to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Χρειάζεται μια σύγκρουση να γίνει μέσα στην κοινωνία

Τη συνέντευξη πήραν οι Ιωάννα Δρόσου και Παύλος Κλαυδιανός


Συζητάμε με την Φανή Κουντούρη, επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο τον κομματικό ανταγωνισμό και την πολιτική επικοινωνία, για τη στρατηγική της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για το ρόλο των κινημάτων και του διαδικτύου. Όπως η ίδια τονίζει, «ο ΣΥΡΙΖΑ πολλές φορές παρασύρεται από την πολιτική ατζέντα της ΝΔ. Πρέπει να αναδείξει μια θετική, προγραμματική και μεταρρυθμιστική ατζέντα με γνώμονα μια συμμετοχική, πλουραλιστική κουλτούρα, στην κατεύθυνση της παράδοσης της ελληνικής αριστεράς».

Πώς σκιαγραφείτε την ατζέντα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας; Πώς διαμορφώθηκε η στρατηγική της και ποιοι οι στόχοι της;

Προτού συζητήσουμε τη στρατηγική της, είναι πολύ σημαντικό να δούμε τα θεμέλια αυτής. Έχει οικοδομηθεί ένα μοντέλο διακυβέρνησης με ορισμένα διακριτά χαρακτηριστικά: είναι συγκεντρωτικό, προσωποπαγές, και παράλληλα ιδιαίτερα ευέλικτο. Είναι αυτό που η κυβέρνηση ονομάζει «επιτελικό κράτος» και αναδεικνύει ένα πολύ προσωπικό ύφος εξουσίας. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει την πλήρη εποπτεία, απορροφά μέρος του έργου των υπουργείων, ελέγχει το στελεχιακό προσωπικό της δημόσιας διοίκησης. Πέρα από το συγκεντρωτισμό στη διακυβέρνηση, παρατηρούμε και ένα συγκεντρωτικό μοντέλο διαχείρισης της πληροφορίας. Και πάλι εδώ έχουμε μια ελεγχόμενη ροή πληροφορίας, η οποία διακινείται από λίγα πρόσωπα, παράγοντας ένα ενιαίο και εύληπτο αφήγημα.

Φυσικά, η αναπαραγωγή της κεντρικής γραμμής ευδοκιμεί σε ένα περιβάλλον δημοσιότητας όπου τα περισσότερα ΜΜΕ είναι φιλικά απέναντι στην κυβέρνηση. Αποφεύγεται έτσι ο πληροφοριακός θόρυβος. Από τις εκλογές του 2019 και ύστερα, αναγνωρίζω μια τριπλή ατζέντα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ένα πρώτο στοιχείο είναι μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι προωθείται συστηματικά η ατζέντα της τάξης και της ασφάλειας και ένα τρίτο στοιχείο είναι η ατζέντα της πόλωσης, ή αν θέλετε της πολιτικής στιγματισμού του αντιπάλου.

Η πρώτη επέτρεψε τη διατήρηση και την εμπέδωση του ιδεολογικού στίγματος της ΝΔ. Ήδη πριν την πανδημία μία σειρά από νομοσχέδια όπως τα εργασιακά (ο αναπτυξιακός νόμος), η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ αλλά και μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας ο περιβαλλοντικός νόμος, η αλλαγή θεσμικού πλαισίου στις συγκεντρώσεις συντηρούν και αναβαπτίζουν το ιδεολογικό στίγμα της ΝΔ, ως τη μόνη ικανή δύναμη για ανάπτυξη, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, η αριστερά καταγγέλλεται ως μια αποαναπτυξιακή δύναμη στην κατεύθυνση επαναπροσδιορισμού της διαιρετικής τομής Αριστεράς-Δεξιάς. Η ατζέντα της ασφάλειας ήταν το βασικό πλαίσιο αναφοράς που επέτρεπε στη ΝΔ να αναπλαισιώσει μία σειρά από θέματα όπως άσυλο, ρυθμίσεις για τα ΑΕΙ, πορείες, Εξάρχεια, μεταναστευτικό-προσφυγικό: το «καθάρισμα από τη βία των πανεπιστημίων» (κατάργηση ασύλου), η «ανεξέλεγκτη μετανάστευση» και στη συνέχεια η «λαθρομετανάστευση» (μετεγκατάσταση προσφύγων σε κλειστές δομές της ενδοχώρας, επαναπροωθήσεις), η «ανακατάληψη των πόλεων» (εκκενώσεις καταλήψεων σε Εξάρχεια και Κουκάκι).

