to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Γιατί η Ευρώπη χρειάζεται μια διάσκεψη για το χρέος

Βλέποντας τις πρόσφατες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ακόμα κι αν υπάρχουν στοιχεία μιας «αριστερής» λιτότητας μετά αναδιανομής, διαπιστώνει κανείς ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που της έχουν επιβληθεί είναι πολύ υψηλά για να εγγυηθούν οποιαδήποτε οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη.


Μετά από ακόμα μία Σύνοδο Κορυφής για το ελληνικό χρέος, στις 22 Ιουνίου, υπάρχουν σημάδια για ακόμα μία συμφωνία «παράτασης και υποκρισίας» μέχρι τον χειμώνα. Υπάρχουν αόριστες δεσμεύσεις για μια μελλοντική αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε ποιο ποσό διατίθενται οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης να διαγράψουν ούτε (το πιο σημαντικό) τι όρους θα επιβάλουν για αντάλλαγμα.

Βλέποντας τις πρόσφατες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ακόμα κι αν υπάρχουν στοιχεία μιας «αριστερής» λιτότητας μετά αναδιανομής, διαπιστώνει κανείς ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που της έχουν επιβληθεί είναι πολύ υψηλά για να εγγυηθούν οποιαδήποτε οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Επίσης, αναμένονται περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, οι εξαγγελίες της για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις αναβάλλονται, και οι περικοπές στις συντάξεις εξακολουθούν να αποτελούν σημείο τριβής.

Αλλά, ακόμα κι αν επιτευχθεί μια συμφωνία, υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες που έχουν να κάνουν με την αύξηση του δημόσιου χρέους μετά το 2010. Η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους –μια ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων από 11 χώρες που δημιουργήθηκε από την Πρόεδρο της ελληνικής Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου- δημοσίευσε την προκαταρκτική της έκθεση στις 18 Ιουνίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονται σοβαρές ενδείξεις ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους είναι παράνομο, αθέμιτο και απεχθές.

Τα προγράμματα προσαρμογής που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα βασίζονταν σε καταφανώς λανθασμένες υποθέσεις. Κι όμως, δεν επρόκειτο για λάθος, η μη βιωσιμότητά τους ήταν προβλέψιμη και ο κύριος στόχος τους ήταν η διάσωση των τραπεζών και των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική ήταν η κατάθεση του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, πρώην εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ, κατά την ακρόασή του από την Επιτροπή Αλήθειας στις 15 Ιουνίου. Το ΔΝΤ ήξερε πως το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο, οπότε σύμφωνα με τον ίδιο του τον κανονισμό δεν έπρεπε να έχει συμφωνήσει στη δανειακή σύμβαση του 2010, αφού αυτή δεν περιλάμβανε αναδιάρθρωση του χρέους˙ κι όμως, τελικά συναίνεσε υπό τις πιέσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και τραπεζών. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου βοήθησε να παρουσιαστεί η τραπεζική κρίση του 2009 ως κρίση δημόσιου χρέους. Το 2013, το ΔΝΤ παραδέχτηκε ότι «η καθυστερημένη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους παρείχε τη δυνατότητα στους ιδιώτες πιστωτές να μειώσουν τη δική τους έκθεση σε αυτό και να το μετακυλήσουν στα χέρια του επίσημου τομέα».  

Μετά το πρώτο Μνημόνιο του 2010, οι ιδιώτες πιστωτές κατάφεραν να ξεφορτωθούν τα επίφοβα ελληνικά ομόλογα που διακρατούσαν. Το 2015, το 80% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι πλέον στα χέρια πιστωτών του επίσημου τομέα: δεκατεσσάρων Κρατών Μελών της Ευρωζώνης, του EFSF, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Λιγότερο από το 10% των χρημάτων που έχουν εκταμιευθεί κατευθύνθηκαν στις τρέχουσες ταμειακές ανάγκες του κράτους. Οι δανειακοί όροι επέβαλαν περαιτέρω νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν ήταν μόνο αυτοσκοπός, αλλά επίσης βοήθησαν στη δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι σχεδιάστηκαν για να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή του χρέους.

