to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Φάκελος Cosco: Ψεύτικα τελεσίγραφα, περίεργες συμπτώσεις

Η ψήφιση της κύρωσης από τη Βουλή μιας σύμβασης παραχώρησης ενός σημαντικού στοιχείου της δημόσιας περιουσίας είναι εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία.


Νομικές θεωρήσεις και ερμηνείες ανακατεύονται με τις πολιτικές στοχεύσεις και τις επιχειρηματικές τακτικές, με αποτέλεσμα ο δρόμος προς την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας να είναι γεμάτος παγίδες. Είναι χαρακτηριστικά όσα εκτυλίχθηκαν αναφορικά με τη σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και του ΟΛΠ, ύστερα από την επέκταση της επένδυσης της κινεζικής Cosco.

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, στη συγκεκριμένη κοινοβουλευτική διαδικασία λίγο έλειψε να υπάρξει «ναυάγιο στο παρά πέντε» στην ιδιωτικοποίηση του λιμανιού. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έθεταν στο στόχαστρό τους την κυβέρνηση και συγκεκριμένα τον υπουργό Ναυτιλίας, Θοδωρή Δρίτσα.

Μερίδα δε των ΜΜΕ αναπαρήγαγε τη φρασεολογία κορυφαίων στελεχών της αντιπολίτευσης περί «εξαπάτησης των αντισυμβαλλομένων της», για «φιάσκο Δρίτσα», για «απειλή της ιδιωτικοποίησης» και για κυβέρνηση που συμπεριφέρθηκε «σαν κλεφτοκοτάς».

Αφορμή αποτέλεσε ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση προχώρησε σε αλλαγές στο ήδη συμφωνημένο κείμενο μεταξύ του Δημοσίου, του ΟΛΠ και της Cosco και πως η κινεζική πλευρά αντέδρασε επειδή -σύμφωνα με την ίδια- αλλάζει η ουσία της συμφωνίας της ιδιωτικοποίησης.

Η «Εφ.Συν.» φέρνει σήμερα στο φως το τι συνέβη τις μέρες της νομοθετικής και κοινοβουλευτικής διαδικασίας και το τι συζητήθηκε ανάμεσα στα κορυφαία επιτελικά στελέχη των τριών πλευρών. Σε αυτό το ιδιότυπο «θρίλερ», πρωταγωνιστές αναδεικνύονται ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο υπουργός Ναυτιλίας Θοδωρής Δρίτσας, ο επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιος Πιτσιόρλας και ο πρώην γ.γ. της κυβέρνησης Σπύρος Σαγιάς.

Το ιστορικό πριν από την κατάθεση του κυρωτικού νόμου

Σημείο τριβής το άρθρο 5

Η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά αποτέλεσε ένα εγχείρημα όχι μόνο νομικά δύσκολο, αλλά κυρίως πολιτικά ασύμφορο για την κυβέρνηση, το Μαξίμου και τον αρμόδιο υπουργό Ναυτιλίας.

Μια τέτοιου είδους ιδιωτικοποίηση, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες και τις πιέσεις των εταίρων και των δανειστών για γρήγορη ολοκλήρωσή της, απαιτούσε προσεκτική πολιτική και νομική διαχείριση.

Κατά τις ημέρες πριν από την κατάθεση της σύμβασης στη Βουλή βρισκόταν σε εξέλιξη απεργία των εργαζομένων στα λιμάνια, με τον Θοδωρή Δρίτσα να αναλαμβάνει να διαχειριστεί την περίπλοκη κατάσταση, ενώ η παρουσία και οι παρεμβάσεις των Ελλήνων εκπροσώπων του κινεζικού κολοσσού Cosco ήταν διαρκής.

Χωρίς κουτοπονηριές

Μία εξ αυτών των παρεμβάσεων έλαβε χώρα αρκετές μέρες προτού κατατεθεί στη Βουλή ο κυρωτικός νόμος για το λιμάνι του Πειραιά, δηλαδή στις αρχές Ιουνίου. Σύμφωνα με πληροφορίες, η εν Ελλάδι ηγεσία της Cosco απέστειλε τότε στο Μαξίμου επιστολή με την οποία εξέφραζε την ανησυχία της για μια σειρά «προβλήματα» που υπήρχαν στη διαδικασία. Ανάμεσα σε αυτά τα σημεία δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στα ανοιχτά εργασιακά θέματα.

