to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

17:51 | 28.04.2022

πηγή: Ινστιτούτο ΕΝΑ

Κοινωνία

Για μια θεωρία των Κρίσεων: «Κρισιακό τούνελ» και «δίψα για ενημέρωση»

Είναι πλέον φανερό πως στις εννοιολογήσεις της, η Κρίση, είτε ως συστατικό στοιχείο του κοινωνικού και του πολιτικού πεδίου είτε ως κοινωνική και πολιτική συγκυρία, συγκροτείται και μεσολαβείται από τον λόγο ως Κρίση


*Του Θωμά Σιώμου, Διδάσκοντα Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, μεταδιδακτορικού ερευνητή – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ 6», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ 

Η δεκαετία 2012-2022 αφήνει ένα αποτύπωμα με καθοριστικές συναισθηματικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης, της πανδημικής που ακολούθησε και της ουκρανικής που ξετυλίγεται αυτήν τη περίοδο. Τα χρόνια αυτά αποτελούν απόδειξη πως κάθε κρίση μάς «κουβαλά» στον χρόνο και μάς πηγαίνει παρακάτω. Από «κρίση σε κρίση» απλώνεται το νήμα των ζωών του καθένα και της καθεμιάς από εμάς.

Στη βιβλιογραφία μπορεί να διακρίνει κανείς έργα που πραγματεύονται το ζήτημα της κρίσης, είτε στη θεωρητική είτε στην ιστορική διάστασή της˙ έργα στα οποία η κρίση αναφέρεται ως καθοριστικός κοινωνικός, πολιτικός ή οικονομικός παράγοντας. Πρόκειται για μια «σύνθετη και αμφίσημη έννοια που εμφανίζεται αρχικά στον ιατρικό και τον δικαιϊκό λόγο» (βλ. Koselleck, 1988 και Περεζούς, 2007, όπως αναφέρονται στο Stavrakakis κ.ά, 2018). Στον 20ό αιώνα αυτά τα δύο νοήματα της Κρίσης συναντιούνται στο έργο του Antonio Gramsci, ο οποίος, σε μια προσπάθεια να περιγράψει διάφορες εκδηλώσεις της κρίσης – πολιτικές, οικονομικές, νοήματος και ούτω καθεξής – συναρθρώνει αυτά τα δύο νοήματα της κρίσης σε μια κατανόηση της τελευταίας ως «κρίσιμης κατάστασης», κατά την ιατρική ορολογία, και «τελικής απόφασης»-κρίσης, κατά την αντίστοιχη δικαιϊκή» (βλ. Stavrakakis κ.ά. 2018).

Στο θεμελιακό έργο για τη φαινομενολογία και τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, των Berger και Luckmann, διατυπώνονται ερωτήματα για το «σημείο εισόδου» στο νόημα της κρίσης και ιδίως για τους μηχανισμούς θεσμοποίησης και νομιμοποίησής της. Εκείνο που παρατηρείται στον σύγχρονο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο είναι η συστηματική κατασκευή της πραγματικότητας ως μιας πραγματικότητας κρισιακής, νοηματοδοτήσεις της οποίας αναζητούνται και εντοπίζονται στον λόγο των ΜΜΕ. Οι Berger και Luckmann, παρόλο που επικεντρώνονται στο όλον, δεν παραβλέπουν την ύπαρξη επιμέρους νοηματοδοτήσεων τις οποίες ονομάζουν υπο-σύμπαντα νοήματος· αυτά μπορεί να είναι φανερά ή όχι, να συνδέονται με κάποια συλλογικότητα, να οδηγούν σε ποικιλία οπτικών και προοπτικών. Τα συγκεκριμένα υπο-σύμπαντα φαίνεται να διαδραματίζουν έναν – κατά Giddens –  διπλό ερμηνευτικό ρόλο εφόσον συνιστούν ταυτόχρονα γνώση για την κοινωνική βάση και προϊόν της.

