to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Το γήρας – ένα χορικό

«Δείξε αυτό που, στη ζωή του ατόμου, είναι το πιο κρυφό, αυτό που περιέχει την υπέρτατη αξία, αυτό που, στα μάτια του "κόσμου", μπορεί να φαίνεται αξιοκαταφρόνητο, μικρό, "φτωχό". Η Τέχνη φέρνει αυτήν τη φτώχεια στο φως. Για να ανδρωθεί και να βασιλέψει. Αυτός είναι ο ρόλος της Τέχνης». (Τ. Κάντορ)


Το γήρας – ένα χορικό, που παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, είναι μια θεατρική αφήγηση φτιαγμένη από μαρτυρίες, συνεντεύξεις και λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία συνθέτουν, με άξονα το τρίτο στάσιμο από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή, μια παράσταση-ντοκουμέντο, για το συχνά αποσιωπούμενο θέμα των γηρατειών. Σ’ αυτήν, ένας εξαμελής «χορός» νέων ηθοποιών συναντά στη σκηνή έναν ισάριθμο «χορό» ηλικιωμένων.

Υπάρχουν παραστάσεις που μετά από λίγο καιρό δεν τις θυμάσαι. Υπάρχουν και μερικές, που, κατά τη διάρκειά τους, θυμάσαι πάρα πολλά από όσα έχεις ζήσει· πράγματα που διαφορετικά θα σου ήταν πολύ δύσκολο να θυμηθείς. Τέτοια παράσταση είναι Το γήρας. Κάτι σαν υπνωτισμός. Η ηλικιωμένη ηθοποιός, με το άνοράκ της, που στέκει στη μέση της σκηνής, τα λόγια που ακούς, το (συχνά) αργό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο της μουσικής, όλα αυτά είναι σαν το εκκρεμές του υπνωτιστή μπροστά στα μάτια σου… και ξανάρχονται στο νου: το αποστεωμένο πρόσωπο της μητέρας σου, οι ρυτίδες του πόνου, τα φάρμακα, τα άγευστα φαγητά, και εκείνη η αφοπλιστική άρνησή της για σπατάλες «το γέρικο άλογο δεν το ταΐζεις κριθάρι», συνοδευόμενη από το παντοτινό της χαμόγελο. Πολλοί θεατές κλαίνε, όχι, γελάνε κιόλας. Γελάνε όπως γελάμε με τη σκανδαλιάρικη σκληρότητα των γριών στα λαϊκά παραμύθια.

Το λίγο του γήρατος που παρασταίνεται επί σκηνής ανασταίνει το πολύ που έχει βιωθεί. Όσα συμβαίνουν στη σκηνή συνιστούν την απόλυτη συνεκδοχή. Σχεδόν καθετί λειτουργεί ως ισχυρό σημείο/σύμβολο της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας των γηρατειών (δικών σου ή των άλλων) και ωθεί το νου του θεατή να ανακαλέσει στη μνήμη του απωθημένα βιώματα και απώλειες.

Από την παράσταση Κontakthof, της Πίνα Μπάους

Δεν είναι όμως λαϊκό παραμύθι η παράσταση, καθώς διανθίζεται με (κειμενικές) αναφορές που διαφεύγουν της κοινής εμπειρίας, ηθελημένα ή όχι, τονίζοντας την καλλιτεχνική της φύση, που λόγω του ντοκιμαντερίστικου υπόβαθρου πιθανώς να αμφισβητηθεί (όπως συνέβη με την παράσταση Κontakthof της Π. Μπάους, στην οποία συμμετείχαν ερασιτέχνες ερμηνευτές άνω των 65 ετών).

Όμως οι πολλές αναφορές σε μεγάλα έργα του θεάτρου και της λογοτεχνίας αφαιρούν από την αλήθεια της μαρτυρίας. Αντίθετα πιο ταπεινές αναφορές, όπως εκείνη σε μια από τις μικρές ιστορίες του Α. Χιώνη, με το επιμύθιο, «Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος», συνομιλούν ιδανικά με τις μαρτυρίες των συντελεστών, με τα βιώματα, που μοιράζονται με το κοινό

Όταν στη ζωγραφική δεν χρησιμοποιούνταν ακόμα οι σκιές, οι φιγούρες έμοιαζαν να πετάνε στον αέρα. Η σκιά είναι αυτή που προκαλεί την εντύπωση της γείωσης. Κατ’ αναλογία, οι νέοι και οι νέες που συνοδεύουν τους ηλικιωμένους της παράστασης συνιστούν ένα είδος σκιάς τους. Είναι οι κούκλες της νεκρής τάξης του Κάντορ που μεγάλωσαν. Είναι ο τοίχος πάνω στον οποίο αντηχεί η φωνή των ηλικιωμένων.  Εξαρχής παίζουν με γερμένο προς τα κάτω το κεφάλι, οριοθετώντας το ρόλο τους. Κλείνουν το εκφραστικό τους όργανο τόσο όσο χρειάζεται, για να αναδείξουν τους πρωτεύοντες «αστέρες», τους ηλικιωμένους συμπαίκτες τους. Εξ ου και απουσιάζουν οι δικές τους μαρτυρίες.