Πρόκειται για μία ατζέντα που ενεργοποιεί συντηρητικά και φοβικά αντανακλαστικά ποικίλων εκλογικών στρωμάτων της κοινωνίας. Σε ό,τι αφορά την ατζέντα της πόλωσης αυτή φυσικά έχει μεγάλο βάθος ήδη από την ανάληψη της προεδρίας από τον κ. Μητσοτάκη και εμπεδώθηκε και προεκλογικά ως στρατηγική στιγματισμού του αντιπάλου και ηθικής απαξίωσής του (θυμίζω κοτερολογία στις παραμονές των εκλογών, αναπλαισίωση της υπόθεσης Νοβάρτις ως σκευωρίας και όχι ως σκανδάλου) καταλήγοντας σήμερα σε μια απόπειρα στιγματισμού, που παίζει οριακά με τη δημιουργία μιας αίσθησης θεσμικής ή κινηματικής συμπόρευσης του ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή. Είναι μια ατζέντα πολύ ορατή, η οποία δεν είναι προγραμματική και στοχεύει να τραβήξει μια διαιρετική τομή, μεταξύ καθαρών και διεφθαρμένων δυνάμεων.

Αυτοί οι τρεις πυλώνες που περιγράψατε μπορούν να καταστήσουν κυρίαρχη τη Νέα Δημοκρατία ή έχει δημιουργήσει μια εύθραυστη ισορροπία, που ένα γεγονός θα είναι ικανό να την κάνει να καταρρεύσει; Η πανδημία, για παράδειγμα, είναι ένας εξωγενής, αλλά πολύ ισχυρός παράγοντας.

Είναι αλήθεια ότι είμαστε μπροστά σε μια τριπλή κρίση: υγειονομική κρίση, οικονομική κρίση και κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση πιέζεται πολύ, ωστόσο παρατηρούμε ότι έχει αναπτύξει αντοχές. Η πανδημία ενέχει πολύ έντονα το στοιχείο του φόβου και της αβεβαιότητας. Ο φόβος δεν είναι ένα στοιχείο κινητοποιητικό, όπως είναι ο θυμός και η οργή τα κυρίαρχα συναισθήματα στη δεκαετία της κρίσης, που έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους.

Αντίθετα, δημιουργεί μια μεγαλύτερη αμηχανία. Παράλληλα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση μπορεί και έχει καταφέρει –επειδή της το επιτρέπει το συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας και επικοινωνίας- να ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ροές της πληροφορίας αφού το πεδίο της δημοσιότητας είναι ευνοϊκά διακείμενο απέναντί της και αυτό της επιτρέπει να οικοδομήσει την ατζέντα που της είναι πολιτικά ωφέλιμη και να απωθεί τις όποιες προσπάθειες αναπλαισίωσης των προβλημάτων από τους αντιπάλους. Επίσης, είμαστε σε μία στιγμή, που δεν έχουμε αντιδράσεις από τα κάτω. Είχαμε ένα πολύ σημαντικό βαθμό συναίνεσης –πολιτικό και κοινωνικό- στη διάρκεια του πρώτου κύματος πανδημίας, που ευνόησε το κυβερνητικό αφήγημα.

Ούτως ή άλλως δεν επιτρέπεται η κριτική στην κυβερνητική πολιτική την περίοδο της πανδημίας, πόσω μάλλον αν κάποιος πολιτικός χώρος επιχειρήσει να καταθέσει αντιπρόταση ως προς τα μέτρα αντιμετώπισης, τότε λοιδορείται και στοχοποιείται…

Στο πρώτο κύμα της πανδημίας δημιουργήθηκε μια πολύ κρίσιμη και ουσιαστική συναίνεση και από την κοινωνία και από το πολιτικό σύστημα. Αυτό που βλέπω ότι αλλάζει τώρα, καθώς κρίνω ότι η κοινωνική και η πολιτική συναίνεση δεν θα διατηρηθούν, είναι ότι αντιστρέφεται το κοινωνικό κλίμα. Όπως δείχνουν και οι κοινωνικές έρευνες, έχουμε μια μετατόπιση σε μια κατεύθυνση ματαίωσης, απογοήτευσης, άγχους και οικονομικής ανασφάλειας.