Ωστόσο, οι περικοπές και μισθούς και συντάξεις και η δημοσιονομική σταθεροποίηση οδήγησε σε χαμηλότερο ΑΕΠ, φορολογικές απώλειες και υψηλότερο δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με αξιόπιστες εκτιμήσεις, οι μειώσεις των μισθών οδήγησαν από μόνες τους σε μια απώλεια ύψους 4,5% του ΑΕΠ και σε μια αύξηση 7,8% στον λόγο χρέος/ΑΕΠ (που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο της συνολικής αύξησης του λόγου χρέος/ΑΕΠ αυτή την περίοδο). Οι όροι των μνημονίων, όχι μόνο ήταν αντιπαραγωγικοί σε σχέση με τον διακηρυγμένο στόχο της συμβολής τους στη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά επέφεραν ανθρωπιστική κρίση σε μια ολόκληρη χώρα.

Ο Φιλίπ Λεγκρέν, σύμβουλος του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χ.Μ. Μπαρόζο το 2010, ο οποίος επίσης μίλησε σε μια ειδική ακρόαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου στις 11 Ιουνίου, έχει γράψει:

«Γιατί οι αρχές της Ευρωζώνης υιοθέτησαν μια τόσο σκληρή και ανόητη στάση; Μα, γιατί δεν ενδιαφέρονται για την ευημερία του μέσου Έλληνα. Δεν τους νοιάζει καν ιδιαίτερα αν η ελληνική κυβέρνηση θα αποπληρώσει τα χρήματα που ανάγκασαν τους Ευρωπαίους φορολογούμενους να της δανείσουν, υποτίθεται από αλληλεγγύη, αλλά στην πραγματικότητα για να διασώσουν τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και οι άλλοι Ευρωπαίοι πολιτικοί απλώς δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι έκαναν ένα τρομερό λάθος το 2010 κι έτσι από τότε λένε το ένα ψέμα πίσω από το άλλο.»

Η έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας δείχνει πως το χρέος που βαραίνει την Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί αθέμιτο, με την έννοια ότι δεν έχει ωφελήσει τον πληθυσμό αλλά μόνο μια μικρή μειονότητα ιδιωτών πιστωτών, ιδίως τις μεγάλες ελληνικές, γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Το χρέος είναι ακόμη μη βιώσιμο, όχι μόνο από οικονομική άποψη, αλλά και μέσα από το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί το χρέος της και παράλληλα να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της έναντι των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών της, δηλαδή του δικαιώματος στην εργασία, στην αξιοπρεπή διαβίωση, στης κοινωνική ασφάλιση, στην υγεία, στην παιδεία και στην κατοικία. Τα δάνεια συνάφθηκαν σε παραβίαση του ελληνικού Συντάγματος και του δικαίου της ΕΕ, οπότε μπορούν να χαρακτηριστούν και παράνομα. Τέλος, το χρέος μπορεί να χαρακτηριστεί απεχθές, αφού οι δανειστές γνώριζαν πως οι όροι που συνόδευαν τα δάνεια παραβίαζαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Επιπλέον, η έκθεση καταρρίπτει τον μύθο περί των προ κρίσης υπερβολικών δημοσίων δαπανών. Η αύξηση του δημόσιου χρέους μετά τη δεκαετία του 1980 δεν οφειλόταν στις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν χαμηλότερες από αυτές άλλων χωρών της Ευρωζώνης –εκτός από τις υπερβολικές και αδικαιολόγητες αμυντικές δαπάνες, οι οποίες αφενός χαρακτηρίζονταν από εκτενείς απάτες και αφετέρου ωφελούσαν τις αμυντικές βιομηχανίες των κρατών-πιστωτών. Οι άλλοι λόγοι αύξησης του δημόσιου χρέους ήταν τα πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού, οι απώλειες εσόδων λόγω της φοροδιαφυγής και της παράνομης εξαγωγής κεφαλαίων και, τέλος, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Στις 21 Ιουνίου, 49 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησαν επισήμως τα ευρήματα της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους να συζητηθούν στην Ολομέλεια της Βουλής. Είτε υπάρξει συμφωνία είτε όχι, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι στην Ελλάδα που δεν θα ξεχάσουν αυτές τις άβολες αλήθειες και θα ζητήσουν δικαιοσύνη. Ποιος χρωστάει σε ποιον μετά από τόσα χρόνια καταστροφής; Αυτό αφορά όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και τους λαούς της Ευρώπης. Η Ευρώπη χρειάζεται μια διάσκεψη για το χρέος. Το 1953, ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας του Λονδίνου, το μισό γερμανικό χρέος διαγράφηκε. Οι ωφελούμενοι της οικονομικής κρίσης δεν έχουν βέβαια κανένα συμφέρον από μια τέτοια διάσκεψη, αλλά οι λαοί της Ευρώπης έχουν δικαίωμα να μάθουν ότι οι φόροι που πλήρωσαν χρησιμοποιήθηκαν για τη διάσωση τραπεζών. Οι λαοί της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Λετονίας πρέπει κι αυτοί να μάθουν την αλήθεια, δηλαδή ότι οι κυβερνήσεις τους επέβαλαν και σε αυτούς αντίστοιχα λανθασμένα μέτρα λιτότητας.

