to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

10:52 | 16.01.2015

πηγή: popaganda.gr

Πολιτισμός

Φ. Δεληβοριάς: «Σιχαίνομαι την έννοια που έχει η έκφραση “πνευματικός άνθρωπος” στην Ελλάδα»

Ο Φοίβος Δεληβοριάς εξηγεί στη Λίνα Ρόκου γιατί αισθάνεται μπάσταρδος γιος και πόσο πολύ τον έχει σημαδέψει το «Επιστροφή στο μέλλον».


Φωτογραφίες: Νεφέλη Καραφυλλάκη

Λίγες ημέρες πριν ανέβει στη σκηνή για να μας παρουσιάσει τη νέα του παράσταση με τίτλο «Μπάσταρδος Γιος» ο Φοίβος Δεληβοριάς βλέπει αγχωμένα όνειρα λόγω επικείμενης πρεμιέρας, μελετάει εφημερίδες του 1971, παραδίδει σεμινάρια για τον Χατζιδάκι, μετά συζητάει πίνοντας με τους μαθητές του μέχρι τις 4 το πρωί και προλαβαίνει να απαντήσει στις ερωτήσεις της Popaganda. Τον συνάντησα στο piano-restaurant Saloon, ιδανικό περιβάλλον όπως φάνηκε, αφού όπως μου λέει του αρέσει να βλέπει σπαγγέτι γουέστερν.

Πώς προέκυψε ο τίτλος της νέας σου παράστασης και τι αποτυπώνει; Από ένα τραγούδι που έγραψα πριν ενάμιση χρόνο περίπου και που θα περιλαμβάνεται στο νέο μου δίσκο με τίτλο «Καλλιθέα» που θα κυκλοφορήσει μέσα στον χρόνο. Ο μπάσταρδος γιος είναι ένα είδος Τηλέμαχου. Όσοι γεννήθηκαν από το 1970 και μετά, από γονείς κυρίως της γενιάς του ’60 ή του Πολυτεχνείου, μεγάλωσαν με το συνεχές άκουσμα της φράσης «δε τα προλάβατε εσείς». Ήταν λες και ήμασταν εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα παιδικό πάρκο, γεμάτο παιχνίδια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και ο μοναδικός σκοπός των δικών μας ήταν η προστασία αυτού του πάρκου ενώ στο βάθος ακουγόταν πάντα «…μα το ’60 ήταν η έκρηξη του πολιτισμού και της ελευθερίας». Υπάρχει λοιπόν μέσα μας το σύνδρομο του Τηλέμαχου, είμαστε μια χώρα που τη λυμαίνονται μνηστήρες και εμείς καθόμαστε μέσα σε ένα μικρό παρκάκι, στο δωμάτιο μας, κατεβάζοντας τα torrents μας και προσπαθώντας να διατηρήσουμε αυτήν την εικόνα του γιου.

Γι’ αυτό και ο τρόπος που προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την δική μας πολιτική θέση, μετά το γκρέμισμα των τελευταίων πέντε χρόνων, είναι παιδιάστικος, καθώς οι μισοί προσπαθούν να γρυλίσουν σαν τους μπαμπάδες τους πολιτικά ή κομματικά αιτήματα (δεξιά, αριστερά ή νεοχουντικά ανάλογα με την εκάστοτε πατρική μυθολογία) που έχουν ξοφλήσει εδώ και 40 χρόνια και οι άλλοι μισοί κάνουν λες και το απόλυτο πολιτικό αίτημα είναι η σπουδαιοφανής Αθήνα του 2004, που πρέπει να συνεχιστεί με κάθε τρόπο. Δεν συλλαμβάνουμε το πρόβλημα σε όλη του την τραγικότητα και γι’ αυτό κάνουμε σαν παιδάκια που είτε μιμούνται είτε κανιβαλίζουν τους γονείς τους. Ας παραδεχτούμε λοιπόν πως είμαστε μπάσταρδοι κι ας βρούμε τον αληθινό μας εαυτό, ώστε να κατακτήσουμε και τη δική μας θέση τον «κοινό μύθο», που έλεγε ο Χατζιδάκις. Δύσκολο, βέβαια, να μιλάει κανείς σε μιαν επιτακτική περίοδο για ωρίμανση. Κι όμως, αν θέλουμε όντως ν’αλλάξουν τα πράγματα και να’χουμε κι εμείς μια θέση σ’αυτά, να ωριμάσουμε πρέπει.