Σε πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, τα πέντε πρώτα αισθήματα που αναφέρονται από τους ερωτώμενους έχουν αρνητική χροιά (αβεβαιότητα, ανασφάλεια, άγχος, απογοήτευση, φόβος), ενώ τον Μάρτιο, πριν από το πρώτο κύμα της πανδημίας, η αισιοδοξία –από τη θετική πορεία της οικονομίας, και από ψηφοφόρους που έβλεπαν θετικά την κυβερνητική αλλαγή, κ.λπ.- συμπορευόταν με το αίσθημα της ανασφάλειας. Το στοιχείο της αισιοδοξίας ενυπήρχε στο κοινωνικό σώμα. Τώρα το αίσθημα αυτό έχει καταβαραθρωθεί (η αισιοδοξία από την πρώτη θέση μεταξύ των αισθημάτων τον Απρίλιο 2020 με 39,8%, έχει υποχωρήσει τον Σεπτέμβριο του 2020 στην έκτη θέση με 15,8%).

Πρόκειται για αρνητικά συναισθήματα που αν και προκαλούν ένα κινητοποιητικό μούδιασμα, θα εκδηλωθούν με άλλους τρόπους και μπορούμε εδώ να σκεφτούμε την πτώση της κυβερνητικής αξιοπιστίας, τη φθορά και την εκλογική μετατόπιση ψηφοφόρων. Ένα ακόμα στοιχείο που θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε είναι ότι ακριβώς επειδή η πανδημία δεν είναι το πρώτο θέμα στα θέματα που απασχολούν τους πολίτες –αν δούμε και πάλι τις έρευνες (π.χ. διαΝΕΟσις) η πανδημία δεν θεωρείται από τους πολίτες η σημαντικότερη απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα, πρώτη είναι η οικονομία, δεύτερο το μεταναστευτικό-προσφυγικό και τρίτο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις- έχουμε ένα μείγμα, που θα εκφραστεί κοινωνικά. Και εδώ γεννάται ένα καίριο ερώτημα: Μπροστά στην οργή κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, είχαμε την ελπίδα, που δημιούργησε μια ανάταση των προσδοκιών.

Ποιος είναι αυτός ο δείκτης σήμερα που μπορεί να αντιστρέψει το κοινωνικό κλίμα; Θα έλεγα ότι μια πολύ σημαντική παράμετρος είναι η εμπιστοσύνη. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό δείκτη δημοκρατικής εμβάθυνσης. Η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης μπορεί να είναι μια συνθήκη, η οποία θα μπορέσει να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό. Εμπιστοσύνη σημαίνει σκέφτομαι με μεγαλύτερη βεβαιότητα, σχεδιάζω, ονειρεύομαι, πλαισιώνω τις ανάγκες μου με μια πιο σταθερή πυξίδα. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η εμπιστοσύνη ήταν από τους πρώτους δείκτες που κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης, απέναντι στα κόμματα, την πολιτική, τα ΜΜΕ.

Ο Κ. Δουζίνας είχε γράψει στην «Εποχή» πρόσφατα πως «τον επόμενο χειμώνα θα γυρίσουμε στις μέρες του ’11. Ποια φωνή και ποια ιδεολογία θα δώσει το στίγμα στο νέο κύμα διαμαρτυρίας και αντίστασης είναι ένα ανοικτό ερώτημα». Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε, κατά το κίνημα των πλατειών, σε δύναμη ελπίδας. Σήμερα, φαίνεται να μην μπορεί να εμπνεύσει ξανά, να απαντήσει στα ερωτήματα της περιόδου. Ποια η εκτίμησή σας όσον αφορά τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ;

