Διάγραμμα 1: Διόρθωση των μεταβολών των τιμών με την επίπτωση των έμμεσων φόρων, των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών και των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων.
Διάγραμμα 2: Κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και τιμές καταναλωτή
(σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες)
Διάγραμμα 3: Εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας
Small-time crooks: Επιτυχημένη η εσωτερική υποτίμηση
«Η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία θα πρέπει μακροπρόθεσμα να γίνουν κατά 30% φθηνότερες σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης προκειμένου να ξαναγίνουν ανταγωνιστικές. Ακόμη και η Γαλλία θα πρέπει να πέσει κατά 20%», επισημαίνει ο Χανς-Βέρνερ Ζιν. Ο πρόεδρος του ινστιτούτου IfO εννοεί ότι οι τιμές των προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα και αντιμετωπίζουν το διεθνή ανταγωνισμό πρέπει να γίνουν κατά 30% χαμηλότερες σε σχέση με τις μέσες τιμές της ευρωζώνης.
Στην Ελλάδα, όμως, η ασκούμενη οικονομική και διαρθρωτική πολιτική δεν επιτυγχάνει τη μείωση των τιμών, παρόλο που οι μισθωτοί όλοι μαζί, ως σύνολο, θα έχουν χάσει στο τέλος του 2013 το ήμισυ των δαπανών συντήρησης και αναπαραγωγής τους έναντι του 2009 (βλ. Ενημερωτικό Δελτίο του Σύριζα Νο 23) και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ήταν ήδη τον Σεπτέμβριο του 2012 κατά 14% χαμηλότερο έναντι των ανταγωνιστριών χωρών.
Αυτό αποτελεί παταγώδη αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Ο Τόμσεν και τα άλλα παιδιά του ΔΝΤ, όμως, προσπαθούν να συγκαλύψουν την αποτυχία τους. Γράφουν στην τελευταία τους έκθεση για την Ελλάδα (21/12/2012), ότι η «εντονότερη εσωτερική υποτίμηση βρίσκεται σε εξέλιξη», ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και του υψηλού ποσοστού ανεργίας. Ακολουθεί μια σύντομη και περιεκτική περιγραφή της μείωσης των μισθών, με την οποία δεν θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει. Μετά όμως αρχίζουν οι μικρο-απατεωνιές: «Οι τιμές προσαρμόζονται, αν και όχι τόσο γρήγορα όσο οι μισθοί». Πόσο, δηλαδή, προσαρμόστηκαν οι τιμές; Το αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζουν οι υπάλληλοι του ΔΝΤ είναι το Διάγραμμα 1, στο οποίο φαίνεται ότι εάν αφαιρέσουμε από τις τιμές την επίπτωση των έμμεσων φόρων, των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών και των τιμών του πετρελαίου και των τροφίμων, τότε πράγματι από το 2011 έχουμε μείωση των τιμών. Αυτή είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή αλήθεια, στην οποία δεν γίνεται αναφορά στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, είναι ότι η μείωση των τιμών, μετά την παραπάνω διόρθωση, ανερχόταν σε περίπου 0,5% το 2011 και 1% το 2012. Εν τω μεταξύ, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανερχόταν τον Σεπτέμβριο του 2012, με σημείο εκκίνησης την εφαρμογή του προγράμματος, κατά 14%. Μια ιδανική εσωτερική υποτίμηση, σαν και αυτήν που περιγράφεται στη βιβλιογραφία, θα έπρεπε να είχε επιτύχει μείωση των τιμών κατά 14%. Μία επιτυχημένη εσωτερική υποτίμηση θα έπρεπε να είχε επιτύχει μείωση των τιμών έστω 12% ή 10% ή 8%, όχι όμως 1%! (Βλ. διάγραμμα 1, 2).
Εξάλλου, είναι κατανοητό ότι για να υπολογίσουμε την εξέλιξη των τιμών που προκύπτει από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης πρέπει να αφαιρέσουμε την επίπτωση των τιμών της ενέργειας και των ακατέργαστων τροφίμων αφού πρόκειται για τιμές που καθορίζονται εξωγενώς, δηλαδή ανεξάρτητα από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Δεν είναι, όμως, κατανοητό γιατί πρέπει να αφαιρέσουμε -όπως κάνουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ- την επίπτωση της αύξησης των εμμέσων φόρων αφού πρόκειται για επιβαρύνσεις που προήλθαν από την ίδια την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Εάν γίνει ο ορθός υπολογισμός (αφαιρώντας μόνο την επίπτωση του πετρελαίου και των ακατέργαστων τροφίμων) τότε η διορθωμένη μείωση των τιμών δεν είναι 1%, αλλά 0%.