Ο υπότιτλος της παράστασης είναι «Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο». Πολλά είχα σκεφτεί, μέχρι κι ένα σεφερλίδικο τύπου «Saturday night Φοίβος», γιατί ζηλεύω τρομερά που όλοι οι τίτλοι μπορούν να διαμορφωθούν έτσι ώστε να χωράει το όνομα του Σεφερλή μέσα. «Χτυποκάρδια στο Σέφερλι Χιλλς», «One mark show», «Σουλεϊμάρκ ο Μεγαλοπρεπής», αλήθεια πώς γίνεται αυτό; Κι εγώ βρήκα μόνο έναν. Μετά σκέφτηκα το «Η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο», με μια μικρή διαφοροποίηση στους κανόνες. Βγάζουμε έξω εμείς, οι πολίτες δηλαδή, τους αστυνομικούς, τους χαφιέδες, και τους μαφιόζους και κάνουμε τη νύχτα δική μας υπόθεση. Κατέληξα όμως στο «Μπάσταρδος Γιος» γιατί μου θυμίζει σπαγγέτι γουέστερν και λέει ακριβώς όσα θα ήθελα να πω.

foivos (6)

Σου αρέσουν ούτως ή άλλως οι αναφορές στην pop κουλτούρα. Ναι γιατί ζω μέσα σε αυτήν. Όλη μέρα με αυτά ασχολούμαι. Βλέπω τα πάντα. Βλέπω κι εγώ πολύ τις ξένες σειρές, τις κατεβάζω δηλαδή γιατί η τηλεόραση τις δείχνει με μεγάλη καθυστέρηση ή δεν τις δείχνει καθόλου. Το Utopia, το House of Cards, το Louie, θα τα συζητήσουμε τώρα που είναι ο καιρός τους ή θα τα χάσουμε οριστικά για χάρη του Τούρκικου μελοδράματος; Το South Park έφτασε τα 18 χρόνια κι ακόμη η ελληνική τηλεόραση δεν λέει να το προβάλει. Κι όμως το ότι μέσα σε 25 λεπτά κάθε εβδομάδα το South Park καφρίζει είτε την ηθική είτε την επιχειρηματική είτε την πολιτική υποκρισία, και το κάνει μέσα στην κυρίαρχη δημοκρατία του κόσμου, που είναι η Αμερική, είναι τρομερό. Είναι πολύ θετικό ότι μπορούμε κι εμείς να το δούμε την ίδια εβδομάδα, να ένα από τα πολύ καλά της πειρατείας.