Το «μήνυμα» που απεστάλη από το γραφείο του πρωθυπουργού προς την κινεζική πλευρά είχε ως κύριο άξονα τη διαβεβαίωση ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και το αρμόδιο υπουργείο έχει σκοπό να ολοκληρωθεί η σύμβαση και στο νομικό της σκέλος, χωρίς πρόθεση για «κουτοπονηριές».

Η διαβεβαίωση αυτή λειτούργησε κατά τα φαινόμενα κατευναστικά, με αποτέλεσμα η διαδικασία να προχωρήσει κανονικά τις επόμενες ημέρες. Την Παρασκευή 24 Ιουνίου το συγκεκριμένο νομοσχέδιο εστάλη στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, προκειμένου και εκείνη να συμβάλει, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, με τις νομικές της γνώσεις.

Το κείμενο που έφτασε στη Γενική Γραμματεία Κυβέρνησης ήταν προφανώς σε γνώση του ΤΑΙΠΕΔ και, όπως επιτάσσει η λογική, σε γνώση και της Cosco. Σε αυτή την άποψη συγκλίνει άλλωστε και το γεγονός ότι ο ισχυρός άνδρας του ΤΑΙΠΕΔ, Στέργιος Πιτσιόρλας, έδωσε το πράσινο φως για να προχωρήσει η διαδικασία.

Το κείμενο όμως παρουσίαζε πολύ σοβαρά νομοτεχνικά προβλήματα. Αρκετοί όροι και διατάξεις που αναγράφονταν στη σύμβαση ήταν απολύτως «ξένοι» στη νομοθετική διαδικασία, εγείροντας κινδύνους για την «ευστάθεια» του νομοθετήματος μετά την ψήφισή του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι χρησιμοποιούνταν ουκ ολίγες εκφράσεις σε μελλοντικό χρόνο, γεγονός ασύμβατο με τις νομικές συνήθειες. Επίσης υπήρχαν αναφορές σε «δικαιοδοσία» του ΟΛΠ ή σε «ένδικο βοήθημα παρέμβασης», όροι που δημιουργούν πολλά προβλήματα.

Αόριστες αναφορές

Πέρα όμως από τις εκφραστικές «δυσλειτουργίες» του κειμένου, υπήρχε ανάμεσα στα άλλα και ένα ζήτημα εξόχως ουσιαστικό. Αυτό αφορούσε το άρθρο 5, που αναφερόταν στη στέρηση ισχύος παλαιότερων νόμων και διατάξεων.

Στη διατύπωση του άρθρου 5 δεν υπήρχε συγκεκριμένη αναφορά στους νόμους που παύουν να ισχύουν, ενώ δεν υπήρχε καν η πρόβλεψη αυτές οι διατάξεις να καταργηθούν σε δεύτερο χρόνο μετά από σχετική υπουργική απόφαση με τη συναίνεση του ΟΛΠ. Οσοι έχουν δει έστω και ένα νομικό κείμενο στην καριέρα τους θα έχουν προσέξει ότι αυτή η λεπτομέρεια είναι πανταχού παρούσα, προσθέτουμε εμείς.

Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης συζήτησε αυτά τα προβλήματα με την ηγεσία του υπουργείου Ναυτιλίας και απέστειλε στους εμπλεκόμενους φορείς τις αναλυτικές παρατηρήσεις της με συγκεκριμένο σχολιασμό και εναλλακτικές προτάσεις. Οι παρατηρήσεις έγιναν δεκτές και το κείμενο κατατέθηκε στη Βουλή την Τρίτη 28 Ιουνίου. Ολα έμοιαζαν να προχωρούν με ηρεμία.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗ

Οι Κινέζοι δεν υπογράφουν, αν...

«Οι Κινέζοι δεν υπογράφουν, αν...»EUROKINISSI/ANDREA BONETTI

Με δηλωμένη την πρόθεση της κυβέρνησης όλα να προχωρήσουν ομαλά και σε συνεργασία με τα εμπλεκόμενα μέρη, ξεκίνησε η κοινοβουλευτική διαδικασία, που είχε τη μορφή της υιοθέτησης «κατεπείγοντος» νόμου. Μέχρι την Τετάρτη 29 Ιουνίου το πρωί όλα έβαιναν καλώς και αντίδραση προς την κυβέρνηση δεν είχε καταγραφεί. Μέχρι που έλαβε χώρα μια ενδιαφέρουσα σειρά «συμπτώσεων».