Στη συνέχεια, η έκθεση του ΔΝΤ αποσιωπά τη σημασία της διαφοράς μεταξύ της μείωσης των τιμών κατά 1% και της μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 14%. Η διαφορά αυτή αντανακλά την αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, αντί να χρησιμοποιήσουν τη μείωση του κόστους εργασίας για να μειώσουν τις τιμές τους και την ανταγωνιστικότητά τους, οι επιχειρήσεις προτίμησαν να αυξήσουν τα κέρδη τους. Έχει ενδιαφέρον ότι η ίδια η έκθεση του ΔΝΤ περιέχει το Διάγραμμα 2 που δείχνει με γλαφυρό τρόπο ότι οι χαμηλότεροι μισθοί μετατράπηκαν εξ ολοκλήρου σε αύξηση των κερδών χωρίς να υπάρχει κανένα σχετικό σχόλιο στο κείμενο της έκθεσης.
Τα οικονομικά του βοσκού: Η ανάκαμψη προ των πυλών το 2014
Ο πρωθυπουργός, ο υπουργός οικονομικών, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και η κυβερνώσα τάξη προσπαθούν να εμφυσήσουν πνεύμα αισιοδοξίας σχετικά με την πορεία της ημιθανούς οικονομίας. Ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ «διαβάζοντας τα σημάδια», σαν τον γείτονά μου τον βοσκό που προβλέπει αν αύριο θα βρέξει: αφού η Ευρώπη μάς βλέπει τώρα με μεγαλύτερη συμπάθεια και η πιθανότητα η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη φαίνεται αυξημένη, αφού οι καταθέσεις επιστρέφουν συγκρατημένα στις ελληνικές τράπεζες, και η κυβέρνηση «ρίχνει ζεστό χρήμα στην αγορά» πληρώνοντας κάποια χρέη της στους ιδιώτες, θα υπάρξει ανάκαμψη το 2014.
Προφανώς δεν αναρωτιέται ο υπουργός ποια θα είναι η επίπτωση που θα έχουν τα νέα μέτρα λιτότητας και η συνεχιζόμενη δραματική πτώση των μισθών στην ιδιωτική κατανάλωση και στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Όσο υψηλή και αν είναι η προσδοκώμενη κερδοφορία ενός επενδυτικού σχεδίου, όσο χαμηλά και αν είναι τα επιτόκια, οι ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υλοποιούνται όταν η επιχείρηση εκτιμά ότι θα υπάρχει ζήτηση που θα αγοράσει τα προϊόντα. Η εσωτερική αγορά όμως βρίσκεται σε μαρασμό, όσο για τις εξαγωγικές αγορές φαίνεται ότι είναι μάλλον δυσπρόσιτες στο «ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο». Αυτό δεν εμπόδισε τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να υποστηρίξει σε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Financial Times», μεταξύ άλλων, ότι η ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα βελτιώνεται. Προφανώς δεν έχει δει την καμπύλη των εξαγωγικών επιδόσεων της Ελλάδας (Διάγραμμα 3).
Θα μπορούσε ακόμη να αναρωτηθεί ο υπουργός αν θα αυξηθεί το 2013-2014 η χορήγηση δανείων προς τα νοικοκυριά από τις τράπεζες για να καταναλώσουν. Ό,τι δάνεια λάβουν τα νοικοκυριά μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος θα είναι για να ρυθμίσουν τις οφειλές τους καθώς αντιμετωπίζουν μεγάλη αύξηση των δανειακών τους υποχρεώσεων ως ποσοστό του μειωμένου εισοδήματός τους (όσο για το 20% των πιο εύπορων νοικοκυριών είναι οι μεγάλοι καταναλωτές εισαγομένων προϊόντων). Επομένως από τα δάνεια ας μην περιμένουμε αυξήσεις της ζήτησης. Θα μπορούσε ακόμη ο υπουργός Οικονομικών να αναρωτηθεί εάν η πολιτική του μειώνει τους μισθούς μόνο για το 2013. Γνωρίζουμε ότι οι μισθοί δεν αποκρίνονται σε μια άνοδο της ανεργίας ή σε αλλαγές στους θεσμούς στην αγορά εργασίας, στη βραχυχρόνια διάρκεια αλλά στη μεσοπρόθεσμη. Οι μισθοί θα συνεχίσουν να μειώνονται (να «προσαρμόζονται», στην ολισθηρή γλώσσα των καθεστωτικών οικονομολόγων), τουλάχιστον και το 2014, με τις γνωστές επιπτώσεις στη ζήτηση.
Οι ευνοϊκές προβλέψεις για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αγνοούν επίσης ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και μειώνεται ακόμη περισσότερο η ζήτηση για ελληνικές εξαγωγές που θα υποφέρουν και από την ανατίμηση του ευρώ (σε αντίθεση με αυτά που πιστεύει ο υπουργός, οι ελληνικές εξαγωγές δεν κατευθύνονται κυρίως στην ευρωζώνη, αλλά σε τρίτες χώρες).
Αντί για αυτά, η κυβερνώσα τάξη της χώρας, η άρχουσα κεφαλαιοκρατική τάξη και τα στελέχη των επιχειρήσεών τους, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι και οι μεγαλο-δημοσιογράφοι, «διαβάζουν τα σημάδια» του βοσκού. Προφανώς μας θεωρούν τελείως πρόβατα. Απομένει να δούμε αν έχουν δίκαιο.