to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Εξι μυθιστορήματα σ’ ένα εκκρεμές μυστηρίου

Συντάκτης: Ν. Περαντωνάκης


Ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Ν. Περαντωνάκης μάς παρουσιάζει ένα μικρό αλλά μεστό αφιέρωμα της ελληνικής noir λογοτεχνίας. Εξι τίτλοι που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα· έξι συγγραφείς που φωτίζουν από διαφορετική σκοπιά (πολιτική, ιστορική, ενδοσκοπική, στοχαστική) αστυνομικές ιστορίες, αγωνίας ή μυστηρίου· έξι βιβλία που διαβάζονται ανεξαρτήτως εποχής, εντός και εκτός διακοπών.

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Είτε θεωρούνταν παραλογοτεχνία είτε πέρασαν επάξια στα μέγαρα της λογοτεχνίας, τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν έχουν πάψει να διαβάζονται μανιωδώς. Κι αν μη τι άλλο, οι συγγραφείς τέτοιων κειμένων προσέχουν πολύ την πλοκή, οργανώνουν με αρτιότητα τη δομή του έργου, προσπαθούν με επιμέλεια να συναρμόσουν τη δέση με τη λύση, ώστε να μην υπάρχουν κενά, ανακολουθίες και παραλογισμοί.

Ακόμα κι αν δεν καταφέρνουν πάντα να μη φαίνονται οι αρμοί ανάμεσα στα επιμέρους συστατικά, η επιδεξιότητα που δείχνουν στην πλοκή είναι άξια μίμησης κι από τους άλλους πεζογράφους.

Στην Ελλάδα παρατηρούμε, τουλάχιστον την τελευταία εικοσιπενταετία, μια άνθηση στο είδος, το οποίο πολλοί λογοτέχνες βλέπουν όχι μόνον ως έναν ανοιχτό γρίφο που κινητοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις του αναγνώστη αλλά και ως ένα σημειωτικό σύστημα, όπου αποκαλύπτονται τόσο ο φυσικός όσο και ο ηθικός αυτουργός, καθώς και τα ποικίλα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στην παραβατικότητα.

Παρά τα ορατά ανοίγματα της ελληνικής παραγωγής σε χώρους όπως η ηθική, η κοινωνία και η πολιτική, η αστυνομική λογοτεχνία εξακολουθεί να είναι προσκολλημένη εν πολλοίς στην έξυπνη υπόθεση, χωρίς να μεριμνά ιδιαίτερα για τη γλώσσα, με φωτεινές εξαιρέσεις που συνδέουν το μυστήριο με ποικίλες πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας.

Αυτή την κατεύθυνση ευνοεί η πρωτεϊκή φύση τού εν λόγω μυθιστορήματος, που, ενώ δεν παύει να είναι μυστηριώδες, αινιγματικό και βιβλίο-σπαζοκεφαλιά, έχει μπολιαστεί με άλλα είδη. Ετσι, βλέπουμε ότι αυτό αναμειγνύεται με το ιστορικό ή το πολιτικό, συμπεριλαμβάνει εθνικά και υπαρξιακά ζητήματα, ωσμώνεται με τη μαθηματική λογική και το σκάκι, φλερτάρει με τη φιλοσοφία, διανθίζεται με έρωτα, σκηνογραφεί ατμοσφαιρικά τοπία κ.λπ.

Τουλάχιστον αυτά μπορεί κανείς να δει σε έξι έργα των τελευταίων μηνών που αξιοποιούν την αστυνομική φόρμα, άλλο για να χτίσει έναν καλοστημένο γρίφο κι άλλο για να διερευνήσει, εν μέρει έξω από την ντετεκτιβική έρευνα, την υπόσταση της αλήθειας.

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης, ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, ο Αντώνης Γκόλτσος, ο Δημήτρης Μαμαλούκας, ο Δημήτρης Καπετανάκης κι ο Βασίλης Δανέλλης αναζητούν την αλήθεια ενός ή περισσότερων εγκλημάτων και μοιράζονται μεταξύ τους ένα εκκρεμές που ξεκινά από το αμιγές αστυνομικό και καταλήγει με μια μεγάλη ταλάντωση στο φιλοσοφικό μυθιστόρημα.

