to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Για τα αποτελέσματα στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση

Ο απολογισμός σε καθαρά αυτοδιοικητικό επίπεδο δεν είναι καθόλου αμελητέος, αν σκεφτεί κανείς τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου δυναμικού και των προσβάσεων που διαμορφώνουν έναν νέο αυτοδιοικητικό χάρτη στη χώρα


Φαίνεται πιο δόκιμο να αποτιμηθεί το αποτέλεσμα των εκλογών της 18ης/5 -ιδιαίτερα των Περιφερειών- σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 25ης.5.14. Κι αυτό γιατί μόνο η σύγκριση των δύο αυτών εκλογικών αποτελεσμάτων μπορεί να οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα για τη μη επίτευξη των εκλογικών μας στόχων (ως ΣΥΡΙΖΑ) στον χώρο της Αυτοδιοίκησης -και ειδικότερα της Περιφερειακής- όχι μόνο στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, αλλά και αλλού. (Η Αττική αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, με τους δικούς της ιδιαίτερους συμβολισμούς.)

Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της αναμέτρησης της 25ης.5.14, τα ποσοστά που καταγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ σε πολλές Περιφέρειες είναι στις περισσότερες περιπτώσεις σχεδόν διπλάσια (ή έστω πολύ μεγαλύτερα) από τα ποσοστά που κατέγραψαν στις 18.5.14 οι περιφερειακές παρατάξεις που στήριξε: για παράδειγμα, αυτό συνέβη στις δύο Περιφέρειες με τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ (Δυτ. Ελλάδα, Κρήτη). Έτσι, το ερώτημα που τίθεται είναι: γιατί αυτή η αναντιστοιχία;

Μια ανάγνωση επικεντρωμένη στα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι η προσπάθεια να επιδιωχθεί η πρωτιά ή το πέρασμα στον δεύτερο γύρο με την «απόσπαση» στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, με κύριο εφόδιο ότι στηρίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ («τρεις κάλπες, μια επιλογή»), δεν απέδωσε τα αναμενόμενα...

Στη Δυτική Ελλάδα, η Αντίσταση Πολιτών με επικεφαλής τον σ. Χατζηλάμπρου κατέγραψε ποσοστό περίπου 17% (19% στην Αχαΐα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 34% στις ευρωεκλογές - ποσοστό μεγαλύτερο από το 32% του Ιουνίου του 2012). Αν πάρει κανείς ως δεδομένο ότι τα ποσοστά περίπου 20% που κατέγραψε η παράταξη Κατσανιώτη (Ν.Δ.) είναι της ίδιας τάξης με αυτό που καταγράφει το κόμμα της Ν.Δ. στις ευρωκλογές στην Περιφέρεια αυτή, προκύπτει ότι οι «απώλειες» της Αντίστασης Πολιτών έχουν προκύψει από τα ποσοστά που πήρε η παράταξη Κατσιφάρα (24%) και η παράταξη Σώκου (12%) στον πρώτο γύρο, ποσοστά δυσανάλογα με αυτά των κομμάτων που στήριξαν τις παρατάξεις αυτές (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜ.ΑΡ. αντίστοιχα) στις ευρωεκλογές. Θα μπορούσε δηλαδή να πει κάποιος ότι πολλοί δυνητικοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ (όπως φάνηκε τη δεύτερη Κυριακή) την πρώτη Κυριακή δεν ακολούθησαν την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξαν με άλλα κριτήρια (δεν υπάρχει ανάγκη να τα απαριθμήσει κανείς), χωρίς να παίρνουν ως βάση της επιλογής τους τη στάση τους απέναντι στα Μνημόνια, χωρίς να αποφασίσουν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με κριτήριο την «μνημονιακή» ή «αντιμνημονιακή» ταυτότητα του υποψηφίου περιφερειάρχη... Με άλλα λόγια, η επιλογή ενός ή μιας επικεφαλής, με βασικό κριτήριο ότι σηματοδοτεί τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποτέλεσε και την αυτοδιοικητική επιλογή μιας μεγάλης μερίδας πολιτών που (οι ίδιοι) στο κεντρικό πολιτικό πεδίο θέλουν την ανατροπή... Ο θυμός δεν καθόρισε κυρίαρχα την αυτοδιοικητική ψήφο, οι στηριγμένοι από τη συγκυβέρνηση υποψήφιοι δεν ταυτίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ψηφοφόρους με τη συγκυβέρνηση και την πολιτική της.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι δεν είναι πάντα εύκολο να γίνεται διακριτή η εναλλακτική αριστερή λογική και οι εναλλακτικές ιεραρχήσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη, ότι δεν είναι αρκετό να μιλήσεις για αλληλεγγύη και αντίθεση στα μεγάλα συμφέροντα προκειμένου να κάνεις τη διαφορά, όταν μάλιστα -για αντικειμενικούς λόγους πολλές φορές- είσαι απών (ή με ισχνή παρουσία) για αρκετά χρόνια...