Στην Ελλάδα του σήμερα υπάρχει περιθώριο να ανθίσουν τέτοιες ιερόσυλες φωνές; Ναι, και υπάρχουν τέτοια παραδείγματα όπως το Κουλούρι, το Luben.tv, ο γέροντας Παστίτσιος, ο οποίος βέβαια έφαγε 10 μήνες φυλακή για καθαρά μικροπολιτικούς, χυδαίους λόγους από διάφορους οπαδούς –κατά τα άλλα- του Je Suis Charlie. Ο Πανούσης από τα 80ς έκανε πολύ σκληρή δουλεια. Μόνος του σχεδόν χτυπούσε όλα τα ελληνικά ταμπού και σε πολύ υψηλό επίπεδο. Πιστεύω ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια, παρά τα όσα αρνητικά έχουν συμβεί όπως π.χ. το Χυτήριο, προχωράμε μπροστά. Μπορεί η οικονομική κρίση να βγάζει στην επιφάνεια τα χειρότερα στοιχεία αλλά υπογείως έχει γίνει πολύ δουλειά. Το λέω με μεγάλη σιγουριά. Έχω μια εμμονή και πηγαίνω δύο φορές την εβδομάδα στη βιβλιοθήκη του δήμου Αθηναίων και διαβάζω παλιές εφημερίδες, μελετάω μια ολόκληρη χρονιά και τώρα βρίσκομαι στο 1971. Πάω και διαβάζω μια καθαρά χουντική εφημερίδα του 1971, τον «Ελεύθερο κόσμο» και μια σχετικά πιο ελεύθερη, «Τα Νέα». Εκεί καταλαβαίνεις ότι έχουμε διανύσει μεγάλη απόσταση. Βλέπεις ότι αυτό που έκαιγε τους γελοιογράφους τότε ήταν τα μακριά μαλλιά του John Lennon. Ή βλέπεις πρωτοσέλιδο με συνέντευξη του «πρωθυπουργού» Γεώργιου Παπαδόπουλου να λέει «Θα περάσει κανείς πάνω από το πτώμα μου για να κάνει την Ελλάδα τυραννία»! Είναι αστεία όλα αυτά αν το σκεφτείς. Ε, αστείος θα μας φαίνεται και ο Σαμαράς με την «ανάπτυξή» του, αστείος θα φαίνεται σε όλους και ο Ανδρέας Παπανδρέου από το 1985 και μετά με τον Κουτσόγιωργα. Πράγματι η Ελλάδα του 1971, δε συγκρίνεται με την Ελλάδα του 1985, του 2005 και του 2015. Ακόμη και το γεγονός ότι πια πολύ ελεύθερα μιλάμε και διακωμωδούμε τη γελοία προσωπικότητα του Αντώνη Σαμαρά είναι μια πρόοδος σε σχέση με το 1971. Βέβαια, υπάρχουν ακόμη πολύ σκληροπυρηνικά συντηρητικά στοιχεία, αλλά αυτό συμβαίνει σε κάθε κοινωνία. Ακόμα και σε κοινωνίες που «μοχθούμε να φτάσουμε», όπως η γαλλική, που η Le Pen έχει 30%. Αυτές οι ακραίες, νεοναζιστικές ομάδες αναδεικνύονται πάντα μέσα σε δύσκολες οικονομικά συνθήκες. Αυτή τη στιγμή απόλυτη ενοχή για αυτό έχει η Merkel και το παιχνίδι που παίζει. Και δεν το λέω ως «καμμένος Έλληνας», είναι μια αλήθεια αυτή. Παίζει ένα πολύ συγκεκριμένο παιχνίδι με την Ευρώπη μαζί με τις τράπεζες εγείροντας και η ίδια μυθολογίες περί εργατικών και μη λαών, που ξυπνούν τα χειρότερα ένστικτα στους υπόλοιπους. Για αυτό χρειάζεται μεγάλη ευθυκρισία και αργό βήμα ο τρόπος που αντιστέκεται κανείς σε όλο αυτό.

foivos (2)

Αισθάνεσαι ότι για την ανάδειξη ακροδεξιών ομάδων φέρει ευθύνη και η αριστερά λόγω έλλειψης ρεαλιστικών θέσεων; Σε ένα επίπεδο, βέβαια. Γιατί και η Αριστερά είχε μάθει να είναι ενταγμένη στο κομματικό σύστημα που μηχανικά και με ευκολία αναπαρήγαγε τα δικά του κλισέ περί ελευθερίας, χωρίς να τα μελετάει καθημερινά, χωρίς να ξέρει πώς εξελίσσονται οι κοινωνίες από μέσα, χωρίς να βλέπει πως οι τρόποι να περιγράψεις κάτι οφείλουν να αλλάζουν συνέχεια. Από την άλλη μόνο μέσα στους κόλπους της Αριστεράς, της κάθε ευρωπαϊκής χώρας, υπήρχε ένας λόγος συμπάθειας προς τους μετανάστες και τους αδυνάμους, πάντα μόνο από εκεί έρχονται αυτές οι φωνές. Κι εδώ το είδαμε αυτό. Ό,τι και να έχει να πει κανείς για την «κομματικίλα» της Αριστεράς μας και το πόσο οπισθοδρομική είναι σε ορισμένα ζητήματα από την άλλη, όποτε έχει χρειαστεί, μόνο αυτή έχει αρθρώσει λόγο υπεράσπισης των μεταναστών, των φυλακισμένων, των δαιμονοποιημένων ομάδων. Αυτό είναι κάτι που προσωπικά θεωρώ σημαντικότατο, ειδικά σήμερα.