Είναι μια καίρια και μεγάλη συζήτηση το γιατί δεν ανακάμπτουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, το τελευταίο διάστημα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη δεκαετία του 2000, πριν από την κρίση δημοσιονομικού χρέους, επέμεναν σε στρατηγικές πόλωσης (ειδικά μέσα από την ανάδειξη της σκανδαλολογίας) και πολιτικοποίησης ζητημάτων της  καθημερινότητας του πολίτη. Η δεκαετία της κρίσης ανέτρεψε αυτές τις στρατηγικές και ανέδειξε στρατηγικές διλημματικές που κινητοποιούσαν τα φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας αλλά και στρατηγικές κινηματικές διεκδίκησης και ανατροπής. Πλέον βρισκόμαστε σε ένα άλλο πολιτικό τοπίο μπροστά σε μία νέα ατζέντα μιας τριπλής κρίσης που φέρει διακριτά χαρακτηριστικά και αναδεικνύει νέες δυναμικές και ίσως να οδηγήσει σε νέες διαιρετικές τομές.

Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναπτύξει μία αντιπολιτευτική γραμμή εφ’ όλης της ύλης στα ζητήματα της εθνικής στρατηγικής και της υγειονομικής κρίσης. Φυσικά υπάρχει το περιθώριο της σημειακής αντιπολίτευσης όπως και γίνεται (επέκταση στα 12 μίλια, κριτική για την μη επαρκή προετοιμασία στα νοσοκομεία, στα ΜΜΜ). Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνδυάζει δύο στοιχεία: από τη μια είναι μια κυβερνητική δύναμη, ένας πυλώνας του πολιτικού ανταγωνισμού, και από την άλλη, πρέπει να είναι ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα και παράλληλα να ενεργοποιεί τα ριζοσπαστικά στοιχεία, που είναι καταστατικά της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σημαντικό να υπάρξει μια δυναμική και όχι αμυντική, συντεταγμένη και καθημερινή στρατηγική, η οποία θα αρθρώσει έναν προγραμματικό λόγο, στην κατεύθυνση ζητημάτων που έχει ήδη αναδείξει, όπως είναι το νέο παραγωγικό μοντέλο, η κοινωνική ατζέντα (βλ. το πρόγραμμα Μένουμε Όρθιοι), το αποτελεσματικό κράτος, το ισχυρό και αναγκαίο δημόσιο τομέα και τη νέα περιβαλλοντική ατζέντα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πολλές φορές παρασύρεται από την πολιτική ατζέντα της ΝΔ. Πρέπει να αντιταχθεί με τρόπο εμφατικό και να αναδείξει μια θετική, προγραμματική και μεταρρυθμιστική ατζέντα με γνώμονα μια συμμετοχική, πλουραλιστική κουλτούρα, στην κατεύθυνση της παράδοσης της ελληνικής αριστεράς.

Πώς θα περάσει στη δημόσια ατζέντα, όταν τα ΜΜΕ είναι ένα φιλικό για την κυβέρνηση πεδίο;

Θεωρώ ότι η πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να εξαντλείται στην επιθετική ρητορική απέναντι στα λεγόμενα συστημικά ΜΜΕ. Νομίζω ότι εδώ χρειάζεται μια σύγκρουση, που δεν μπορεί να γίνει στα ΜΜΕ, αλλά πρέπει να γίνει μέσα στην κοινωνία· είναι η αυτοδιοίκηση, ο συνδικαλισμός, τα πανεπιστήμια οι τόποι όπου γειώνεται ένα πρόγραμμα. Έχω την αίσθηση ότι στη διάρκεια των δημοτικών εκλογών δεν φάνηκε να υπάρχει μια ζύμωση μέσα στην κοινωνία και αυτό είναι ένα στοιχείο που διαμόρφωσε και το αποτέλεσμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, το 2012, συναντήθηκε με μια κοινωνιοκεντρική ατζέντα, ήταν μια ατζέντα από τα κάτω, η οποία αντιπαρατέθηκε με τον πολιτικό αυτισμό της περιόδου. Και εκείνη την περίοδο τα ΜΜΕ ήταν μνημονιακά, στεκόντουσαν κριτικά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν εξηγεί, λοιπόν, τα πάντα το γεγονός ότι στα ΜΜΕ επιβάλλεται μια συγκεκριμένη ατζέντα. Τώρα δεν υπάρχουν κινηματικές συνθήκες, δεν μπορεί να ευοδωθεί μια συνάντηση από τα κάτω.