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Επιτροπή, οι βουλευτές της Ν.Δ. επέμεναν να παραστούν στις εργασίες της οι Ελληνες εκπρόσωποι της Cosco.

Το αίτημα αυτό, αν και πρωτοφανές, έγινε δεκτό από την κυβέρνηση. Ωστόσο η Cosco απάντησε ότι δεν δύναται να εκπροσωπηθεί στη συνεδρίαση και δεσμεύτηκε να αποστείλει ένα υπόμνημα. Αντ’ αυτού εστάλη στα μέλη της Επιτροπής η -γνωστή πλέον- επιστολή του Αγγελου Καρακώστα, επικεφαλής της Cosco, και λίγα λεπτά μετά αναρτήθηκε σε ολόκληρο το διαδίκτυο.

Στην επιστολή εκείνη, που κοινοποιήθηκε προς τρία στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ (ανάμεσά τους και ο Στέργιος Πιτσιόρλας), ο Αγγελος Καρακώστας επισήμαινε ότι είναι πιθανή η πρόκληση βλάβης αν ψηφιστεί ο συγκεκριμένος νόμος έπειτα από τις νομοτεχνικές αλλαγές που υπήρχαν.

Και αφού απαριθμούσε τις αλλαγές, χωρίς να προβάλλει κάποια πειστικά νομικά επιχειρήματα, ζητούσε την «αποκατάσταση του κατατεθέντος κυρωτικού νόμου» απειλώντας εμμέσως ότι η συμφωνία μπορεί να ναυαγήσει.

Περίεργη διαρροή

Ακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο, επικοινωνιακός «σάλος». Βουλευτές της αντιπολίτευσης να κατηγορούν την κυβέρνηση ότι έχει αλλάξει την ουσία του νόμου και μέσα ενημέρωσης να αναρτούν δημοσιεύματα περί «φιάσκου» και άλλων τινών.

Ωστόσο ακόμα μια λεπτομέρεια έχει ξεχωριστή σημασία: Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ διακινούσαν ανεπισήμως στους διαδρόμους της Βουλής, προτού ακόμα δημοσιοποιηθεί ή τους κοινοποιηθεί η επιστολή, ότι έχουν λάβει γνώση του περιεχομένου της από τον δικηγόρο Σπύρο Σαγιά.

Και βέβαια ρεπορτάζ για την επίμαχη επιστολή αναρτήθηκε νωρίτερα από τα άλλα ΜΜΕ σε ελληνική εφημερίδα «κατ’ αποκλειστικότητα». Η συγκεκριμένη συντηρητική εφημερίδα έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού. Το πώς γνώριζε το περιεχόμενο της επιστολής απομένει να διευκρινιστεί.

Το ίδιο βράδυ κυβερνητικό κλιμάκιο με τη συμμετοχή και του Στέργιου Πιτσιόρλα εκλήθη βάσει των δεδομένων να αποτιμήσει την κατάσταση, ύστερα και από τον «σάλο» που είχε προκληθεί. Η θέση του επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, να υπάρξει σκληρή έγγραφη απάντηση από την κυβέρνηση.

Ωστόσο οι κυβερνητικοί παράγοντες και οι υπουργοί που βρίσκονταν στη συνεδρίαση απέρριψαν αυτή την επιλογή, καθώς θα μπορούσαν να δημιουργηθούν εντάσεις και παρεξηγήσεις αχρείαστες, δίνοντας περαιτέρω δημοσιότητα σε ένα ζήτημα που θα αφορούσε δευτερεύουσας σημασίας νομοτεχνικά ζητήματα.

Θέματα συνταγματικότητας

Το πρωί της επομένης, την Πέμπτη 30 Ιουνίου, έλαβε χώρα νέα συνάντηση των κυβερνητικών στελεχών και του επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ, ώστε να εξεταστούν «κομμάτι κομμάτι» τα βελτιωμένα εδάφια στον νόμο, στα οποία αντιδρούσε η Cosco.

