to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το χωριό που πολεμά κάθε μέρα την ασχήμια και το σκοτάδι

Δυο διαφορετικοί κόσμοι: η συλλογική δημιουργία των κατοίκων απέναντι στις μαφιόζικες συμπεριφορές του δημάρχου Βόλου


Με οδηγό τον Βαγγέλη, έναν από τους δεκάδες ακούραστους αγωνιστές των Σταγιατών, βαδίσαμε το απόγευμα της Κυριακής στο μονοπάτι που συνδέει το χωριό τους με την Μακρινίτσα. Η απόσταση είναι περίπου δυόμιση χιλιόμετρα και διανύεται μέσα από ένα χωμάτινο δρόμο, ο οποίος δεξιά και αριστερά του έχει τόσο πυκνή βλάστηση, που ο ήλιος είναι αδύνατο να την προσπελάσει.

Πολύ πριν πατήσουμε εμείς το χώμα του, το μονοπάτι διέσχιζαν καθημερινά άνθρωποι του μόχθου. Όπως μας λέει ο Βαγγέλης, οι καρβουνιάρηδες, που εργάζονταν στην Μακρινίτσα, είχαν βρει με αυτό το μονοπάτι έναν τρόπο να διαφεύγουν από τους ναζί, καθώς οι τελευταίοι είχαν τοποθετήσει τελωνεία στην κανονική διαδρομή για παίρνουν με το έτσι θέλω μερτικό από τα εμπορεύματα.

Την ίδια διαδρομή, κάτω από τη μύτη των κατοχικών δυνάμεων, έκαναν επίσης μέλη και υποστηρικτές του αντιστασιακού ΕΛ.ΑΣ. Βήματα γρήγορα, ανάλαφρα, προσεκτικά, έμειναν ανεξίτηλα στο χώμα του μονοπατιού. Βήματα που, αν κατέληγαν στο προορισμό τους, θα οδηγούσαν στη μετάδοση μιας χρήσιμης πληροφορίας.

[στη διαδρομή υπήρχε ξύλινη επιγραφή που έγραφε: "Το μονοπάτι αυτό, μοναδικός δρόμος Σταγιατών - Μακρινίτσας από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι και της Κατοχής, χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά κάρβουνων και αντιστασιακών μηνυμάτων. Μετά από 40 χρόνια περίπου (την 1η Νοεμβρίου του 2009) ανοίχτηκε ξανά για να μεταφέρει το μήνυμα μιας άλλης στάσης απέναντι στη ζωή και τη φύση]

Η διατήρηση του τόπου όπως ήταν τότε, σου επιτρέπει να φανταστείς το παρελθόν. Να φανταστείς, από τον δικό σου βηματισμό, πώς ακούγονταν τα βήματα τότε αλλά και ακόμα παλιότερα, τον 15ο αιώνα.

Η ίδια η πηγή της Κρύας Βρύσης στην οποία κατευθυνθήκαμε μέσω άλλου μονοπατιού είναι ο λόγος που χτίστηκε ο χωριό σε αυτό το σημείο. Κατά την εκδοχή του Γιάννη Κορδάτου, το όνομα των Σταγιατών («Στάια» στα σέρβικα σημαίνει Σταθμός) σχετίζεται με τη στάση που έκαναν εκεί οι αγωγιάτες στον δρόμο για το παζάρι του χωριού Σέσκλο.

Η ανθρώπινη παρέμβαση, υπό την έννοια της αλλοίωσης, απουσιάζει στα μονοπάτια. Ακούγεται μόνο το θρόισμα των φύλλων και ο ήχος από το νερό που τρέχει στο Μέγα Ρέμα.

Με το μεράκι των κατοίκων

Η διατήρηση του τόπου όπως ήταν οφείλεται αποκλειστικά σε αυτούς που αποκαλεί ο δήμαρχος Βόλου, μπαταχτσήδες και συμφεροντολόγους. Στους κατοίκους των Σταγιατών, οι οποίοι φροντίζουν το μονοπάτι να παραμένει ανοικτό για πεζοπορία, κλαδεύοντας και περιποιούμενοι κάθε χρόνο τα φυτά που φράζουν τον δρόμο.

Στην κατάληξη του πρώτου τμήματος της διαδρομής, βρίσκεται ένα γεφύρι που έφτιαξαν με τα χέρια τους κι ένα βιβλιοστάσι (ξύλινη βιβλιοθήκη-σπιτάκι) για να μπορούν να περάσουν ευχάριστα τον χρόνο τους σε μία από τις όχθες του ποταμού οι επισκέπτες του μονοπατιού.

