to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Η ελληνική Δικαιοσύνη, υπό το βάρος και της απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 6/2002 –που ανέτρεψε τη νομολογία του Αρείου Πάγου του 2000– εμφανίζεται το λιγότερο άτολμη ή πάντως ευλαβικά προσκολλημένη στις θεωρίες που διατύπωσε ο Μοντεσκιέ τον 18ο αιώνα για τον πολιτικά αμέτοχο δικαστή, τον «δικαστή-στόμα», που μηρυκάζει απλώς το γράμμα του νόμου.


Τον προηγούμενο μήνα ο ιταλικός Αρειος Πάγος υιοθέτησε απόφαση που επιτρέπει στους Διστομίτες να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της ημικρατικής εταιρείας των γερμανικών σιδηροδρόμων για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους που έγιναν αμετάκλητα δεκτές στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, στις αρχές του μήνα, το Εφετείο της Χάγης έκρινε ότι η Ολλανδία δεν μπορεί να επικαλεστεί τον θεσμό της παραγραφής για να επιτύχει την απόρριψη αγωγής 5 πολιτών της Ινδονησίας, των οποίων οι πατέρες είχαν τύχει συνοπτικής εκτέλεσης (χωρίς δίκη) από τις ολλανδικές ένοπλες δυνάμεις το 1947, στο πλαίσιο του εθνικοαπελευθερωτικού/αντιαποικιακού αγώνα της τότε αποικίας των Αν. Ινδιών.

Την ίδια στιγμή στη χώρα μας και στα δικαστήριά της η αποζημίωση των θυμάτων για τις ανείπωτες θηριωδίες που υπέστησαν την περίοδο της τριπλής Κατοχής παραμένει τουλάχιστον εκκρεμής για πάνω από είκοσι χρόνια. Ο λόγος είναι ότι, μετά την αρχική δικαίωση που ήρθε με την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 11/2000 για την υπόθεση του Διστόμου, το ζήτημα της πρόσβασης των θυμάτων στη Δικαιοσύνη και σε αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα τελεί υπό την αίρεση της βούλησης είτε των πολιτικών είτε των δικαστικών ταγών.

Η ελληνική Δικαιοσύνη, υπό το βάρος και της απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 6/2002 -που ανέτρεψε τη νομολογία του Αρείου Πάγου του 2000- εμφανίζεται το λιγότερο άτολμη ή πάντως ευλαβικά προσκολλημένη στις θεωρίες που διατύπωσε ο Μοντεσκιέ τον 18ο αιώνα για τον πολιτικά αμέτοχο δικαστή, τον «δικαστή-στόμα», που μηρυκάζει απλώς το γράμμα του νόμου. Πάντως ήδη οι δικαστικές αποφάσεις στις οποίες αναφερθήκαμε επιβεβαιώνουν ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των νομικών κανόνων αποτελεί πράξη ουσιωδώς πολιτική, που επιτελεί διττή λειτουργία: αφενός μπολιάζει μέσα από τη χρήση των αόριστων νομικών εννοιών τους κανόνες δικαίου με κοινωνιοκεντρικές αντιλήψεις, όπως π.χ. για το εάν είναι ανεκτό σε μια δημοκρατική κοινωνία η κυβέρνηση να επικαλείται την παραγραφή για να μην παράσχει επανόρθωση σε θύματα εγκλημάτων πολέμου. Αφετέρου επανασυνδέει το δίκαιο, ως προϊόν μιας συγκυριακής, κάποτε, κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με την «έννοια του πολιτικού», δηλ. με τη ζώσα πολιτική πραγματικότητα, τη διαπάλη των ιδεών και των τάξεων στο πεδίο της κοινωνίας.

Στο επίπεδο τώρα της πρακτικής πολιτικής, το ελληνικό πολιτικό σύστημα εφάρμοζε με συνέπεια το δόγμα των «χαμένων ευκαιριών».

Ωστόσο, μετά από αδράνεια δεκαετιών, η σύσταση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών την ΙΕ’ Κοινοβουλευτική Περίοδο (2014), οι δύο διαδοχικές θητείες της, η υιοθέτηση της έκθεσης της Επιτροπής κατά τη ΙΖ’ Κοινοβουλευτική Περίοδο (27-7-2016), η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής (17-4-2019) της ως άνω έκθεσης, η σχεδόν ομόφωνη απόφαση για τη διεκδίκηση των απαράγραπτων αξιώσεών μας, οι δηλώσεις από το βήμα της Ολομέλειας του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για τις δυνατότητες που έχει η χώρα να διασφαλίσει το δικαίωμα των θυμάτων να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη αν η Γερμανία δεν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και, τέλος, η ρηματική διακοίνωση της 4ης Ιουνίου 2019 δημιούργησαν προσδοκίες για την αποφασιστική διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.

Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η πρόταση που διατύπωσε από το βήμα της Βουλής, τον Φεβρουάριο του 2019, και στην Ολομέλεια της 17/4/2019 ο πρόεδρος της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών για την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 28 του Συντάγματος (σχέσεις διεθνούς-εσωτερικού δικαίου), ώστε να διασφαλιστεί ότι, σε ακραίες περιπτώσεις ουσιαστικής και παρατεταμένης αρνησιδικίας, είναι επιτρεπτή η πρόσβαση των θυμάτων στη Δικαιοσύνη παρά την ετεροδικία. Με δεδομένο ότι η επίμαχη διάταξη (άρθρο 28§2) έχει τεθεί σε αναθεώρηση και η άποψη του νυν κυβερνώντος κόμματος της Ν.Δ. είναι ότι η προτείνουσα (προηγούμενη) Βουλή δεν δεσμεύει ως προς τον αναθεωρητικό προσανατολισμό την τωρινή, η επαναφορά της συγκεκριμένης πρότασης θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή στις προσπάθειες της Ελλάδας για την ουσιαστική διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.

Προτείνουμε η ερμηνευτική δήλωση να έχει την εξής μορφή:

«Κανένας κανόνας του εθιμικού διεθνούς δικαίου, ο οποίος ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεν έχει την ισχύ του άρθρου αυτού, εφόσον η εφαρμογή του οδηγεί αποδεδειγμένα στην ολοσχερή ματαίωση της άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Δευτέρου Μέρους του Συντάγματος, ιδίως δε των άρθρων 2, παράγραφος 1, 5, παράγραφος 1 και 2, 10, 20, παράγραφος 1 Συντάγματος ή στην παραβίαση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 25 Συντάγματος».

Ετσι επιδιώκεται να παραμεριστεί η ετεροδικία, όταν η εφαρμογή της προσκρούει στην αρχή της αξίας του ανθρώπου, στο δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη ή στην υποχρέωση των κρατικών αρχών να διασφαλίζουν τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών στην Ελλάδα.

Μέσα από μια τέτοια ρύθμιση, η οποία καθ’ εαυτή δεν παραβιάζει την ετεροδικία κανενός κράτους, θα μπορούσε σε επίπεδο δικαιοπολιτικό να δοθεί το μήνυμα στην κυβέρνηση της Ο. Δ. της Γερμανίας πως η άκαμπτη και στείρα άρνησή της ακόμα και να συζητήσει για τις ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις της ως «καθολικού διαδόχου του Γ’ Ράιχ», θα έχει και υλικές επιπτώσεις πέραν της πολιτικής ρητορείας ή της ηθικής μομφής. Στο δε πεδίο της συνταγματικής πράξης, θα άνοιγε τον δρόμο στα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να παραμερίσουν, λόγω αλλαγής των δεδομένων, τη νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και να υιοθετήσουν λύσεις που διασφαλίζουν στα θύματα και τους απογόνους τους την πρόσβαση στον φυσικό δικαστή και τη διεκδίκηση έννομης προστασίας.

Ολα αυτά βέβαια υπό την πικρή παραδοχή της απροθυμίας του ελληνικού κράτους να αναλάβει τις αξιώσεις των θυμάτων, προβάλλοντας αυτές στο διακρατικό πεδίο. Πράγμα που έπραξε στο παρελθόν, όταν επρόκειτο να υπερασπίσει βέβαια τα δίκαια μεγαλοεργολάβων (Μαυρομμάτης, 1924) ή πλοιοκτητών (Αμπατιέλος, 1952) και όχι των αδικοχαμένων συμπολιτών μας, θυμάτων της βάρβαρης τριπλής Κατοχής την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα μέλη της Διακομματικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών προς την Ελλάδα:

Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Χάρης Τζαμακλής, Νίκος Θηβαίος, Δημήτριος Α. Κούρτης,

εμπειρογνώμονας Διεθνούς Δικαίου της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Γερμανικών Οφειλών

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)