Είναι πλέον φανερό πως στις εννοιολογήσεις της, η Κρίση, είτε ως συστατικό στοιχείο του κοινωνικού και του πολιτικού πεδίου είτε ως κοινωνική και πολιτική συγκυρία, συγκροτείται και μεσολαβείται από τον λόγο ως Κρίση. Για την ανάδειξη αυτής της προσέγγισης σχετικά με τον λόγο της κρίσης, ανατρέχουμε στο έργο των Laclau, Barthes και Hay.

Ο πρώτος μας προτρέπει να κατανοήσουμε την κρίση ως εξάρθρωση, κατανοώντας το κοινωνικό ως καταστατικά ανταγωνιστικό, ημιτελές και ενδεχομενικό, εφόσον διαμορφώνεται μέσα από τον ανταγωνισμό διαφορετικών συναρθρώσεων που επιχειρούν να ηγεμονεύσουν στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Ο Laclau ανατρέχει στην κατηγορία του μύθου για να αποδώσει μία από τις βασικότερες ενδείξεις μιας υφέρπουσας Κρίσης, δηλαδή, την εκ νέου συρραφή των εξαρθρώσεων και τη συγκρότηση νέων πεδίων αναπαράστασης. Ως εκ τούτου, ο μύθος προσφέρεται για τη θεωρητική προσέγγιση της κρίσης ως τόπου εκδήλωσης των οντολογικών προϋποθέσεών της και των οντικών εκδηλώσεών της.

Ωστόσο, όπως θα μας υποδείξει ο Barthes, θεμελιωτής της έννοιας του μύθου στη σύγχρονη σκέψη, ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να ιδωθεί μόνο ως ένδειξη της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα ως κάτι που τη συγκροτεί, διαμορφώνοντας έναν μύθο για την κρίση ή, σύμφωνα με τη δική μας πρόταση, έναν «μυθικό» και «μυθοποιητικό» «κρισιακό λόγο» που συγκροτείται από ένα σύνολο επιμέρους αφηγήσεων. Εδώ υπεισέρχεται η προσέγγιση του Hay, ο οποίος από διαφορετική σκοπιά, αλλά όχι ασύμβατη με την παραπάνω, μάς καλεί να προσεγγίσουμε την Κρίση υπό το πρίσμα μιας αφήγησης που ανασυγκροτεί την πληθώρα διάσπαρτων γεγονότων ως «συμπτωμάτων». Σύμφωνα με τον Hay, η κρίση καθαυτή φαίνεται να απαιτεί μια αποφασιστική παρέμβαση, το ίδιο το γεγονός ότι συναρθρώνεται και διαμεσολαβείται από τον λόγο αποτελεί την απόδειξη της διάρκειάς της στον χρόνο.

Αυτές οι τρεις θεωρητικές κατηγορίες της εξάρθρωσης, του μύθου και της αφήγησης συμβάλλουν στη διερεύνησή μας σχετικά με το σημείο εισόδου σε κάθε  εποχή της κρίσης και τις νοηματοδοτήσεις που τη θεσμοποιούν και τη νομιμοποιούν, αλλά και εκείνες που τείνουν να συγκροτήσουν έναν λόγο κριτικό που συνομιλεί με τον κυρίαρχο αμφισβητώντας την ηγεμονία του. Η κρίση, συνεπώς, ενυπάρχει στους μύθους ή/και συνιστά η ίδια έναν μύθο που είναι με τη σειρά του ατελής και δυνάμει ηγεμονικός. Ταυτόχρονα, θέτει ένα δυνητικά απεριόριστο ορίζοντα εγγραφής νέων εξαρθρώσεων και συγκρότησης κοινωνικών φαντασιακών που με τη σειρά τους καθίστανται αντικείμενα ποικίλων αφηγήσεων.