Η σελίδα σου στο facebook είναι κάτι που διαχειρίζεσαι μόνος; Ρωτώ γιατί είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και ορισμένες φορές εμπεριέχει τοποθετήσεις πάνω σε πολιτικά/κοινωνικά ζητήματα. Είναι κάτι που διαχειρίζομαι κι εγώ παρέα με άλλους ανθρώπους που εμπιστεύομαι. Τα πιο προσωπικά ποστ είναι δικά μου, πάντως. Αισθάνομαι ευθύνη για τα ποστ μου, ειδικά όταν αναπαράγονται. Για παράδειγμα εκείνο που έγραψα για τον Ρωμανό αναρωτιόμουν αν το έγραψα τόσο σωστά και υπεύθυνα ώστε να φαίνεται ή πληρότητα της άποψης μου ή αν μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο καθένας όπως θέλει παρανοώντας την αρχική μου τοποθέτηση. Σιχαίνομαι την έννοια που έχει η έκφραση «πνευματικός άνθρωπος» στην Ελλάδα. Δεν πιστεύω ότι o Bob Dylan, ο Van Morrison, ένας πεζογράφος ή ένας ποιητής βγαίνει κάθε τόσο και λέει τι θα ψηφίσει στις εκλογές. Μόνο όταν θεωρώ ότι τα πράγματα αφορούν έναν χώρο για τον οποίο μπορώ να μιλήσω, όπως έγινε με το Χυτήριο, μιλάω.

Έχεις σκεφτεί ποτέ ποιο είναι το κοινό που έρχεται στις παραστάσεις σου; Ειδικά κάποιος που έρχεται για πρώτη φορά αναρωτιέσαι αν το προηγούμενο βράδυ ήταν πχ στον Βέρτη; Το σκέφτομαι αλλά δεν έχω πρόβλημα. Άλλωστε κι άλλος που ξέρει πού ήμουν εγώ το προηγούμενο βράδυ; Πιστεύω όμως ότι ο τρόπος που διαχειρίζομαι τη δημοσιότητα που παίρνει η κάθε δουλειά μου είναι έτσι μελετημένος ώστε να συναντηθώ με ανθρώπους που μου ταιριάζουν, που θα ήθελα να τους γνωρίσω, που θα πηγαίνω με ενθουσιασμό κάθε βράδυ να τους συναντήσω. Από μικρός ξέρω ότι δε με γοητεύει το κοινό του πρωινάδικου ή του τηλεγλεντιού με τους μουσακάδες και τη νοσταλγία και δούλευα ώστε τα μέσα που θα προωθούσαν τη δουλειά μου θα με οδηγούσαν σε ένα κοινό που με ενδιαφέρει. Έτσι είτε έρθει ένας λαϊκός άνθρωπος, μια οικογένεια ή ένας χίπστερ θα είναι δικού μου τύπου χίπστερ ή οικογενειάρχης. Θα είναι κάποιος που μαζί του θα μπορεί να κατακτηθεί η επικοινωνία. Είναι πάρα πολύ λίγες οι φορές που έχω βρεθεί μπροστά στο κοινό και έχω αναρωτηθεί «μα ποιοι είναι όλοι αυτοί;».

