδιο.

Ο Κώστας Βάρναλης, σε κύριο άρθρο από τους «Νέους Πρωτοπόρους», τον Φεβρουάριο του 1935, παρατηρούσε: «Η αστική τάξη πρόδωσε και στο ζήτημα της τέχνης τη μεγάλη μάζα του εργαζόμενου λαού, όπως και σ΄ όλα τ΄ άλλα. Χάλασε το φυσικο καλλιτεχνικό ένστικτο του λαού, για να τον ταΐζει με άχερα, με χοντροκομμένα ανούσια, παραλυτικά της ψυχής του αναγνώσματα". Η νεκρή παράδοση από την οποία τρεφόμαστε είναι ο θάνατος δίχως ανάσταση. Από αυτή την παράδοση που κατασκεύασαν έτσι οι μεταπραττικές απομιμήσεις της ευρωπαϊκής παράδοσης (και μάλιστα επιλεκτικά) εν Ελλάδι. Πρόκειται όμως για μια παράδοση μεταπραττών που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τη δική τους πρόταση εντός μιας άλλης παράδοσης. Εκείνης που από το θάνατο οραματίζεται την ανάσταση. Και το λέω αυτό επειδή με ενδιαφέρει και με αφορά η ευρωπαϊκότητα αλλά όχι ως επιστροφή στην τιμωρία του καλβινισμού, μήτε ως επιστροφή στον προ του διαφωτισμού ευρωπαϊκό κόσμο. 


Toυ Ευάγγελου Αποστόλου-Ιντζίδη, δάσκαλου




ΥΓ: «Τα μεγάλα νεωτερικά κείμενα μάς εισάγουν στο Θέατρο της Εσωτερικής Ζωής και βρίσκουν με αυτόν τον τρόπο μόνο τη δικαίωσή τους. Δεν είναι ο κυνισμός, η μισανθρωπία και ο αυτιστικός εστετισμός που κάνουν κάποιον Céline. Αυτά, διότι επιτέλους και η επαρχιώτικη μεγαλομανία του would have been πρέπει να έχει και τα όριά της!», γράφει ο Νίκος Σκοπλάκης.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)