Επιπλέον, ανάμεσα στα εννοιολογικά εργαλεία που επιστρατεύτηκαν στην ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία για την κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων της ελληνικής κρίσης, προνομιακή θέση λαμβάνουν η βιοεξουσία και η βιοπολιτική, έννοιες που αναπτύχθηκαν συστηματικά στο έργο του Michel Foucault, καθώς και οι έννοιες της γυμνής ζωής και της κατάστασης εξαίρεσης που αντλούνται κυρίως από το έργο του Giorgio Agamben.  Διατρέχοντας τις θεωρητικές προσεγγίσεις για τις ειδικές συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα, διαπιστώνει κανείς με ευκολία ότι οι παραπάνω έννοιες απαντούν κατ’ επανάληψη στην επεξεργασία και ανάλυση, αφενός του κρισιακού πολιτικού λόγου, αφετέρου της συγκρότησης μιας νέας υποκειμενικότητας στο περιβάλλον της, μιας νέας κατανόησης του εαυτού και του ανθρώπινου σώματος.

Σε αυτό το πλαίσιο παρατηρούμε πως κάθε κρίση προσομοιάζει με τούνελ και έχει ένα σημείο εισόδου. Η διαδρομή μας από κρίση σε κρίση μοιάζει με μια διαδρομή από τούνελ σε τούνελ. Στη διάρκεια αυτής τη κλειστής διαδρομής δεν μπορείς να έχεις οπτική επαφή με τους ανοιχτούς ορίζοντες της ομαλότητας˙ τα μοτίβα που ξετυλίγονται είναι παρόμοια και η δίψα για ενημέρωση και πληροφορία καθίσταται επιτακτική.

Κάθε κρίση, λοιπόν, διαθέτει ένα εναρκτήριο σημείο, μια αφετηρία, που ουσιαστικά λειτουργεί ως «διακόπτης», δηλαδή ως σημείο εισόδου της Κρίσης στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο, το οποίο στη συνέχεια επιτρέπει τη διάχυση και την παγίωσή της. Μια στατιστική διαπίστωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, το πρώτο κρούσμα του covid 19 στην Ελλάδα, οι πρώτες εικόνες της εισβολής στην Ουκρανία είναι ικανές αφορμές/σημεία εισόδου για να ξεκινήσει η νοηματοδότηση της κρίσης ως ενός καθολικού συμβάντος. Σχεδόν αυτόματα δημιουργούνται και μεσοποιούνται οι προϋποθέσεις της επέκτασης της συγκεκριμένης νοηματοδότησης και σε άλλα γεγονότα, πέραν των εναρκτήριων, ώστε να φτάνουμε σε σημείο να συζητάμε για την ιστορική περίοδο της κρίσης. Ακολούθησε η εμβάθυνση ή η μετάβαση του κοινωνικού πεδίου στην κρισιακή πραγματικότητα που διαθέτει δυναμικό χαρακτήρα και εξέλιξη, ακολουθώντας σταδιοποίηση ανάλογη του πένθους. Αν η κρίση ισούται (ή βιώνεται ως) συμβολικός θάνατος τότε το πένθος εγκαθίσταται στα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα της και τα συνοδεύει από το σημείο εισόδου, στο σημείο εξόδου, από την άρνηση στην αποδοχή, στον συμβιβασμό, στην εξοικείωση με την ιδέα της ματαίωσης.

