to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

H κυβέρνηση Μητσοτάκη ανατρέπει πάγια δόγματα της εξωτερικής μας πολιτικής

Ο ρόλος της χώρας μας καθίσταται ακόμη πιο σημαντικός από τη στιγμή που όχι απλώς δεν υπάρχει κατάπαυση του πυρός, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα περιοριστούν στο έδαφος της Ουκρανίας ούτε ότι θα χρησιμοποιηθούν μόνον «συμβατικά» όπλα.


Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου.  Συνιστά παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Συνεπώς, καταδικάζεται απερίφραστα, χωρίς αστερίσκους. Αυτές τις ώρες είναι πρωταρχικός σκοπός να τεθεί ένα τέλος στην αιματοχυσία. Οφείλουμε να εκφράζουμε την αμέριστη αλληλεγγύη μας στον Ουκρανικό λαό και να στηρίζουμε κάθε πρωτοβουλία για ειρήνη.


Από εκεί και πέρα, οφείλουμε να πούμε ότι οι δηλώσεις Βαρβιτσιώτη είναι επικίνδυνες τόσο για τις διπλωματικές προσπάθειες για ειρήνευση όσο και για την ίδια τη θέση της χώρας μας, αφού την εμπλέκουν ακόμα περισσότερο στον πόλεμο. Ο αν. Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, σε αμερικανικά μέσα, δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας έχουν στόχο την ανατροπή του Ρώσου Προέδρου. Η συνεχιζόμενη σιωπή του κ. Μητσοτάκη σημαίνει συμφωνία της κυβέρνησης με τα λεγόμενα Βαρβιτσιώτη: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αναδεικνύεται στη μόνη δυτική κυβέρνηση που μιλά για ανατροπή του Ρώσου Προέδρου, αφού ακόμα και αντίστοιχες δηλώσεις του Προέδρου Μπάιντεν προσπάθεια να ανασκευαστούν από τον Λευκό Οίκο.


Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ιστορικό λάθος η εμπλοκή της χώρας μας στον πόλεμο. Η Ελλάδα δεν έπρεπε να στείλει όπλα. Με ευθύνη του κ. Μητσοτάκη η χώρα μας έχασε την ευκαιρία να έχει έναν πραγματικά εποικοδομητικό και ειρηνευτικό ρόλο στις εξελίξεις. Έχασε την ευκαιρία να είναι ο διαμεσολαβητής σε ένα διάλογο για την κατάπαυση του πυρός, την ειρήνη και την ενεργειακή και στρατηγική ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής. Είναι άλλο να στεκόμαστε απέναντι στη Ρωσική εισβολή με ισχυρές κυρώσεις, προκειμένου να τερματιστεί, και άλλο ο κ. Μητσοτάκης να εμπλέκει την Ελλάδα άμεσα στον πόλεμο, στέλνοντας πολεμικό υλικό, διατυμπανίζοντας ότι η Αλεξανδρούπολη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων και, ακόμη πιο επικίνδυνο από όλα, μέλος της Κυβέρνησης να μιλάει για κυρώσεις με στόχο την ανατροπή της Κυβέρνησης στη Ρωσία.


Η στάση της Κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Έχει ως αφετηρία την συνειδητή πολιτική επιλογή της σημερινής Κυβέρνησης να είναι ο «δεδομένος και προβλέψιμος σύμμαχος» της Δύσης και την απόφαση τής άνευ όρων μετεξέλιξης της χώρας ως προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης.


Παράλληλα, η Κυβέρνηση δεν αναδεικνύει στη σημερινή συγκυρία, στο βαθμό που θα έπρεπε, ότι ακόμη και σήμερα υπάρχει στρατός κατοχής όχι σε υποψήφια χώρα για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά σε κράτος-μέλος της ΕΕ, την Κυπριακή Δημοκρατία. Ότι μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία, παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα μιας άλλης χώρας μέλους του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας, θέτοντας θέματα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας και απειλώντας με casus-belli. Με την ανοχή της Κυβέρνησης, καμία παγκόσμια δύναμη δεν μιλάει σήμερα για τον στρατό κατοχής στη Κύπρο ή για την κατάφωρη παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο, ενώ, η στάση της Ρωσίας στα εθνικά μας θέματα, όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν θα είναι ίδια, όταν τερματιστεί ο πόλεμος. Οι κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία, θα πρέπει να συνοδευτούν από θέσεις ενάντια σε κάθε αναθεωρητισμό, σε κάθε γωνιά της γης.