Ο Γρ. Αζαριάδης γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα κομμένο και ραμμένο στα πρότυπα της κλασικής αφήγησης με ακολουθία συλλογισμών αλλά και τις αναγκαίες ανατροπές. «Το μοτίβο του δολοφόνου» αφορά έναν κατά συρροή δολοφόνο που μιμείται έναν προκάτοχό του και υπογράφει με συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο. Οι ενδείξεις οδηγούν σε σκέψεις που δοκιμάζονται, η αστυνομία συνεργάζεται με ειδικούς, ο μαθηματικός τρόπος ανάλυσης των δεδομένων προτιμάται κι έτσι, ύστερα από πολλούς θανάτους ανυποψίαστων ανθρώπων, ανθρώπων που δεν υπήρχε λόγος να πεθάνουν, αποκαλύπτεται ο ένοχος.

Πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο αναγνώστης αναζητά μια συλλογιστική πορεία που να μπορεί να εξηγήσει τις σκόρπιες ενδείξεις και να εξαγάγει ένα ολοκληρωμένο συμπέρασμα. Πάντα υπάρχει βία και μάλιστα αναίτια, πάντα το αίνιγμα υπερτερεί, η αλυσίδα των σκέψεων φτιάχνει ένα παιχνίδι νοητικής επεξεργασίας και καθοδηγούμενης αντίληψης. Κι ο Γρ. Αζαριάδης το στήνει καλά, αφήνοντας όλα να μπουν στη σειρά μιας δολοφονικής λογικής.

Μαθηματική λογική και μάλιστα ρητά διατυπωμένη από έναν Αραβα μαθηματικό του 13ου αιώνα κι εφαρμοσμένη από έναν Ελληνα συνάδελφό του τον 20ό αιώνα περιέχει και το τελευταίο μυθιστόρημα του Τ. Μιχαηλίδη με τίτλο «Σφαιρικά κάτοπτρα, επίπεδοι φόνοι». Αυτή η γεωμετρική λογική που αναφέρεται σε αντανακλάσεις πάνω σε κυρτές επιφάνειες βοηθάει στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος στην Κύπρο της δεκαετίας του ’50, όταν οι Αγγλοι ήταν ακόμα στα πράγματα και οι Κύπριοι έκαναν πάλι ενέργειες για την απελευθέρωση. Αλλά, ταυτόχρονα, η θεωρία των κατόπτρων πηγαίνει την αφήγηση πίσω στους Αραβες μαθηματικούς που την πραγματεύθηκαν κι έτσι η ιστορία της Κύπρου ανοίγει στο πρόσφατο αλλά και στο απώτατο παρελθόν.

Ο Τ. Μιχαηλίδης είναι γνωστό πως προσπαθεί να συνδυάσει τη λογοτεχνία με τα μαθηματικά και σ’ αυτό το αμάλγαμα προσθέτει γευστικά υλικά, όπως το έγκλημα -και το επακόλουθο μυστήριο- και την Ιστορία με την απεικόνιση των εποχών, τα ήθη των κοινωνιών και την πορεία της ανθρώπινης σκέψης, ώστε να θέσει τον αριθμό και τον υπολογισμό στη βάση πολλών εξελίξεων.

Η Ιστορία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και στα επόμενα δύο μυθιστορήματα. Η χούντα 1967-1974 και οι φίλα προσκείμενοι σ’ αυτή βρίσκονται στο επίκεντρο της «Αφιέρωσης» του Αντώνη Γκόλτσου, ο οποίος αξιοποιεί δόκιμα το αρχείο ως πηγή πληροφοριών για τα πρόσφατα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα. Ετσι, όταν ο πρωταγωνιστής αρχίζει να αναζητά στοιχεία για τη δολοφονία της αντικαθεστωτικής μητέρας του και τον θάνατο του φιλοχουντικού πατέρα του, έρχεται σε επαφή με την περίοδο αυτή και τα παρασκηνιακά της δεδομένα.

Το νουάρ του Αντ. Γκόλτσου διασταυρώνει ντοκουμέντα και μαρτυρίες για ένα παρελθόν ανεπιστρεπτί χαμένο, αλλά συνάμα ζωντανό και ζέον. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος αντανακλάται στην αγωνία του κεντρικού ήρωα, που αναζητά τον πατέρα του, που πέφτει θύμα εκφοβισμού, που βλέπει ότι παρά τα τριάντα και χρόνια που μεσολάβησαν η Ιστορία απειλεί ακόμα.