Έτσι, η διαδρομή από τη μια γεγονική κορύφωση (milestone) στην άλλη προσομοιάζει με το σχήμα του «τούνελ» στο οποίο παρουσιάζονται προειδοποιητικές πινακίδες που ενημερώνουν το κοινό για την είσοδό σου σε αυτό (φάση προετοιμασίας) χωρίς καμία πληροφορία για τη «διάρκεια» και το «μήκος» της διαδρομής. Η ανάγκη για περισσότερη ενημέρωση κατά την περίοδο της κρίσης, μπορεί να ονομαστεί «ενημερωτική δίψα». Στη συγκεκριμένη συνθήκη, το κέντρο «βάρους» της κρίσης βρίσκεται εκτός των συλλογικών και των ατομικών υποκειμένων που την υφίστανται, που έχουν εισέλθει σε ένα τούνελ όπου δεν μπορούν να σταματήσουν για να το σκεφτούν, ούτε μπορούν να γυρίσουν πίσω και φυσικά ούτε μπορούν να μείνουν για πάντα μέσα σε αυτό. Κατά την είσοδο υπάρχει η βεβαιότητα/υπόσχεση πως στο τέλος ξανασυναντάς το φως˙ αναμονή/υπόσχεση που μεταφορικά ισοδυναμεί με την προσδοκία εξόδου και την ανάκτηση μιας νέας κανονικότητας, μιας νέας συνθήκης ομαλότητας. Σε αυτό το μεταφορικό σχήμα, το μόνο που οφείλει το κοινό/κοινωνία να κάνει είναι να ακολουθήσει τον δρόμο που επέλεξαν κάποιοι άλλοι (οι διαχειριστές της κρίσης και όσοι λαμβάνουν αποφάσεις) και να προχωρά μπροστά, όλο και βαθύτερα στο «κρισιακό τούνελ», προκειμένου σύντομα να δει την έξοδο.

Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη ρευστή συνθήκη καθολικού ρίσκου και ριζοσπαστικής ενδεχομενικότητας, στην οποία, όπως περιγράψαμε, δεν υπάρχει η δυνατότητα της επιστροφής, συνιστώντας ουσιαστικά έναν μονόδρομο. Απουσιάζει καθοριστικά η πληροφορία της απόστασης από την έξοδο ενώ οι διαχειριστές κάνουν γνωστά μόνο τα κριτήρια κάτω από τα οποία η διαδρομή στο τούνελ θα τελειώσει και θα αποκαλυφθεί ξανά το φως.

Η αγωνία αποκτά κορυφώσεις που είναι ευθέως ανάλογες των κορυφώσεων της «δίψας για ενημέρωση», η οποία με τη σειρά της είναι ευθέως ανάλογη του κινδύνου και του φόβου που κυριαρχεί στο κοινωνικό σώμα. Είναι λοιπόν φυσικό κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες το σημείο εξόδου να αποκτά χαρακτηριστικά νεύρωσης. Η οδύνη μεγαλώνει ακολουθώντας τους κύκλους των κυμάτων της πανδημίας, των δόσεων της οικονομικής βοήθειας και των συνεχών αξιολογήσεων της απόδοσης του κοινού. Σε αυτή τη συνθήκη η αντοχή στον πόνο αυξάνεται συνεχώς, καθώς το «κατώφλι»/ουδός του πόνου μετακινείται όλο και πιο βαθιά, αυξάνοντας την προσαρμοστικότητα και την αντοχή (societal resilience) του κοινού/κοινωνίας. Οι εικόνες, ο φόβος, οι παραχωρήσεις, οι θυσίες γίνονται βαθμιαία ολοένα και μεγαλύτερες και εντονότερες, λαμβάνοντας για ένα μέρος της κοινωνίας τη μορφή και το νόημα της τιμωρίας (λογική του κολασμού). Μαζί με τον κολασμό, αναδύεται η λογική της επιβράβευσης και οι συνεχώς αυξανόμενες (σε ποιότητα και ποσότητα θυσίες/τιμωρίες) συνοδεύονται από την υπόσχεση/απαίτηση επιβράβευσης για όλα όσα το κοινωνικό σώμα έχει υποστεί.

Οι εξουσιαστικές μορφές που ενυπάρχουν στις επιτελέσεις της κρίσης αποτελούν και το βασικό συνδετικό δεσμό τους με τους μιντιακούς μηχανισμούς της νομιμοποίησης της κρισιακής πραγματικότητας,  κάτι που είδαμε να επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της πανδημίας. Ωστόσο η μεγάλη διαφορά μεταξύ της χρηματοπιστωτικής κρισιακής πενταετίας και της πανδημικής διετίας είναι η δυνατότητα των Μέσων να αντισταθούν στην κρίση και να μην πληγούν υλικά.