Όταν ηχογραφούσες το «Χάλια», δηλαδή πριν ακόμη χτίσεις τη σχέση εμπιστοσύνης που έχεις με το κοινό σου επέλεξες να βάλεις ένα ζεμπέκικο ερμηνευμένο από μια λαϊκή τραγουδίστρια, τη Γαρμπή. Γιατί; Αυτή η ιστορία ξεκίνησε κάπως διαφορετικά. Ο Τάσος Φαληρέας, παλιός μουσικός παραγωγός, με τον οποίο εκείνη την περίοδο έκανα πολύ παρέα, είχε την ιδέα να κάνει η Πίτσα Παπαδοπούλου έναν δίσκο που θα της έγραφαν τραγούδια άνθρωποι που δεν είναι λαϊκοί συνθέτες. Είχε ζητήσει κι από εμένα λοιπόν ένα τραγούδι και μου βγήκε ένα ζεμπέκικο που λέει ο «Άντρας της ζωής μου είμαι εγώ», εμπνεόμενος κι από μία συνέντευξη της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Εκείνος ο δίσκος δεν έγινε. Όταν ηχογραφούσα το «Χάλια» η κεντρική ιδέα ήταν μικρά μωσαϊκά με την αθηναϊκή ζωή εκείνης της περιόδου δηλαδή ο σκύλος έξω από το Έβερεστ, μια γκαρσόνα σε ένα μπαράκι στη Ν. Σμύρνη, ο πατέρας μου που με βγάζει βόλτα στο Θησείο κλπ. Μέσα εκεί αν έμπαινε αυτό το τραγούδι θα έπρεπε να το πει μια σύγχρονη λαϊκή τραγουδίστρια, ως μέρος αυτού του μωσαϊκού. Κι επειδή την Καίτη τη συναντούσα πολύ συχνά στη SONY, στην εταιρία που ήμασταν και οι δύο τότε, την είχα συμπαθήσει πολύ, την θεωρούσα διαμάντι-άνθρωπο και όταν της το είπα, ενθουσιάστηκε. Τη θυμάμαι ακόμη που τέλειωνε νωρίς από το Διογένης Palace, όταν είχε λαϊκή απογευματινή, κι ερχόταν σε εμένα τότε στις Γραμμές για να δει την παράσταση και ανέβαινε και πάνω και τραγουδούσαμε. Είχε γίνει με πολύ εγκάρδιους όρους όλο αυτό κι ακόμη κι αν χρειάστηκε να βγω να το υπερασπιστώ με pop επιχειρήματα, δεν έγινε ως πρόκληση. Ταίριαζε στο πνεύμα του δίσκου.

Η Καίτη ερχόταν σε εσένα, εσύ πήγαινες στην Καίτη; Φυσικά. Όπως όλοι στην Ελλάδα έχω βρεθεί αρκετές φορές σε τέτοια μέρη. Η αλήθεια είναι ότι 9 φορές στις 10 δεν μου αρέσει γιατί έχει φριχτό ήχο και δεν επιτυγχάνεται καμία επικοινωνία με τα τραγούδια. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στα κυριλέ μπουζούκια. Οι τύποι σαν κι εμάς ονειρεύονται κάτι πιο αυθεντικό πηγαίνοντας εκεί.