Για την κατασκευή της γέφυρας, που συνδέει τη μία πλευρά του μονοπατιού με την άλλη πάνω από το Μέγα Ρέμα, χρειάστηκε, μας είπε ο Βαγγέλης, να κουβαλήσουν τους κορμούς των καστανιών 8 άτομα. Διόλου αυτονόητη επιχείρηση, δεδομένου ότι, σε πολλά σημεία, μπορεί να περάσει μόνο ένα άτομο. Όμως τα κατάφεραν και πραγματοποίησαν εγκαίνια με έναν παπά, ο οποίος ράντισε με... σαμπάνια, διότι στο παρελθόν είχε διατελέσει σερβιτόρος!

Επιστρέφοντας σιγά – σιγά προς το χωριό, ο Βαγγέλης ανέφερε ότι τον χειμώνα τα πράγματα δυσκολεύουν. «Χιονίζει πολύ και τα νερά που κατεβαίνουν είναι πολύ περισσότερα. Ο θόρυβος είναι τόσο εκκωφαντικός, που φοβάσαι να περπατήσεις. Είναι εντυπωσιακή η δύναμή της φύσης».

Μακραίωνη παράδοση

Μεγάλη είναι η ιστορία που υπάρχει ακόμη πίσω από τις βρύσες τους χωριού, όπου καταλήγει το νερό από την Κρύα Πηγή, αυτή από την οποία αποκόπηκαν, απροειδοποίητα, τα τρία τέταρτα των σπιτιών τη Μ. Παρασκευή.

Επί τουρκοκρατίας, οι μουσουλμάνοι είχαν την τάση να φτιάχνουν βρύσες και να τις διαμορφώνουν με λαϊκή αρχιτεκτονική ανάλογα με τις ανάγκες του χωριού.

Το οξύμωρο, για εκείνους που δηλώνουν φλογεροί «πατριώτες» είναι, όπως σημειώνει ο Βαγγέλης, μεταφέροντας την παρατήρηση ενός φίλου του γιου του, ότι οι «Τούρκοι φτιάξανε τη βρύση κι οι Έλληνες τη χαλάνε».

Στην πέτρινη βρύση που βρίσκεται στην πλατεία, μία από τις τρεις που λειτουργούν σήμερα, διακρίνουμε μία παλιά μαρμάρινη πλάκα, με σκαλισμένη επάνω μια τούρκικη επιγραφή. Την είχαν τοποθετήσει εκεί οι Τούρκοι το 1780 και είναι αφιερωμένη στον αγά (τοπικός διοικητής), ο οποίος φέρεται να έκανε πολλά έργα για το χωριό.

Για την ιστορία της μαρμάρινης πλάκας αντλούμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες από το βιβλίο του Σάκη Κολέτσου (2003), κατοίκου του χωριού, ο οποίος, εντόπισε τον Νικόλαο Σταυρινίδη (άνθρωπο που εργαζόταν στην Βικελαία Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου Κρήτης και ασχολούταν με τη μετάφραση παλιών τουρκικών κειμένων) και κατάφερε να φέρει στο φως την ερμηνεία της, μετά από 200 περίπου χρόνια.

Σύμφωνα με τον Ν. Σταυρινίδη η πλάκα γράφει τα εξής:

«Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αγαθοεργού και φιλανθρώπου Ιδρύματος τούτου Χατζή Αχμέτ Αγά, φροντιστού των εφιππίων και σαγμάτων του εξοχωτάτου και εκλαμπροτάτου αυθέντου μας Σιλιχτάρ Μεχμέτ Πασσά. Έτος Τούρκικο 1194- Έτος Ελληνικό 1780 μ.Χ».

Ο Μπέος βάζει λουκέτο στον Πολιτισμό αλλά στοχεύει στο νερό

Το βιβλίο του Σάκη Κολέτσου, το οποίο διατηρεί ζωντανή τη μνήμη, ήταν ένα από αυτά που μπορούσες να βρεις στο κοινοτικό κέντρο παράδοσης και πολιτισμού του χωριού. Πριν λίγες ημέρες όμως οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με μια σκληρή για εκείνους εικόνα. Είδαν την πόρτα του κλειδαμπαρωμένη από τον Αχ. Μπέο, μία κίνηση «χωρίς λογική».
«Θεωρούμαστε καταληψίες των δημόσιων κτηρίων, στα οποία μας έχει δοθεί το κλειδί και η άδεια να χρησιμοποιούμε», σημειώνει η Μαρία, μόνιμη κάτοικος του χωριού, η οποία ασχολείται επισταμένα με τα πολιτιστικά δρώμενα.