Ηθοποιός του Κάντορ με μια από τις μαριονέτες της Νεκρής τάξης

Το οπτικό υλικό, που προβάλλεται, φωτογραφίες από γάμους, βαφτίσια και άλλες σημαντικές οικογενειακές στιγμές των ηλικιωμένων ηθοποιών, ενδυναμώνει το αίσθημα αλήθειας της παράστασης. Εξάλλου, εύστοχα η τελευταία χαρακτηρίζεται χορικό. Καθώς χορικό είναι το κομμάτι εκείνο του αρχαίου δράματος που απαγγέλλεται από μια ομάδα ανθρώπων χωρίς διακριτούς ρόλους, με ένα κοινό (ειδοποιό) χαρακτηριστικό: πολίτες της Θήβας, ναύτες, σκλάβες κτλ. Το κοινό χαρακτηριστικό εδώ είναι η ηλικία, πρόκειται, δηλαδή, για ένα χορό ηλικιωμένων (οι νέοι όπως εξηγήσαμε κατέχουν θέση συνοδού). Δώδεκα στον αριθμό, όπως στην αρχαία τραγωδία.

«Γεωμετρία ίσον γεύση» έλεγε ένας ήρωας του Μπενακουίστα, στην Κωμωδία των αποτυχημένων εξαίροντας τη σημασία που έχει το σχήμα των ζυμαρικών στη γεύση τους. Κάτι ανάλογο ισχύει και στο θέατρο. Ωστόσο, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε δεν έλειψαν ορισμένες ασυμμετρίες που μπέρδεψαν τη γεύση και συσκότισαν το νόημα.

Οι ηθοποιοί τελικά είναι έντεκα. Μια κοπέλα είναι μόνη της στη σκηνή. Η ηθοποιός θέλει δεν θέλει ξεχωρίζει από το χορό των ηλικιωμένων και των συνοδών τους, δημιουργώντας ερωτηματικά για το ρόλο της, που δεν απαντιούνται.

Στιγμιότυπο από το Pranzo Di Ferragosto.

Αντίστοιχη σύγχυση δημιουργεί και το «νεαρό» της ηλικίας μιας ηθοποιού από το χορό των ηλικιωμένων –μεσήλικα θα τη λέγαμε–, που, παρά την ηλικιακή διαφοροποίηση, δεν έχει κάποια διακριτή σχέση με τους υπόλοιπους, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τον Τζιοβάνι, στο κινηματογραφικό Pranzo Di Ferragosto, όπου, μεσήλικας κι αυτός, αναλαμβάνει να φροντίσει τις ηλικιωμένες μητέρες των φίλων του, το δεκαπενταύγουστο.

Αν όμως τα παραπάνω είναι συνέπειες εξωκαλλιτεχνικών παραγόντων, ένα, αντίθετα, συστατικό στοιχείο της παράστασης περιορίζει, σε ένα βαθμό, την εμβέλειά της: όλοι οι ηλικιωμένοι είναι ηθοποιοί, που παίζουν τον εαυτό τους, με συνέπεια το θέμα να παύει να είναι το γήρας, και να γίνεται το γήρας του καλλιτέχνη.

Αξιοπρόσεκτο είναι πως το γήρας, σε μεγάλο βαθμό, αντιμετωπίζεται ως ιδιωτική υπόθεση. Οι δεσμοί (κοινωνικοί, οικογενειακοί) των ηλικιωμένων σχεδόν απουσιάζουν (ελάχιστα, για παράδειγμα, μιλάνε για τα παιδιά τους). Επίσης, οι ατομικές ιστορίες δεν συναρτώνται με τη μεγάλη, την (κοινωνική) Ιστορία. Έτσι, το ιδιωτικό δράμα δεν βρίσκει και δεν αναζητά απάντηση στο κοινωνικό. Αντ’ αυτού, αυτό που φαίνεται να συνοψίζει τη διάνοια του έργου είναι μια φράση της Αγγελάκη-Ρουκ: «[…] πρέπει να κάνεις ασκήσεις κάθε μέρα για να μάθεις να ζεις όχι με το παρελθόν, όπως κάτι καημένα άτομα: “αχ θυμάμαι τότε…”, ούτε με το μέλλον : “θα, θα, θα κάνω αυτό…”, αλλά με το παρόν. Να εξονυχίζεις το παρόν όσο μπορείς και όσο είναι δυνατόν […] να συγκεντρώνεσαι απόλυτα στο παρόν η έντονη βίωση του τώρα», αντίληψη χειραφετική, από μία άποψη, εύκολα παρερμηνεύσιμη, όμως, σ’ ένα «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας».

Όλα τα παραπάνω αντανακλούν, με ειλικρίνεια, μια όψη της σύγχρονης αστικής συγκρότησης, και μιας πραγματικότητας, της οποίας δεν είμαστε πρωταγωνιστές. Και, μ’ αυτή την έννοια, η παράσταση μας μεταφέρει στις απαρχές του χορού, στην τελετουργική του διάσταση, κατά την εποχή των θεών (κατά Vico), του εσωτερικευμένου φόβου, που πιθανώς είναι και δική μας.

Μένει λοιπόν στον θεατή να απαντήσει στο ερώτημα, «ποια είναι η τραγωδία και ποιοι οι ήρωες της;»

Συντελεστές

Σύνθεση-επιμέλεια κειμένου: Γεωργία Μαυραγάνη, Ομάδα Happy End
Σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια: Γεωργία Μαυραγάνη
Σκηνικά-κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Παίζουν: Ναζίκ Αϊδινιάν, Φραντζέσκα Αλεξάνδρου, Χρυσή Βιδαλάκη, Ηλίας Κατέβας, Μαντώ Κεραμυδά, Δημήτρης Κερεστεντζής, Μάγδα Λέκκα, Δήμητρα Μητροπούλου, Δημήτρης Μπικηρόπουλος, Μάριος Παναγιώτου, Ελίνα Ρίζου

Φωτογράφος παράστασης:  Kάρολ Τζάρεκ

Από Πέμπτη έως Κυριακή στις  21:30

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)