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Ήταν λάθος η λογική με την οποία οδηγηθήκαμε στην επιλογή υποψηφίων;

Κατά τη γνώμη μου, όχι. Ήταν μια «αναγκαστική» επιλογή, αν πάρει κανείς ως δεδομένη τη μέχρι τώρα πολύ ισχνή παρουσία στελεχών της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον χώρο της Αυτοδιοίκησης. Δεν υπήρχε άλλη προσέγγιση πέρα από να «μετακινηθούν» στελέχη στην «αρένα» της Αυτοδιοίκησης και να πολιτευθούν «επενδύοντας» στον γενικό πολιτικό στόχο και τη γενικότερη αποδοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Το αν σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να επιλεγεί κάποιο άλλο πρόσωπο, το αν υπήρξαν κάποια λάθη σε χειρισμούς, λίγη σημασία έχει για τη γενική εικόνα.

Το ότι κάναμε αισιόδοξες προβλέψεις που δεν επιβεβαιώθηκαν, δεν σημαίνει ότι πήραμε λάθος αποφάσεις. Καταλαβαίνουμε εκ των υστέρων ότι δεν αρκούσε να στηρίξουμε υποψηφίους μόνο με την «προίκα» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, με δεδομένη την απουσία ενός δικτύου αριστερών αυτοδιοκητικών στελεχών και μιας διακριτής παρουσίας τα προηγούμενα χρόνια, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι ριζικά διαφορετικό. Κάποια πράγματα ίσως να μην μπορούν να εξελιχθούν διαφορετικά, η έκβαση κάποιων διεργασιών δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές μας αποφάσεις και ενέργειες όταν κάποιες καταστάσεις είναι εδραιωμένες για χρόνια...

Στο κάτω-κάτω ο απολογισμός σε καθαρά αυτοδιοικητικό επίπεδο δεν είναι καθόλου αμελητέος, αν σκεφτεί κανείς τον πολλαπλασιασμό του ανθρώπινου δυναμικού και των προσβάσεων που διαμορφώνουν έναν νέο αυτοδιοικητικό χάρτη στη χώρα, καθώς και τα πολύ σοβαρά προγραμματικά βήματα και τις νέες συλλογικότητες που κατακτήθηκαν στη διάρκεια της σύντομης προεκλογικής περιόδου. Ιδιαίτερη επιμονή και ενασχόληση θα χρειαστεί για να διατηρηθούν οι συλλογικότητες αυτές, για να εμπεδωθεί η μόνιμη λειτουργία τους και η μόνιμη παρουσία τους στις τοπικές κοινωνίες.

Ξεκινήσαμε αργά σε πολλές περιπτώσεις. Αυτή είναι μια διαπίστωση που χρειάζεται να αποτυπωθεί στην αποτίμηση της δουλειάς μας.

Η αναντιστοιχία (άλλοτε μεγαλύτερη, άλλοτε μικρότερη) που παρατηρήθηκε ανάμεσα στα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε ένα γενικότερο φαινόμενο των τελευταίων μηνών, που είναι αυτό των αναντίστοιχων με τη γενική εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεσμάτων σε επαγγελματικούς ή επιστημονικούς φορείς και στη σπουδάζουσα νεολαία. Τίθεται λοιπόν ένα γενικότερο ζήτημα αναντιστοιχίας απήχησης, ηγεμονικής παρουσίας, στο γενικό πολιτικό πεδίο και σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Και η αναντιστοιχία αυτή θα πρέπει να διορθωθεί. Γενικές οδηγίες του τύπου «πρέπει να δουλέψουν οι οργανώσεις» δεν θα έχουν αποτέλεσμα αν δεν αναλυθεί σωστά η πραγματικότητα του κάθε χώρου, αν δεν ιεραρχηθούν τα προβλήματα και τα αιτήματα που συγκροτούν κάθε κοινωνικό χώρο ως τέτοιον, αν δεν σχεδιαστεί συγκεκριμένα ο ρόλος των οργανωμένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτόν. Κάτι καθόλου εύκολο, που όμως αποτελεί μονόδρομο.

Τέλος: Αν και επικεντρωθήκαμε στο πρόβλημα της αναντιστοιχίας των πρόσφατων αυτοδιοικητικών αποτελεσμάτων με τη γενικότερη επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει ότι και τα πολύ ενθαρρυντικά και ιστορικής σημασίας αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα πρέπει να μας αφήνουν απόλυτα ικανοποιημένους. Η οργή δεν έχει γίνει απελπισία και παραίτηση και αυτό είναι θετικό, απέχει όμως από το να μετουσιωθεί σε ένα ευρύ πλειοψηφικό ρεύμα εμπιστοσύνης προς τον ΣΥΡΙΖΑ και στην πρότασή του. Το έλλειμμα αυτό πρέπει να καλυφθεί γρήγορα και αποφασιστικά. Αυτό είναι το πολιτικό καθήκον της περιόδου. Κάθε μέλος της κοινωνίας, κάθε κοινωνική ομάδα που βιώνει τις συνέπειες της πολιτικής της ακραίας λιτότητας και της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, θα πρέπει να δει καθαρά στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ την απάντηση για το δικό της μέλλον, να μας εμπιστευτεί για την προοπτική μιας καλύτερης ζωής. Πάνω σ' αυτό, χωρίς επανάπαυση, θα πρέπει να δουλέψουμε συστηματικά και υπεύθυνα.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)