Η κριτική μας στην κυβέρνηση δεν περιορίζεται φυσικά μόνον στην εμπλοκή στον πόλεμο, αλλά στην συνολική  στρατηγική που ξεδιπλώνεται και που συντελεί σε μια σταδιακή αλλά μεθοδευμένη ανατροπή πάγιων δογμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής. Η καθυστέρηση των υποχρεώσεών μας που απέρρεαν από την συμφωνία των Πρεσπών, είχε σαν αποτέλεσμα η Τουρκία να ανακτά το χαμένο (από αυτή τη συμφωνία) έδαφος στα Δυτικά Βαλκάνια. Είναι λογικό, σε ένα κόσμο που αλλάζει και μάλιστα με γοργούς ρυθμούς να χρειάζεται αναπροσαρμογή θέσεων. Ωστόσο, προκύπτουν ερωτήματα που θέλουν καθαρές και όχι μεσοβέζικες απαντήσεις. Η αποστολή στρατού εκτός Ελλάδος, χωρίς αποφάσεις των διεθνών οργανισμών στους οποίους ανήκουμε; Η επήρεια των νησιών μας; Πότε συζητήθηκε οποιαδήποτε αλλαγή θέσης και σε ποιο όργανο; Πότε άλλαξε και ποια θέση; Με ποιο θεσμικό τρόπο, θα προχωρήσουμε τις όποιες αλλαγές στις θέσεις της εξωτερικής μας πολιτικής;


Ο ρόλος της χώρας μας καθίσταται ακόμη πιο σημαντικός από τη στιγμή που όχι απλώς δεν υπάρχει κατάπαυση του πυρός, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα περιοριστούν στο έδαφος της Ουκρανίας ούτε ότι θα χρησιμοποιηθούν μόνον «συμβατικά» όπλα. Σε μια στιγμή που μπαίνει ακόμη και ζήτημα πυρηνικής ασφάλειας, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο έγκυρος διαμεσολαβητής και ο εγγυητής ενός διαλόγου ακόμη και μεταξύ της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας.


Η Ελλάδα έχει, ακόμα, το περιθώριο να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα διεθνές κίνημα ειρήνης που θα ανακόψει την πορεία προς την καταστροφή. Σήμερα, αναδεικνύεται τόσο επίκαιρη όσο και στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μια επίθεση ειρήνης που να αγκαλιάσει το σύνολο του πλανήτη μας. Για την χαμένη αξιοπιστία και το κύρος του ΟΗΕ. Για πρωτοβουλίες ειρήνης που πραγματικά θα προάγουν την ειρήνη στον κόσμο. Οι κυρώσεις ενάντια στην Ρωσική εισβολή, θα πρέπει να συνδυαστούν με φιλειρηνικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα: Έχει την ίδια βαρύτητα να μιλά ο πρόεδρος της Ουκρανίας για μη ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ, με δηλώσεις αντίστοιχου περιεχομένου από την ίδια τη συμμαχία ή τον πρόεδρο των ΗΠΑ; Πόσο διευκολύνουν την όποια ειρηνευτική προσπάθεια, οι συζητήσεις σήμερα για Φινλανδία, Σουηδία και ΝΑΤΟ; Όλοι στην Ελλάδα γνωρίζουμε και θυμόμαστε τις συζητήσεις για την Ελληνική Στατιστική και την δυνατότητα της χώρας να ενταχθεί στην ΕΕ. Τελικά την είσοδό μας επηρέασαν οι φιλίες του Καραμανλή ή οι αλχημείες του Σημίτη; Σήμερα για την Ουκρανία μετράνε οικονομικά κριτήρια ή μόνον πολιτικές σκοπιμότητες; Οι όποιες σκοπιμότητες που κυριαρχούν, πόσο προάγουν την ειρηνευτική διαδικασία και τον τερματισμό του πολέμου;


Σε μια τέτοια κατεύθυνση, πρέπει να αναπτύξουμε το κίνημα ειρήνης. Χρειαζόμαστε ένα πλατύ, μαζικό κίνημα που θα αγκαλιάσει το σύνολο των φιλειρηνικών δυνάμεων, χωρίς ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές ούτε, πολύ περισσότερο, υποταγή σε μικροκομματικές πολιτικές σκοπιμότητες. Εκκλησία, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Εργατικά σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι, επιστημονικοί φορείς, πολιτιστικοί σύλλογοι, να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Ένα τέτοιο ευρύ κίνημα είναι απολύτως συμβατό με τις παραδοσιακές γραμμές της εξωτερικής μας πολιτικής που σήμερα η Κυβέρνηση επιδιώκει να ανατρέψει και οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις αντιστρατεύονται.


Τα υπάρχοντα πυρηνικά όπλα, έχουν τη δυνατότητα να καταστρέψουν πάνω από μια φορά τον πλανήτη. Σε αυτό τον φόβο στηρίζεται και η ελπίδα, ότι πέρα από λόγια δεν θα χρησιμοποιηθούν. Εύλογη η απορία: Μάς χρειάζονται; Γιατί να μην διεκδικήσουμε και να προχωρήσουμε στην πλήρη εξάλειψη των πυρηνικών όπλων; Γιατί να μην διεκδικήσουμε και να προχωρήσουμε στην πλήρη καταστροφή και απαγόρευση όλων των χημικών και βιολογικών όπλων;


Σε μια τέτοια πανανθρώπινη υπόθεση ειρήνης, τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η εγχώρια Αριστερά καθώς και όλες οι προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις έχουν ιστορικό καθήκον να σταθούν στην πρώτη γραμμή!

* Βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Μέλος της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νέα Κρήτη», Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)