Ο λογαριασμός θα πρέπει κάποια στιγμή να σταλεί στις ιδιωτικές τράπεζες. Μέχρι τότε ο λαός της Ελλάδας έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί να πληρώσει το χρέος. Είναι καιρός οι Έλληνες να κάνουν μια νηφάλια συζήτηση για το τι σημαίνει το χρέος και ποιες είναι οι επιλογές τους έξω από αυτόν τον ζουρλομανδύα. Η Ελλάδα χρειάζεται πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης με αξιοπρεπείς μισθούς για άνδρες και γυναίκες, δομικές αλλαγές, βιώσιμη ανάπτυξη και ένα κράτος πρόνοιας για τους νέους και τους ηλικιωμένους. Αυτές οι κατευθύνσεις είναι ασύμβατες με την αποπληρωμή του χρέους και τις πολιτικές λιτότητας που πιθανότατα θα συνοδεύουν και τις επόμενες συμφωνίες.

Μια μονομερής διαγραφή του χρέους οπωσδήποτε προϋποθέτει έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά πρέπει κανείς να αντισταθεί στην εκστρατεία τρομοκράτησης του ελληνικού λαού υπενθυμίζοντάς του ότι τέτοιοι έλεγχοι ασκούνταν κανονικά από τις περισσότερες χώρες μέχρι τη μαζική χρηματοπιστωτική απορρύθμιση των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Για να αποκρούσει τον εκβιασμό της ΕΚΤ, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει IOU για τις εσωτερικές πληρωμές. Θα οδηγήσουν αυτά σε έξοδο από την Ευρωζώνη; Η παραμονή στο ευρώ ή η έξοδος από αυτό δεν μπορεί να είναι ταμπού, και όντως η έξοδος είναι η πιθανότερη έκβαση μιας τέτοιας σύγκρουσης, αλλά δεν είναι η μόνη πιθανή.

Μετά από μια στάση πληρωμών, η ΕΚΤ θα έκοβε την παροχή ρευστότητας, από τη στιγμή που τα κρατικά ομόλογα που κρατούν οι ελληνικές τράπεζες θα πάψουν να γίνονται αποδεκτά ως εχέγγυα, αλλά σύμφωνα με τον Βίλεμ Μπόιτερ της Citi, οι ευρωπαϊκές αρχές θα μπορούσαν να ανακεφαλαιοποιήσουν τις ελληνικές τράπεζες , και η ΕΚΤ θα μπορούσε να συνεχίζει να χρηματοδοτεί τις τράπεζες μέχρι να υπάρξει μια πολιτική απόφαση, ώστε να αποφύγει να είναι ο θεσμός που θα τραβήξει την πρίζα. Αλλά αυτή η προσέγγιση βλέπει τη μεταβατική περίοδο από τη σκοπιά των τραπεζιτών˙ από τη σκοπιά της ελληνικής κυβέρνησης, το πιο σημαντικό ζήτημα είναι να αποκτήσει τον έλεγχο των τραπεζών και να μην τον αφήσει στην ΕΚΤ.

Η έκταση του οικονομικού ντόμινο που μια ελληνική χρεοκοπία μπορεί να προκαλέσει στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί να προβλεφθεί, αλλά σε κάθε περίπτωση η ηρεμία που επικρατεί στις αγορές κρατικών ομολόγων είναι πιο εύθραυστη απ’ όσο ελπίζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η ΕΚΤ. Απ’ την άλλη πλευρά, το πολιτικό ντόμινο μιας απόφασης του ελληνικού λαού να διαλέξει την αξιοπρέπεια έναντι του εκβιασμού, είναι κάτι που οι ευρωπαϊκοί λαοί πρέπει να ελπίζουν και να περιμένουν. Το πολιτικό και το οικονομικό ντόμινο θα ενισχύσουν μεσοπρόθεσμα το ένα το άλλο, καθώς θα πυκνώνουν τα ερωτήματα των λαών της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση των αποκαλούμενων προγραμμάτων διάσωσης.

Μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου

Η Özlem Onaran διδάσκει εργατική και αναπτυξιακή πολιτική στο Πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς και είναι μέλος της Επιτροπής Αλήθειας για το Χρέος της Ελληνικής Βουλής. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο www.socialeurope.eu, 24.6.2015.

 

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)