Η συνάντηση ωστόσο έκρυβε μια έκπληξη, καθώς ως εκπρόσωπος της κινεζικής εταιρείας εμφανίστηκε μια δικηγόρος, συνεργάτις του γραφείου του Σπύρου Σαγιά. Η συζήτηση που εκτυλίχθηκε ήταν «πολιτισμένη» σύμφωνα με παριστάμενους, αν και σε κάθε σημείο που τα νομικά επιχειρήματα της κυβερνητικής πλευράς έφταναν στο τελικό τους σημείο, η δικηγόρος επαναλάμβανε «δεν έχω την εξουσιοδότηση να αποδεχτώ αυτή την αλλαγή».

Αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συνεργασία των δύο νομικών πλευρών οδηγούσε σε κάποιο αποτέλεσμα, η όλη διαδικασία κόλλησε στο γνωστό άρθρο 5 (βλέπε παραπλεύρως).

Η κυβερνητική πλευρά επέμενε ότι δημιουργούνται μέχρι και θέματα συνταγματικότητας με τη συγκεκριμένη διατύπωση. Ωστόσο η νομική εκπρόσωπος της Cosco παρέμενε αμετακίνητη.

Η «έκπληξη», σύμφωνα με πληροφορίες, ήρθε από την πλευρά του Στέργιου Πιτσιόρλα, ο οποίος είχε βγει από την αίθουσα. Οταν επανήλθε ανέφερε στους υπόλοιπους παριστάμενους: «Μίλησα με τους Κινέζους. Αν δεν περάσει το άρθρο 5 όπως είναι, δεν θα υπογράψουν». Με ποιους ακριβώς «Κινέζους» μίλησε, παραμένει άγνωστο. Η συνεδρίαση πάντως δεν είχε ιδιαίτερο νόημα πλέον.

Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΣΙΠΡΑ

Ο Καρακώστας δεν θα έρθει στην Κίνα...

Καρακώστας

Η «εμπλοκή» που αφορούσε το άρθρο 5 ξεπερνούσε πλέον να όρια της νομικής επιστήμης και της λογικής. Και περνούσε στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης.

Η παραφιλολογία άλλωστε είχε φτάσει στο σημείο να κυκλοφορήσει το δημοσίευμα του «Πρώτου Θέματος» περί διαβήματος της πρεσβείας της Κίνας στην ελληνική κυβέρνηση, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε στην Ολομέλεια εξαπολύοντας «φιλιππικούς» κατά της κυβέρνησης.

Για τα όσα εκτυλίχθηκαν ενημερώθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος άλλωστε λίγες ώρες αργότερα θα ταξίδευε στο Πεκίνο. Και γι’ αυτό αποφάσισε να παρέμβει.

Μέσω των αρμόδιων συνεργατών του επικοινώνησε με την Κίνα εκφράζοντας την ενόχληση της ελληνικής πλευράς για την «ανεπίτρεπτη επιστολή» που εστάλη στη Βουλή από τους Ελληνες εκπροσώπους της Cosco.

Εθεσε μάλιστα το ερώτημα για το εάν γνώριζε το Πεκίνο για την επιλογή των Ελλήνων αντιπροσώπων τους.

Προτού έρθουν οι απαντήσεις από το Πεκίνο, ο πρωθυπουργός, στο «μήνυμα» που έστειλε, ξεκαθάριζε ότι υπό αυτές τις συνθήκες τίθεται εν αμφιβόλω έως και η πραγματοποίηση του επικείμενου επίσημου ταξιδιού του στην Κίνα.

Οι απαντήσεις που έλαβε δεν συνέτειναν στο ότι το Πεκίνο γνώριζε τις κινήσεις των εν Ελλάδι αντιπροσώπων της Cosco. Και μάλιστα οι Κινέζοι ιθύνοντες δεν γνώριζαν, σύμφωνα με πληροφορίες, ούτε την ύπαρξη της πρώτης επιστολής της ελληνικής Cosco προς τον πρωθυπουργό στις αρχές Ιουνίου.

Υστερα από αυτά ήρθε και η επίσημη διάψευση από την κινεζική πρεσβεία στην Αθήνα τού ότι υπήρξε διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα. Η «κρίση» μεταξύ Αθήνας και Πεκίνου τελικά δεν είχε ιδιαίτερη βάση, αλλά ήταν προφανές ότι υπήρχε προσπάθεια να «ναυαγήσει», έστω και επικοινωνιακά, η διαδικασία για την κύρωση της σύμβασης.

Κατόπιν τούτων ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε σαφή εντολή: «Ο Καρακώστας δεν θα έρθει στην Κίνα».

 
 
tags: άρθρα, COSCO

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)