«Για το μεν δημοτικό σχολείο με αίτηση που είχε γίνει στον προηγούμενο καποδιστριακό δήμο, τον δήμο Πορταριάς, μας δόθηκε η άδεια μαζί με τον τότε πολιτιστικό σύλλογο που υπήρχε στο χωριό, να χρησιμοποιούμε τον χώρο κανονικά, χειμώνα – καλοκαίρι για διάφορες εκδηλώσεις λόγου και μουσικής, δανειστική βιβλιοθήκη και πολλές ακόμα δραστηριότητες».

Όπως αναφέρει ακόμη, τον χώρο χρησιμοποιεί επίσης και το ίδιο το κράτος. Αν ήταν κατειλημμένος πώς θα μπορούσε να έρθει «το νοσοκομείο Βόλου και να μας κάνει σεμινάριο πρώτων βοηθειών. Πώς θα μπορούσε να έρθει η πυροσβεστική υπηρεσία να μας κάνει μαθήματα πυροπροστασίας;»

«Ο χώρος είναι ανοικτός σε όλο το χωριό, έτσι κι αλλιώς. Δεν σημαίνει ότι κάποιοι χρησιμοποιούν τον χώρο και κάποιοι άλλοι όχι. Οι εκδηλώσεις είναι πάντα χωρίς αντίτιμο».
Για το Κοινοτικό Κέντρο Παράδοσης, η Μαρία υπογραμμίζει ότι το καθεστώς του άλλαξε τώρα, περνώντας από την υπηρεσία αρχαίων μουσείων και βιβλιοθηκών Βόλου, στον Δήμο Βόλου, ύστερα από αίτηση του τοπικού εκπροσώπου (δεν του μιλάει κανείς στο χωριό, λόγω της σχέσης του με τον Μπέο) που θεωρούσε ότι ο χώρος επίσης είναι κατειλημμένος από ανθρώπους «που δεν ξέρω τι φαντάζεται ότι μπορεί να κάνουν».

Η δημοτική αρχή Μπέου έβαλε ξαφνικά στην είσοδο λουκέτο, αλυσίδες και κλειδαριές. «Μέσα στον χώρο εγκλωβίστηκαν αντικείμενα καθημερινής ζωής, παλιές φωτογραφίες, διάφορα εργαλεία και πάρα πολλά βιβλία, χωρίς να μπορούμε να έχουμε ούτε πρόσβαση, ούτε να ξέρουμε πώς θα μπορέσουμε να τα πάρουμε πίσω. Διότι από τη στιγμή που αλλάζει και το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το χωριό δεν ενδιαφέρεται με τέτοια πίεση να αφήσει πράγματα εκεί που δεν ξέρουμε που θα καταλήξουν».

Όταν η Μαρία είδε το λουκέτο αισθάνθηκε οργή, «ήταν σαν να φυλάκισαν τον πολιτισμό». Πέραν των εκδηλώσεων, γίνονταν επίσης επισκέψεις «από πολλά σχολεία στη διάρκεια του χειμώνα, γιατί μέσα υπάρχει σ’ ένα δωμάτιο μια μακέτα (την έφτιαξαν οι κάτοικοι) ενός παλιού νερόμυλου, χαρακτηριστικού για το χωριό που βρίσκεται σε μια ρεματιά.

«Βγάλαμε φωτογραφίες από τα εξαρτήματα που υπάρχουν ακόμη, τα οποία είχαμε ξεθάψει πριν και έτσι υπήρχε όλο αυτό το εκπαιδευτικό κομμάτι σχετικά με το πώς λειτουργούσε ο νερόμυλος».

«Το τραγελαφικό είναι ότι για το σχολείο κατηγορούμασταν ότι εμείς αλλάξαμε κλειδαριές, ωστόσο ποτέ δεν έχει γίνει αυτό, υπάρχουν τα βίντεο που λένε στον τοπικό εκπρόσωπο ‘έλα άνοιξε εδώ πέρα’».

Σύμφωνα με τη Μαρία, ο Μπέος προχώρησε σε αυτή την κίνηση με το σκεπτικό ότι «από τη στιγμή που δεν έχει τον έλεγχο, ακόμη και σε μια προβολή ταινίας, δεν θα μπορέσει να τον αποκτήσει και στο νερό». Για την ώρα οι κάτοικοι έχουν περάσει στην αντεπίθεση κινούμενοι νομικά εναντίον του δημάρχου Βόλου.

