Ωστόσο, είναι πλέον σαφές σε διεθνές επίπεδο ότι για να μην ενεργοποιηθεί η βόμβα και το ωστικό κύμα πλήξει όλη την Ευρώπη, θα πρέπει άμεσα να γίνει αναδιάρθρωση, ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, που αντιπροσωπεύει το 194% του ελληνικού ΑΕΠ, δηλαδή 333,5 δισ. ευρώ.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ζήτημα έχει διεθνοποιηθεί και αυτό αποτελεί επιτυχία που πιστώνεται στην κυβέρνηση. Το ελληνικό αίτημα αναδιάρθρωσης του χρέους έχει συμμάχους, που δεν είναι απλώς έγκριτοι οικονομολόγοι διεθνούς φήμης, αλλά πρόεδροι κρατών, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Φρανσουά Ολάντ, και κορυφαίοι θεσμικοί παράγοντες, όπως η «σιδηρά» κυρία του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Ο «φιλελληνισμός» τους εξυπηρετεί τα δικά τους πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα και κανείς δεν θα εκπλαγεί αν υπάρξει αλλαγή στάσης, αν στην πορεία οι «σύμμαχοί» μας διαπιστώσουν για οποιονδήποτε λόγο ότι δεν έχουν κέρδος από τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος.
Τα αντίστοιχα ισχύουν φυσικά και για εκείνους που διατυπώνουν ισχυρές ενστάσεις, με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία. Ωστόσο, το Βερολίνο το έχει πάρει απόφαση ότι η συζήτηση πρέπει να γίνει. Απλώς επιχειρεί να τη μεταθέσει μια δεκαπενταετία αργότερα.
Η ελληνική κυβέρνηση λοιπόν φαίνεται να κερδίζει την πρώτη μάχη. Αλλά δεν αρκεί. Οφείλει να κρατήσει «ζωντανή» τη συζήτηση, να έχει ισχυρή επιχειρηματολογία ώστε να πετύχει σημαντική επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους, για να μην είναι «ορατό», να μην αποτελεί βαρίδι και να μη στερεί από τη χώρα πόρους που πρέπει να κατευθυνθούν στην ανάπτυξη.
Γιατί τελικά, όσο και αν μετατεθούν τα χρέη, είναι σαφές ότι αν η χώρα δεν παράγει πλούτο, δεν αναπτύσσεται, δεν εξάγει, δεν καινοτομεί, τότε θα επιβεβαιωθεί για ακόμα μια φορά ότι «η Ιστορία επαναλαμβάνεται». Και η ιστορία του ελληνικού χρέους είναι θλιβερή και καταστροφική.