Από τότε που τον γνώρισα, μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο με προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Ποτέ μου δεν τον άκουσα να διαμαρτύρεται. Όποτε τον ρωτούσα πώς είναι, χαμογελώντας μού έλεγε «καλά είμαι ρε, με αυτά θα ασχολούμαστε τώρα;». Έψαχνε στη νάιλον σακούλα του με τις εφημερίδες, άνοιγε μία και μου έδινε κάτι να διαβάσω. «Να τον διαβάζεις αυτόν. Έχει καλές “πηγές”», μου εξηγούσε, όταν με απορημένο βλέμμα κοίταγα μια υπογραφή από αυτές που δεν είχα συνηθίσει να διαβάζω.
Αργότερα, όταν οι πολιτικοί και επαγγελματικοί μας δρόμοι χώρισαν, κρατήσαμε επαφή. Στο τηλέφωνο για την ενημέρωση του Μαξίμου ή του Υπουργείου Οικονομικών, μεταμεσονύχτια μέιλ στα οποία απαντούσε σε ερωτήσεις που του έστελνα μέσα στην μέρα και δεν προλάβαινε, από κοντά για να πούμε τα νέα μας. Από τους ελάχιστους ανθρώπους του δημοσιογραφικού χώρου που δεν κοίταγε υποτιμητικά του νεότερους. Αντιθέτως, του άρεσε να δουλεύει με «πιτσιρικάδες». Ευγενικός με όλους, οξυδερκής στην πολιτική του ανάλυση, «δύσκολος» πολλές φορές στη συνεργασία, ωραίος όταν πήγαινες για κρασί και σουβλάκι μετά το τέλος της δουλειάς.
Ευγενικός, οξυδερκής, «δύσκολος», ωραίος. Έτσι ήταν και έτσι θα τον θυμάμαι.