Σε ό,τι αφορά την κατηγορία ότι... «κοιμίζουν κόσμο αγνώστων στοιχείων στο σχολείο», η Μαρία τονίζει ότι τις τελευταίες δεκαετίες, τα χωριά συνηθίζουν να φιλοξενούν περιπατητές, «καθώς τα δημοτικά σχολεία των χωριών είναι όλα κλειστά πια». Επιπλέον «δεν υπάρχει ανταγωνισμός, δεν υπάρχει ξενοδοχείο ή ξενώνας στο χωριό. Αλλά και να υπήρχε, εμείς διεκδικούμε την ελεύθερη πρόσβαση στα δημόσια κτήρια και στους δημόσιους χώρους, έτσι κι αλλιώς. Ένα μικρό χωριό είμαστε, ας είναι ανοικτό σε όλο τον κόσμο» .

******

H ιστορία πίσω από το τραγούδι των Σταγιατών

“Σαν το νερό των Σταγιατών δεν έχει, όποιος το πίνει πολεμάει και αντέχει”: με αυτόν τον στίχο ξεκινάει η απάντηση στο υβρεολόγιο και τις απειλές του Αχιλλέα Μπέου, το τραγούδι δηλαδή του Αλκίνοου Ιωαννίδη που έκανε γνωστό σε όλη τη χώρα τον αγώνα των κατοίκων του πηλιορείτικου χωριού για “ελεύθερα νερά”.

“Μετά από εκείνον τον οχετό του δημάρχου Βόλου μιλήσαμε με τον Αλκίνοο και του είπα μη μασάς, θα μαζευτούμε στην πλατεία να κάνουμε το τραγούδι”, μας λέει ο συνθέτης και μουσικός Ανδρέας Κατσιγιάννης που ανέλαβε την ενορχήστρωση στο “νερό των Σταγιατών”.

Τον συναντήσαμε την περασμένη Κυριακή στην πλατεία του χωριού, ακριβώς εκεί που πριν από μερικές ημέρες βρέθηκαν, όπως εξηγεί, “εντελώς αυθόρμητα”, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, η Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας Βόλου και παιδιά της περιοχής για να ηχογραφήσουν το τραγούδι και να γυρίσουν το βιντεοκλίπ.

“Φέραμε απλά τα δικά μας μικρόφωνα, μία κάρτα ήχου, συμμετείχαν οι κόρες μου και τα οι κόρες του Αλκίνοου, φίλοι και κάτοικοι για να αποδώσουμε αυτό που ήδη είχε γράψει ο Αλκίνοος για τα νερά των Σταγιατών”, λέει ο Μ. Κατσιγιάννης, ο οποίος το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου ζει στον Βόλο και ξέρει από πρώτο χέρι τους αγώνες αλλά και τις πολιτιστικές δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού.

“Εμείς αυτά τα όπλα έχουμε, το τραγούδι μας, τη δημιουργία, την τέχνη και με αυτά θα πορευτούμε”, συνεχίζει ο συνθέτης που έχει ιδρύσει την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας Μαγνησίας, φημισμένη ορχήστρα με έντονη δραστηριότητα, εκατοντάδες εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και σημαντικό εκδοτικό έργο που ξεπερνά τις 700 χιλιάδες αντιτύπων.

Από την άλλη, τονίζει ο Μ. Κατσίγιαννης, ο Αχ. Μπέος, “έχει μετατρέψει την πόλη που γεννήθηκε ο σπουδαίος ζωγράφος Τζόρτζιο Ντε Κίρικο (“κικιρίκου” τον είχε αποκαλέσει ο Μπέος το 2014, λέγοντας ότι δεν τον γνωρίζει!) και ο μεγάλος δάσκαλος Αλέξανδρος Δελμούζος σε ένα περιφερόμενο σκυλάδικο”.

Οι “γιορτές της πόλης” επί Μπέου είναι ουσιαστικά υπαίθριες πίστες με (ακριβοπληρωμένες με δημοτικά χρήματα) “φίρμες” της “παραλιακής”. Μάλιστα, μία ημέρα πριν από κάθε τέτοιο event, “ο δήμαρχος Βόλου διοργανώνει πριβέ πάρτι σε χώρους του δήμου”.

Είναι μετά να απορεί κάποιος που ο Μπέος θεωρεί... “μπαχαλάκια” όποιον δεν διασκεδάζει “με λουλουδούδες και ουίσκι”;

tags: undefined

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)