Άρα πρέπει να βρεθούν τα κοινωνικά ερείσματα που θα σε φέρουν πιο κοντά στα κοινωνικά αιτήματα. Και εδώ έχει δημιουργηθεί μια αντίφαση. Έγινε στον ΣΥΡΙΖΑ μια διεύρυνση από τα πάνω, που δεν συνάντησε μια αντίστοιχη διεύρυνση από τα κάτω.  Συνοψίζοντας, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αντιπαρατεθεί ηχηρά και όχι μετριοπαθώς στη βάση μιας προγραμματικής ατζέντας, χωρίς να παρασύρεται από τον πολωτικό λόγο της ΝΔ. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αφουγκραστεί σε βάθος την περίοδο που διανύουμε, καθώς αναδεικνύονται διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και ενδεχομένως να αναδειχθούν νέες διαιρετικές τομές.

Σε ποιους τομείς μπορεί να προκληθούν αυτές οι διαιρετικές τομές;

Αυτό είναι ένα ερώτημα που επεξεργάζομαι, χωρίς να μπορώ να σας πω κάτι με βεβαιότητα. Είναι γεγονός, αποτυπώνεται και σε έρευνες, πως υπάρχουν πλέον διαιρετικές τομές που δεν εγγράφονται στην κλίμακα Αριστεράς-Δεξιάς. Ένα μέρος του κόσμου θεωρεί ότι δεν μπορεί να αυτοτοποθετηθεί σε αυτό το δίπολο.

Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να δηλώνει βίγκαν, φεμινίστρια, ευαισθητοποιημένος στα ζητήματα κλιματικής αλλαγής και να αντιμετωπίζει τους μετανάστες φοβικά. Είναι μια μίξη στοιχείων που πια προσδιορίζουν νέες ταυτότητες και πρέπει να τη δούμε. Για παράδειγμα, βλέπουμε νέους να ευαισθητοποιούνται και να κινητοποιούνται για τον Ζακ Κωστόπουλο, χωρίς όμως να πολιτικοποιούνται, να ψηφίζουν ή να συμμετέχουν σε άλλες πολιτικές κινητοποιήσεις ή να φέρουν ένα καθαρό ιδεολογικό στίγμα.

Πρόσφατα στοιχεία από το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο τεκμηριώνουν ότι οι θέσεις απέναντι στη μετανάστευση ήταν η βασική διαιρετική τομή, ενώ οι ψηφοφόροι μπορεί να συνέκλιναν σε ζητήματα φυλετικών προκαταλήψεων ή υγειονομικής περίθαλψης. Στην Ελλάδα, η αποδοχή ή απόρριψη προγραμμάτων διάσωσης κατά τη διάρκεια της κρίσης του δημόσιου χρέους δημιούργησε μια νέα διαχωριστική γραμμή μνημονιακών-αντιμνημονιακών δυνάμεων, ενώ η διεθνής εμπειρία δείχνει και άλλες υποκείμενες διαιρέσεις στο εκλογικό σώμα, όπως παγκοσμιοποίηση-εθνικισμός, θρησκευτική-κοσμική, αστική-αγροτική κλπ. Μελετώντας, λοιπόν, τη διεύρυνση της έννοιας του πολιτικού, θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε τις νέες διαιρετικές τομές.

Είπατε πως είμαστε σε μια φάση κινηματικής νηνεμίας. Μήπως έχουν αλλάξει τα εργαλεία των κινημάτων; Μήπως τελικά πρέπει αν δούμε το ρόλο των σόσιαλ μίντια, όταν όσες υποχωρήσεις έχει αναγκαστεί να κάνει τους μήνες της πανδημίας, οφείλονται στις αντιδράσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση σήμερα αναδιπλώνεται σε ζητήματα που βλέπει ότι έχουν μια έξαρση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιατί γνωρίζει ότι εκεί δεν μπορεί να υπάρξει κεντρικός έλεγχος, μεταξύ άλλων. Οι νέες τεχνολογίες χαρακτηρίζονται από ορισμένα ποιοτικά στοιχεία που προβληματίζουν την κεντρική εξουσία, όπως η ταχύτητα διάδοσης των πληροφοριών, ο όγκος της πληροφορίας που μεταδίδεται, ο εξισωτισμός στην παραγωγή της πληροφορίας, αυτοί που μέχρι πρότινος ήταν καταναλωτές γίνονται παραγωγοί πληροφοριών, η διεύρυνση της ορατότητας θεμάτων και προσώπων. Οπότε πρέπει να συνεκτιμήσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά στις σύγχρονες μορφές επικοινωνίας όπως και κάτι ακόμα.

Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε τις μορφές πολιτικής έκφρασης στο διαδίκτυο, ως μορφές πολιτικής συμμετοχής και η απάντηση είναι καταφατική. Επομένως, τόσο η έννοια της συμμετοχής όσο και η έννοια της πολιτικής, έχουν διευρυνθεί, ακόμα και μέσα σε ένα πλαίσιο αδιαφορίας για την πολιτική (όπως πιστοποιούν οι έρευνες). Επομένως, εάν ένα τουιτ πλέον θεωρείται μορφή πολιτικής συμμετοχής και αν μία δολοφονία εγγράφεται ως γυναικοκτονία, άρα εγγράφεται στο πεδίο των φεμινιστικών διεκδικήσεων, όταν αυτά τα δύο συναντηθούν έχουμε νέες μορφές πολιτικοποίησης και συμμετοχής.

Αυτό το στοιχείο είναι πολύ ενδιαφέρον, έχει ωστόσο και αρνητικές πλευρές. Αναφέρομαι σε μορφές πολιτικών εκστρατειών από τα κάτω, οι οποίες είναι καμπάνιες πολιτικού στιγματισμού ενέχουν ορισμένα χαρακτηριστικά κινητοποίησης, αλλά προκαλούν την πόλωση ή αυτό που ονομάζουμε πολιτικό φυλετισμό (διχασμός μεταξύ στρατοπέδων «εμείς» και «αυτοί»). Σε αυτή τη σκοτεινή πλευρά της διαδικτυακής ελευθερίας καλλιεργούνται τα fake news, η παραπληροφόρηση, η επιρροή του εκλογικού αποτελέσματος, ο λόγος μίσους. Έχουμε, λοιπόν, ένα φαινόμενο που έχει δύο όψεις που δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν πολιτικά.

Κατά τη γνώμη σας, ανιχνεύεται αυτό το στοιχείο που θα αναιρέσει τη ρευστότητα της περιόδου;

Ζούμε σε μία εποχή ρευστότητας και αβεβαιότητας ενώ βγήκαμε ως χώρα από μία περίοδο κρίσης που συντάραξε συθέμελα τις συντεταγμένες του πολιτικού συστήματος. Την προηγούμενη δεκαετία η ρήξη ήταν βαθιά. Ρήξη στον δικομματισμό, ανανέωση πολιτικού προσωπικού που έφτασε στο 50%, αλλά και ρήξη με την πολιτική εμπιστοσύνη και σπάσιμο του πολιτικού δεσμού. Ήταν μία εποχή ρευστότητας που οδήγησε στην επαναδόμηση του πολιτικού πεδίου.

Η επιστροφή στην κανονικότητα μοιάζει σήμερα ότι διήρκεσε λίγο. Έχουμε μια τριπλή κρίση, όπως προανάφερα, που επιβαρύνεται και από την περιβαλλοντική κρίση, την οποία ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ υποτιμά παρότι πρόκειται για μια πρόκληση που έχει εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση. Όμως, παράλληλα έχουμε αυτό το στάσιμο κοινωνικό κλίμα. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια συνθήκη κατά την οποία συσσωρεύονται στοιχεία τα οποία θα εκφραστούν πολιτικά στο άμεσο μέλλον. Το πώς θα εκφραστούν μπορούμε να το φανταστούμε μόνο σεναριακά ανάλογα με το εύρος και το βάθος της κάθε κρίσης ξεχωριστά.