Έχεις βρεθεί σε αυθεντικά παρακμιακό μπουζούκι; Δεν τα έχω προλάβει αυτά. Οι τελευταίοι που τα πέτυχαν ήταν ο Βακαλόπουλος, ο Παπαγιώργης, μέχρι το ’85 κράτησαν αυτά. Μετά έγιναν η επίσημη μουσική του ελληνικού κράτους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγαινε στα μπουζούκια, τα μεγάλα κανάλια προέβαλαν αυτή τη μουσική, άρα πώς να μείνει αυθεντικό όλο αυτό; Ήταν αυθεντικό όταν ήταν στο τάδε χιλιόμετρο της εθνικής οδού. Εγώ αυτό δεν το έζησα. Έζησα την κυρίλα-που δεν μου έλεγε τίποτα ιδιαίτερο. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχω δει τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και δεν έχω θαυμάσει το ότι είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Νομίζω όμως η κυρίλα κατέστρεψε όλο το λαϊκό τραγούδι καλλιτεχνικά. Ό,τι ενδιαφέρον είχε αυτός ο κόσμος, ο τρόπος που διακοσμούσε τα σπίτια του, οι ηθικοί του κώδικες –κώδικες που μπορεί να ήταν και φασιστικοί ή μισογύνικοι μερικές φορές-, έδινε κάτι συμπαγές και καλλιτεχνικό στις φυσιογνωμίες του, έλεγες ρε παιδί μου «ο Διονυσίου είναι τα τραγούδια του». Αυτό είναι κάτι που χάθηκε. Μετά άρχισε να εξυπηρετεί συγκεκριμένες εκπομπές και περιοδικά και δεν ήταν πια ένας ηθικός κώδικας που οδηγούσε σε έκφραση. Σε κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα ψάχνουμε να βρούμε τον ηθικό κώδικα μιας ομάδας ή ενός δημιουργού που μπορεί να μας χωρέσει. Και τα σκυλάδικα, όσο ήταν σκυλάδικα, το πετύχαιναν αυτό.

Ο τίτλος του καινούριου δίσκου «Καλλιθέα» δηλώνει μια τάση επιστροφής; Όχι, δεν είναι αυτό. Το παλιό μου σπίτι, στην Καλλιθέα, το έχω μετατρέψει σε ένα είδος εργαστηρίου. Εκεί απομονώνομαι, διαβάζω, εκεί ακούω μουσική, εκεί γράφω. Έχω φύγει πολλά χρόνια από αυτή τη γειτονιά. Την πρώτη ημέρα που πήγα εκεί για ασχοληθώ με τη μουσική άκουγα ήχους πουλιών γιατί η γιαγιά μου που ζει στον κάτω όροφο έχει πολλά ωδικά πτηνά. Άκουγα τα πουλιά, ανακάλυπτα παλιά μου τετράδια με σημειώσεις από τα συγκροτήματα που άκουγα, με στίχους, και σαν να είδα τον εαυτό μου σαν ένα πουλί μαζί με άλλα πουλιά που μεγάλωσε μέσα σε ένα κλουβί. Δεν γυρνάω με νοσταλγική διάθεση προς τα πίσω αλλά προσπαθώ να δω ποιος ήμουν, πώς μεγάλωσα και πού θα με ξεβράσει ο θάνατος της συνοικίας αλλά και ολόκληρης της εποχής, στην οποία μεγάλωσα. Όλα αυτά τα τραγούδια που γράφω τώρα και θα μπουν στον δίσκο δεν είναι τραγούδια τοπικά αλλά αφορούν τους ανθρώπους που βρίσκονται τώρα σε μία καμπή. Περιγράφω τον εαυτό μου και τους άλλους, πώς αλλάζουμε πια συνήθειες, πώς αλλάζουμε πια ταυτότητες. Επίσης, μου αρέσει η λέξη «Καλλιθέα».

Σου αρέσει περισσότερο ο εαυτός σου τώρα σε σχέση με 20 χρόνια πριν; Ναι. Αν και τότε μου άρεσε ο εαυτός μου, ακόμη στις ίδιες ανασφάλειες πνίγομαι. Αλλά αισθάνομαι ότι η άσκηση του να υπηρετώ τα πράγματα που αγαπάω έκανε καλό στη ζωή μου. Με έκανε να βλέπω τα πράγματα καθαρά, με πολύ αγάπη και κατανόηση για τους γύρω μου και να ανακαλύπτω συνεχώς ανθρώπους που αγαπώ. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι συνεχώς σε μια αναζήτηση του έρωτα, και όταν λέω έρωτα δεν εννοώ μόνο την στενή του έννοια αλλά και τον κύκλο που τον περιβάλλει. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κάτι που να τον ερεθίζει καθημερινά ώστε να το αγαπήσει, ώστε να του υποταχθεί.