Στην πρώτη περίπτωση το μιντιακό τοπίο άλλαξε άρδην με κατάρρευση εκδοτικών οίκων και αλλαγή ιδιοκτησίας πολλών άλλων. Στη πανδημική κρίση, όμως, τα Μέσα δεν αφέθηκαν στις  συνέπειες της κρίσης χωρίς οικονομική στήριξη. Η λεγόμενη «Λίστα Πέτσα» που δεν ήταν παρά η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να επιβραβεύσει προκαταβολικά τα Μέσα για το έργο της ενημέρωσης που καταστατικά είναι υποχρεωμένα να προσφέρουν, δηλαδή να ενημερώνουν το κοινό που είναι βυθισμένο στο «κρισιακό τούνελ», καθόρισε το μιντιακό περιβάλλον. Από τη μία, υπονόμευσε την αξιοπιστία όσων Μέσων ακολουθούσαν το «κυβερνητικό σχέδιο» διαχείρισης της κρίσης καθώς από τους πολίτες αυτό βιώθηκε ως συναλλαγή και από την άλλη λειτούργησε ως ένα πλέγμα προστασίας και κυβερνητικού παρεμβατισμού σε ένα πεδίο που η έννοια της ελευθερίας θα έπρεπε να είναι κυρίαρχη.

Είναι αποδεδειγμένο πως η πενταετία 2011-2016 πλήγωσε τα Μέσα καθοριστικά υποβάλλοντας τα σε μια διαδικασία επιβίωσης με πολλές απώλειες κερδών, μέσων και θέσεων εργασίας. Αυτή η πενταετία τα προετοίμασε για να βουτηχτούν στη «θάλασσα» της μεροληψίας. Σε αυτή τη «μεροληπτική θάλασσα» ανοίχτηκαν ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, ακυρώνοντας την όποια ελπίδα υπήρχε να επανακτήσουν κάποια δόση αμεροληψίας που είναι αναγκαία ώστε να παραμείνουν χρήσιμα και λειτουργικά για το κοινωνικό σύνολο και το δημόσιο διάλογο. Βουτηγμένα στη μεροληψία προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη μία ή στην άλλη πλευρά χωρίς να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο κοινό. Αυτή η απώλεια είναι αναντικατάστατη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Agamben, G. (2005). Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας. Αθήνα: Scripta.

Agamben, G. (2007). Κατάσταση εξαίρεσης: Όταν η έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, μτφρ. Μαρία Οικονομίδου. Αθήνα: Πατάκης.

Barthes, R. (2001 [1956]). Ο μύθος σήμερα. Στο Barthes, R. Μυθολογίες, Μάθημα, μτφρ: Γιάννης Κρητικός. Αθήνα: Ράππα, σσ. 199-205.

Hay, C. (1995).  Rethinking Crisis: Narratives of the New Right and Constructions of Crisis. Rethinking MARXISM. Τ. 8, No 2.

Laclau,  E. (1997 [1990]). Για την επανάσταση της εποχής μας: Κοινωνική εξάρθρωση, ηγεμονία και ριζοσπαστική δημοκρατία, μτφρ. Γιάννης Σταυρακάκης. Αθήνα: Νήσος.

Laclau, E. (1996). Emancipations. Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso.

Laclau, E. & Mouffe, Ch. (2001 [1985]). Hegemony and socialist strategy: Towards a radical democratic politics. Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso.

Laclau, E.  (2005). On populist reason. Λονδίνο, Νέα Υόρκη: Verso.

Μπέργκερ, Π. Λ. & Λούκμαν, T. (2003 [1966]). Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, μτφρ. Κώστας Αθανασίου. Αθήνα: Νήσος.

Stavrakakis, Y., Katsambekis, G., Kioupkiolis, Nikisianis N., Siomos T. (2018). “Populism, anti-populism and crisis” Contemporary Political Theory 17(4).

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)