Ο Δ. Μαμαλούκαςαπό την άλλη αξιοποιεί τα κενά στην υπόθεση της απαγωγής ενός Ιταλού επιχειρηματία από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1979 κι έτσι με μυθοπλαστική ελευθερία στήνει ένα αληθοφανές σενάριο για το τι απέγιναν τα άγνωστα μέλη της οργάνωσης και ποιους μιμητές βρήκαν πολλά χρόνια μετά. Με χέρι διαβήτη, με καλοδουλεμένη πλοκή, με ατμόσφαιρα έντασης –αλλού μυστηρίου κι αλλού νουάρ– γράφει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, που όμως οδηγεί τον αναγνώστη με πυρετώδη ρυθμό προς το τέλος του.

«Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών» βρίσκει στην Ιστορία τα κενά που χρειάζεται κι από εκεί και πέρα δουλεύει η δημιουργική φαντασία. Μεταξύ πολιτικών αιτίων και τρομοκρατικών ενεργειών στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70, παρεισφρέουν προσωπικά κίνητρα που πλέον, εν έτει 2007, δείχνουν πως στα σύγχρονα αστυνομικά έργα ο φόνος δεν προξενείται μόνο λόγω ευρύτερων κοινωνικών παθογενειών, αλλά και εξαιτίας της ανθρώπινης απληστίας.

Πιο κοντά στο καθαρόαιμο νουάρ είναι το «Ας πέσουμε» του Δ. Καπετανάκη, ο οποίος συνδυάζει το σκάκι (άλλη μία μορφή μαθηματικής λογικής) με το έγκλημα. Στην κοσμοπολίτικη Υδρα δύο εξαφανίσεις νέων και τέσσερις φόνοι συνδέονται μεταξύ τους σε μια μηχανή παραγωγής εικασιών και προβλέψεων, συλλογισμών και πιθανοτήτων. Η δομή του βιβλίου ακολουθεί εν πολλοίς τη σκακιστική λογική κι έτσι ο συγγραφέας παίζει μια παρτίδα με τους φιλέρευνους αναγνώστες.

Αυτό που δεν πρέπει στιγμή να ξεχάσει ο αναγνώστης είναι η ατμόσφαιρα του νησιού, ο ερωτισμός που τυφλώνει αλλά και ο ευδαιμονισμός των ενηλίκων που πιστεύουν σε μια τέτοια ευτυχία, στυγνά υπολογισμένη και άστοργη. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα έρχεται μια τιμωρός γενιά να δολοφονήσει όσους εκπροσωπούν το στημένο παιχνίδι, τη χλιδή και την οικονομική απληστία.

Τέλος, ο «Ανθρωπος στο τρένο» του Β. Δανέλλη, ενώ στηρίζεται στο αστυνομικό μυστήριο με έναν ρεπόρτερ που αναζητά την αιτία δύο θανάτων, είναι πιο πολύ φιλοσοφικό παρά αστυνομικό μυθιστόρημα. Δύο άνθρωποι που πεθαίνουν / αυτοκτονούν / σκοτώνονται στον σταθμό του τρένου είναι η καλή αφορμή, αντικειμενική στην επιφάνειά της, για να ψάξει ο πρωταγωνιστής αυτόπτες μάρτυρες και να συναντήσει πέντε αλληλοαποκλειόμενες εκδοχές.

Οπως σε όλα τα αστυνομικά, η πραγματικότητα κυνηγιέται με την αλήθεια: η πρώτη κάπου υπάρχει και οι αρμόδιοι αναζητούν την αλήθεια που θα την εξηγήσει. Στο βιβλίο όμως του Β. Δανέλλη η πραγματικότητα μάλλον δεν μπορεί να ανασυσταθεί, καθώς ο υποκειμενισμός των ανθρώπων και τα πρίσματα με τα οποία προσεγγίζουμε τον κόσμο κάνουν αδύνατη τη σύλληψή της.

Η ελληνική αστυνομική πεζογραφία, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από την κλασική αιτιώδη σχέση «έγκλημα-εξήγηση», απλώνεται σε ποικίλα χρονικά επίπεδα, συνδέει το ατομικό με το κοινωνικό, αναμειγνύει τη λογική της Ιστορίας και αυτή των μαθηματικών, χαμαιλεοντίζει και ελίσσεται.

Σε ένα μεγάλο εκκρεμές ταλαντώνεται από το καθαρό αίνιγμα έως την απρόσιτη πραγματικότητα που διαθλάται στις ποικίλες αλήθειες, από τον φυσικό αυτουργό έως τις ποικίλες σκοτεινές πλευρές της ατομικής και κοινωνικής πραγματικότητας που οδηγούν, άμεσα ή έμμεσα, στην παραβατικότητα.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)