Πόσες φορές έχουν έρθει κοπέλες και σου έχουν πει «Αυτά που λες στα τραγούδια είναι αυτά που ιδανικά θέλουμε να ακούμε από τους άντρες»; Το λέω αυτό γιατί την αποθεώνεις τη γυναίκα. Την αποθεώνω όπως αποθέωνε ο Κubrick το διάστημα δηλαδή σαν κάτι που δεν το καταλαβαίνω ακριβώς αλλά μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον. Αυτός είναι ο λόγος που προτιμώ να τη δω στις επικές, μυθικές της διαστάσεις. Αυτή η έλλειψη κατανόησης στον τρόπο με τον οποίο κινείται, στο ότι είναι κυκλοθυμική, δεν είναι τόσο μονολιθική –όπως είμαι εγώ σε κάποια πράγματα- με γοητεύει. Το άλλο φύλο, για τον καθένα μας, είναι ο πιο μακρινός πλανήτης που ξέρουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που ο έρωτας και η αναζήτησή του ή ο παραλογισμός του, τους οδηγεί να συναντηθούν και με την πολιτική και με το μεταφυσικό. Τέτοιοι δημιουργοί είναι ο Cohen, ο Truffaut, ο Woody Allen. Είναι άνθρωποι λίγο κουραστικοί λόγω εμμονών, κάπως επιρρεπείς στην μελαγχολία, στα δράματα και στον αυτοσαρκασμό. Θα έλεγα ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Βλέπω ότι σε κάθε θέμα που πιάνω υπάρχει ο έρωτας από κάτω, και στα πιο πολιτικά ακόμα.

Αποτυπώνεις τον έρωτα με τρυφερότητα, ασχολείσαι πιο έντονα με τη συναισθηματική πλευρά του. Θα σε ενδιέφερε να γράψεις ένα τραγούδι για την καύλα; Θα με ενδιέφερε αλλά ταυτοχρόνως το θεωρώ πολύ δύσκολο. Οι ταινίες που έχω δει και με πείθουν ως προς την ουσιαστική απεικόνιση της καύλας είναι ελάχιστες, π.χ. «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων». Τα ωραιότερα σεξουαλικά τραγούδια τα έχει γράψει ο Cohen, αλλά και πάλι έχουν ποιητικό πλαίσιο. Και τα παραδοσιακά αποκριάτικα μιλούν απελευθερωμένα αλλά κυρίως παρωδούν, είναι σαν να λένε ότι εκείνη την ημέρα, της Αποκριάς, δικαιούνται να πουν ότι ένας γάιδαρος πήδηξε μια καλόγρια. Είναι δύσκολο αλλά θα ήθελα να το κάνω. Να γράψω ένα τραγούδι που να λέγεται «Το μουνί» ή κάτι τέτοιο. Όπως και να ‘χει βέβαια, ένα τραγούδι δεν γεννιέται βάση προγράμματος.

foivos (3)foivos (7)

Πώς γεννιούνται τα τραγούδια; Κάτι σε πιάνει, κάτι που σε οδηγεί να γράψεις. Μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο χώρο, είναι τόσο φορτισμένη που απαντάς με ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα. Δεν μπορώ να πάω σε ένα γραφειάκι, με ωράριο και να πω τώρα θα γράψω «Το μουνί» ή ένα οποιοδήποτε άλλο τραγούδι.

Θα ήθελες να γράψεις πεζογραφία; To έχω σκεφτεί αλλά δεν ξέρω αν θα το κάνω. Πιστεύω ότι είμαι άνθρωπος της μικρής φόρμας. Μπορεί για τραγούδια, τα τραγούδια μου να έχουν αρκετό κείμενο αλλά δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει να αναπτύξω ένα βιβλίο με πολλούς χαρακτήρες. Άλλωστε και με τα βιβλιά και με τις ταινίες που αγαπώ, έτσι είμαι. Πρώτα είδα το «Tokyo Story» ή τις ταινίες του Woody Allen ή τον Rohmer και πολύ αργότερα τα έπη όπως ο «Γατόπαρδος», το «1900», το «Αποκάλυψη Τώρα». Τα σύντομα μου ταιριάζουν καλύτερα.