Μία κρίση στα ελληνοτουρκικά μπορεί να επαναφέρει τη συσπείρωση κάτω από τη σημαία και την επιβεβαίωση της ηγεσίας, μία νέα οικονομική κρίση στον απόηχο της υπέρβασης των άλλων κρίσεων ενδέχεται να οδηγήσει σε μετακίνηση ψηφοφόρων, ενώ η έξαρση του δεύτερου κύματος της πανδημίας μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.

Τι αναδείχθηκε κατά τη δίωξη και τη δίκη της Χρυσής Αυγής όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και πώς αυτό επηρεάζεται από την καταδίκη;

Πρόκειται για μια απόφαση-σταθμό που δημιουργεί νέα δεδομένα στο πολιτικό σύστημα. Κατ’ αρχάς, καταδεικνύει ορισμένα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το θεσμικό πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι τέτοιου είδους μορφώματα, πια, καταδικάζονται, ενώ ταυτόχρονα στέλνεται ένα μήνυμα στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Ακόμα, η καταδίκη βάζει ένα τέλος σε μία πολύ ταραγμένη δεκαετία και σίγουρα βάζει ένα τέλος στη συζήτηση περί εξτρεμισμού όπως αναπτύχθηκε στη διάρκεια της κρίσης και στη θεωρία των δύο άκρων, η οποία ακόμα και σήμερα επιχειρείται να ανασυσταθεί. Φυσικά ο αγώνας είναι διαρκής απέναντι στις ιδέες που θρέφουν τον εκφασισμό της κοινωνίας.

Τα κυρίαρχα ΜΜΕ συμπεριφέρθηκαν στη Χρυσή Αυγή με έναν τρόπο ανεκτικό, ανέμελο, έως και φιλικό πολλές φορές. Μετά τη δίωξη, ανέδειξαν τις φασιστικές ιδέες της Χρυσής Αυγής και τις βίαιες πρακτικές της, πιο πριν την πρόβαλαν ως μέρος του λάιφσταϊλ. Ποιος, κατά τη γνώμη σας, ήταν ο ρόλος των ΜΜΕ;

Υπάρχει από τη μία πλευρά το δημοσιογραφικό επιχείρημα της υποχρέωσης, από την πλευρά των ΜΜΕ, προβολής της Χρυσής Αυγής στο πλαίσιο της πολιτικής πολυφωνίας. Ένα ακόμα επιχείρημα, που είχε απήχηση από το 2012 και λειτουργούσε νομιμοποιητικά, πολύ οικείο στα ΜΜΕ, είναι ότι «ο λαός αποφάσισε» και στο πλαίσιο αυτό τα ΜΜΕ πρέπει να λειτουργούν ως εκπρόσωποι του κοινού. Δύο είναι τα σημεία που θέλω να θίξω σχετικά με το ζήτημα της προβολής. Το πρώτο είναι ότι η εύκολη λύση της λάιφσταϊλ προβολής ή της «καλής» Χ.Α. (που βοηθά τους ηλικιωμένους, που μοιράζει συσσίτια) παράλληλα με την περιορισμένη ορατότητα της βιαιότητας της οργάνωσης, δημιούργησε τις συνθήκες εξοικείωσης και συμφιλίωσης με τους πρωταγωνιστές και τις δράσεις της οργάνωσης.

Το δεύτερο ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο είναι το γεγονός ότι η ατζέντα της Χ.Α. έχει ορατότητα στα ΜΜΕ. Όσο περισσότερο προβάλλονται ειδήσεις με περιεχόμενο ξενοφοβικό, αντιμεταναστευτικό, μισογύνικο και μισαλλόδοξο. δημιουργείται ένα πληροφοριακό περιβάλλον που μπορεί να επηρεάσει τις δημόσιες αντιλήψεις και να διευκολύνει την πρόσληψη τέτοιων ιδεών. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται η ζήτηση που στη συνέχεια συναντά την πολιτική προσφορά. Αυτό είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα στοιχεία του ρόλου των ΜΜΕ, καθώς το κοινό εξοικειώνεται τόσο με τα πρόσωπα όσο και με τη ρητορική αυτή. Φυσικά αυτό είναι ακόμα περισσότερο επικίνδυνο στον ψυχαγωγικό τομέα όπου το πραγματικό περιεχόμενο είναι συγκεκαλλυμένο.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)