to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

High Emissions - Low Ambitions: Κάθε πέρσι και καλύτερα

Tι δείχνει η ετήσια έκθεση αξιολόγησης για τις επιδόσεις των χωρών στην κλιματική αλλαγή. Προτελευταία στην Ε.Ε. η Ελλάδα.


Σε μια εποχή που αυξάνονται καθημερινά οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα αλλά και οι εκθέσεις ερευνητικών κέντρων και διεθνών οργανισμών για τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, το  Germanwatch και το Climate Action Network δημοσίευσαν τη Δευτέρα την ετήσια έκθεση αξιολόγησης για τις επιδόσεις των χωρών στην κλιματική αλλαγή. Ο όγδοος κατά σειρά, Δείκτης Κλιματικών Επιδόσεων, ο οποίος δόθηκε στη δημοσιότητα στις συνομιλίες για το κλίμα της Ντόχα, αξιολογεί και συγκρίνει 58 χώρες που είναι από κοινού υπεύθυνες για περισσότερο από το 90% των εκπομπών ρύπων παγκόσμια.


Για πρώτη φορά φέτος, ο δείκτης συνυπολόγισε και στοιχεία από την αποψίλωση των δασών, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την πτώση στην κατάταξη αναπτυσσόμενων χωρών,  όπως της Βραζιλίας και της Ινδονησίας.


 Για άλλη μια φορά, οι τρεις πρώτες θέσεις στον Δείκτη Κλιματικών Επιδόσεων παραμένουν άδειες εξαιτίας της έλλειψης φιλοδοξίας όλων των χωρών στη στόχευση για περιορισμό  της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε όχι περισσότερο από 2oC σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Η Δανία, η Σουηδία και η Πορτογαλία βρίσκονται στην τέταρτη, πέμπτη και έκτη θέση αντιστοίχως, ενώ η έκθεση τονίζει πως ειδικά για την Πορτογαλία, αυτό οφείλεται περισσότερο στην οικονομική κρίση, παρά στην επιλογή πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. 


Η ΕΕ στο σύνολό της παρουσιάζει μια μικτή εικόνα, καθώς ενώ αρκετές χώρες της βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις της κατάταξης, χώρες όπως η Ολλανδία, η Πολωνία αλλά και η Ελλάδα βρίσκονται πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου, με ιδιαίτερα κακή βαθμολογία στην προώθηση πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας και απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Τόσο το Germanwatch, όσο και το Climate Action Network τόνισαν τη σημασία της αύξησης του στόχου της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών της σε 30% μέχρι το 2020, αντί για το τωρινό 20%, εάν η ΕΕ θέλει να παραμείνει πρωτοπόρος στις κλιματικές διαπραγματεύσεις, ενώ παράλληλα μια τέτοια αύξηση σε στόχους θα σημάνει νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, απόλυτα αναγκαίες εν μέσω της οικονομικής κρίσης.


Οι δύο χώρες με τις υψηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, οι ΗΠΑ και η Κίνα, εξακολουθούν να βρίσκονται χαμηλά στην κατάταξη, παρόλο που και οι δύο ανέβηκαν μερικές θέσεις. Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέβηκαν στη 43η θέση, κυρίως εξαιτίας τόσο της οικονομικής κρίσης, όσο και της στροφής από το συμβατικό πετρέλαιο προς τη μαζική εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου. Εντούτοις επισημαίνεται, ότι τα δεδομένα αυτά ενδέχεται να είναι πλασματικά καθώς στην έκθεση δεν λαμβάνονται υπόψη οι έμμεσες εκπομπές αερίων κατά τη διαδικασία εξόρυξης του πετρελαιούχου σχιστόλιθου. Η Κίνα κατατάσσεται στην 54η θέση, από τη 57η που βρισκόταν πέρσι καθώς, ενώ σε απόλυτους αριθμούς τα επίπεδα των εκπομπών έχουν αυξηθεί, οι μαζικές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ενεργειακή απόδοση αναμένεται να παρουσιάσουν σύντομα ένα θετικό αποτέλεσμα.

Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις της Ελλάδας,  βρισκόμαστε αρκετά κοντά στον πάτο, καθώς καταλαμβάνουμε την προτελευταία θέση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ακριβώς πριν την Ολλανδία, ενώ στην παγκόσμια κατάταξη πέφτουμε από την 47η  στην 48η θέση, σε σύνολο 58 χωρών. Ειδικότερα, η Ελλάδα σημειώνει χαμηλές επιδόσεις στον δείκτη εκπομπών CO2 ανά μονάδα ενέργειας, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καθώς και στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, ενώ πολύ χαμηλές είναι οι βαθμολογίες της χώρας σε επίπεδο εθνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, παρότι η Ελλάδα, ως μεσογειακή χώρα, ανήκει στις πιο ευπαθείς ζώνες του πλανήτη. 


Αν και η  τάση των εκπομπών αερίων κατά κεφαλήν είναι καθοδική, δυστυχώς αυτό οφείλεται στην οικονομική κρίση και όχι στην εξοικονόμηση ενέργειας μέσω της ενεργειακής απόδοσης ή στη στροφή στις ΑΠΕ. Το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS έχει κατ’ επανάληψη τονίσει πως η εξάρτηση της χώρας από λιγνίτη και  τα μεγαλεπήβολα σχέδια για εξορύξεις υδρογονανθράκων δεν ωφελούν την κοινωνία, σημαίνουν περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος και είναι ασύμφορες και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς το κράτος και οι καταναλωτές θα επωμιστούν στο μέλλον τα έμμεσα κόστη από το εμπόριο άνθρακα και την αδυναμία της χώρας να περιορίσει  τις εκπομπές  της στην ηλεκτροπαραγωγή. 


Με δεδομένη την οικονομική κρίση, είναι απαραίτητος ο σωστός σχεδιασμός που θα βασίζεται στην εξοικονόμηση ενέργειας και στις ΑΠΕ, ενώ παράλληλα απαραίτητο είναι και ένα εθνικό πρόγραμμα δράσης για την πρόληψη και προσαρμογή στις επιπτώσεις  της κλιματικής αλλαγής σε όλους τους τομείς και με ιδιαίτερη έμφαση στους υδατικούς μας πόρους, τη γεωργία, τα παράκτια οικοσυστήματα τον τουρισμό, κ.τ.λ.


Η οικονομική κρίση πρέπει πια να πάψει να αποτελεί δικαιολογία για την αδιαφορία στην αντιμετώπιση και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή καθώς είναι βέβαιο, ότι  στο μέλλον θα επωμιστούμε τις επιπτώσεις της αδιαφορίας αυτής. Αντίθετα η στροφή προς την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την προσαρμογή θα μπορούσε να αποτελέσει μια ελπιδοφόρα προοπτική διεξόδου προς την πολυσυζητημένη βιώσιμη ανάπτυξη.


Πηγή: Δίκτυο Μεσόγειος SOS

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)