Τι άλλο σου αρέσει να κάνεις; Μου αρέσει πολύ να αρχειοθετώ. Θα ήθελα να μου ήμουν βιβλιοθηκάριος ή ιδιοκτήτης ταινιοθήκης ή δισκοπώλης. Το είχα πάντα. Πήγαινα στο Παρίσι και ενώ η παρέα μου επισκεπτόταν το Λούβρο εγώ ήμουν στη Γαλλική Ταινιοθήκη ή στο Fnac όλη μέρα. Μου αρέσει να μελετώ την ιστορία, όχι μέσα από τα ιστορικά βιβλία, αλλά μέσα από την τέχνη. Μερικές φορές βλέπω τα τραγούδια μου σαν πάρεργο της ταξινόμησης. Σαν να είναι το άλλο η κυρίως δουλειά μου και πού και πού να γράφω και κανένα τραγουδάκι. Μελετώ χρονολογικώς, αυστηρά. Το τελευταίο δίμηνο βλέπω σχεδόν καθημερινά μια ταινία του 1971, ακούω δίσκους του 1971, διαβάζω τις εφημερίδες του 1971. Τι άραγε να μου το δημιούργησε όλο αυτό; Πιστεύω το «Επιστροφή στο μέλλον». Το γεγονός ότι 12 χρονών, πήγα σε ένα θερινό και έζησα τις δύο πιο ευτυχισμένες ώρες της ζωής μου σε σινεμά, σε μια ταινία που μιλούσε για την επιστροφή στο 1955 και στην διόρθωσή του, μου προκάλεσε μάλλον μια εμμονή. Πάω, λοιπόν στο 1971 ή στο 1983 για να το διορθώσω. Μέσα από αυτές τις μελέτες κατάλαβα το εξής: κάθε δεκαετία η pop προλέγει πράγματα. Οι πολιτισμοί που δημιουργούν την pop ανησυχούν τελικά για το ίδιο πράγμα και το ασυνείδητό τους το αποτυπώνει αυτό. Σε όλη τη δεκαετία του 1930 έβλεπες άπειρες ταινίες με τέρατα και όλο αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τον φόβο του φασισμού που ανέβαινε. Στη δεκαετία του 1995-2005 οι ταινίες που έκαναν επιτυχία ήταν αυτές που είχαν ανατροπή στο τέλος π.χ. η «Έκτη Αίσθηση» ή το «Fight Club». Για εμένα αυτό δηλώνει ότι έβλεπαν πως ζούσαν μέσα σε μια φούσκα που ξαφνικά θα έσκαγε. Τώρα παρατηρώ, γιατί παρακολουθώ φανατικά σινεμά, ότι το μεγάλο μοτίβο είναι η κλοπή της προσωπικότητας. Ποιος κλέβει; Το facebook; οι τράπεζες; Μάλλον αποτυπώνεται στο λαϊκό σινεμά ο στίχος του Cohen «The rich have got their channels in the bedrooms of the poor». Οι λίγοι που παρακολουθούν τους πολλούς, τους κλέβουν τη ζωή και δεν τους επιτρέπουν να είναι αυτοδύναμοι. Αυτή είναι η αποκωδικοποίηση της pop αυτή τη στιγμή.

H νέα μουσική παράσταση του  Φοίβου Δεληβοριά «Ο μπάσταρδος γιος» παρουσιάζεται στο Passport (Καραΐσκου 119, Πειραιάς, τηλ.: 2104296401) από 17 Ιανουαρίου 2015 και για λίγα Σάββατα. 
Σωτήρης Ντούβας-τύμπανα, Κωστής Χριστοδούλου-πλήκτρα, Yoel Soto-μπάσσο, Γιάννης Πουπούλης-κιθάρες.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)