Η ιστορία του συμπορεύτηκε με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ωστόσο "το μουσείο είναι οι άνθρωποί του", επιμένει η διευθύντριά του Μαρία Λαγογιάννη. Ας μιλήσουμε λοιπόν για ανθρώπους. Πρώτος κατάλαβε την ανάγκη της λειτουργίας του ο Ιωάννης Καπποδίστριας. Με διάταγμά του στις 21 Οκτωβρίου του 1829 δημιουργείται το πρώτο μουσείο του νεοσύστατου κράτους, το Κρατικόν Μουσείον των Αρχαιοτήτων, το λεγόμενο "Αγαλματοστάσιο", στεγάζεται στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας και ο Ανδρέας Μουστοξύδης γίνεται ο πρώτος του έφορος. Σε λίγους μήνες, τον Ιούνιο του 1830, ορίζονται τα μέτρα διά των οποίων "το δημόσιον τούτο κατάστημα ημπορεί να εμπλουτιστεί βαθμιδόν με τα πολύτιμα της αρχαιότητος λείψανα, τα οποία καλύπτει η κλασσική γη της Ελλάδος". Είναι η εποχή που το κλέος της αρχαιότητας γοητεύει και το εθνικό αφήγημα προβάλλει την αποκάλυψη των θησαυρών των προγόνων και την ιστορική συνέχεια. Με την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του κράτους, η ανάγκη πλέον που προκύπτει είναι η μεταφορά του Μουσείου. Έτσι, με νόμο που θεσπίστηκε το 1834 επί Όθωνος, προβλέπεται μεταξύ άλλων η ίδρυση "Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου διά τας αρχαιότητας" με έδρα τη νέα πρωτεύουσα. Τον ίδιο κιόλας χρόνο με βασιλικό διάταγμα αποφασίστηκε να στεγαστεί το Κεντρικό Μουσείο στον Ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο Θησείο. Εκεί αρχίζουν να μεταφέρονται οι αρχαιότητες από το μουσείο της Αίγινας, αλλά και από την Αττική και την υπόλοιπη Ελλάδα, με την επιμέλεια του πρώτου Έλληνα αρχαιολόγου που διορίστηκε από το ελληνικό κράτος, του εφόρου Κυριακού Πιττάκη.

[Κάνοντας ένα άλμα στον χρόνο, και μπαίνοντας σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, η περιοδική έκθεση "Ένα όνειρο ανάμεσα σε υπέροχα ερείπια... Περίπατος στην Αθήνα των περιηγητών" 17ος - 19ος αιώνας η επιχρυσωμένη χαλκογραφία του Αντρέα Γκασπαρίνη μάς μεταφέρει στο Θησείο αποτυπώνοντας μια εικόνα του 1842, ασυνήθιστη απ' αυτή που έχουμε σήμερα για ένα μουσείο. Ή μήπως όχι; Δείχνει κόσμο πολύ στο Θησείο. Αν προσέξει κανείς τη χαλκογραφία, αριστερά μπορεί να διακρίνει τη "σαρκοφάγο με τις γιρλάντες" και δίπλα της ένα πολύτιμο υπαίθριο έκθεμα, το άγαλμα της Νίκης των Μεγάρων, που βρέθηκε το 1820, έγινε απόπειρα να πουληθεί αλλά η πώλησή της ακυρώθηκε καθώς συνέπεσε με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι σώθηκε και το 1840 στήθηκε στο Θησείο. Πλάι από τη Νίκη, μέσα και έξω από το μουσείο, στη χαλκογραφία εικονίζονται άνθρωποι πολλοί. Το Θησείο είναι γεμάτο κόσμο. Μέσα και έξω από το μουσείο οι άνθρωποι συμμετέχουν, ορισμένοι γλεντούν, ένας κουβαλά ένα ταψί στο κεφάλι, δείχνει να είναι γιορτή. Και είναι σαν ένα λεπτό νήμα να ενώνει αυτή την εικόνα με την εικόνα που έχουμε τον τελευταίο καιρό από τα καλοκαίρια στους αίθριους χώρους του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) στην Πατησίων με τον κόσμο που χαίρεται τις εκδηλώσεις του.]

Ο Κυριακός Πιττάκης, λοιπόν, επικεφαλής της Υπηρεσίας των Αρχαιοτήτων, πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι το Θησείο αδυνατεί να στεγάσει την πληθώρα των αρχαίων που αποκαλύπτονταν από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας. ["Η ανάγκη δημιουργίας ενός σύγχρονου κτηρίου για τη στέγαση των αρχαιοτήτων της Αθήνας προέβαλε επιτακτική, είτε ως λόγος προστασίας των αρχαίων είτε ως τρόπος υλοποίησης των φιλόδοξων σχεδίων για την 'αναγέννηση της Αθήνας' στο πνεύμα του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού" σημειώνει η Μαρία Λαγογιάννη.] Έτσι, το 1836 κατατίθεται το πρώτο σχέδιο για το Μουσείο, το "Παντεχνείον" όπως το ονόμασε ο απεσταλμένος του Βαυαρού βασιλέως αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέτσε. Σχεδίασε ένα μεγαλόπρεπο κτηριακό συγκρότημα, πολύ μοντέρνο για την εποχή, σύμφωνα με το οποίο ο επισκέπτης θα κινείται στο μουσείο αριστερόστροφα, όπως τα ρολόγια, ξεκινώντας από την αρχαϊκή, ηρωική εποχή, στην κλασική, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, για να καταλήξει στη βυζαντινή. Προορισμένο να κατασκευαστεί νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, στον λόφο του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό, το Μουσείο βάσει του σχεδίου θα στέγαζε την αρχαία και σύγχρονη τέχνη. Το σχέδιο όμως εγκαταλείφθηκε λόγω οικονομικής δυσπραγίας. [Το νεοσύστατο κράτος αδυνατούσε να υποστηρίξει τις φιλόδοξες προτάσεις του Βαυαρού αρχιτέκτονα, όπως αδυνατούσε να καλύψει τα έξοδα για εύρεση οικοπέδου και οικοδόμηση του νέου κτηρίου του Μουσείου]. Τη λύση θα δώσει, 20 χρόνια αργότερα, το 1856, η δωρεά του ευεργέτη της Διασποράς Δημητρίου Μπερναρδάκη, ύψους 200.000 δραχμών, ποσού υπέρογκου για την εποχή. Και όπως σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, κάπου εκεί ξεκινά η ελληνική γκρίνια, μέχρι τη στιγμή που η Ελένη Τοσίτσα βάζει τέλος σε αντιρρήσεις, κριτική και αντιγνωμίες δωρίζοντας το οικόπεδο της Πατησίων. Τον Απρίλιο του 1866 ο αγωνιστής της Επανάστασης και πρώτος αρχιφύλακας αρχαιοτήτων Ζήσης Σωτηρίου δημοσιεύει τη μεγάλη είδηση. Την έναρξη της εκσκαφής των θεμελίων για την οικοδόμηση του "μεγάλου Μουσείου του Πανελληνίου".

"Τη 3η Οκτωβρίου 1866, ημέρα Δευτέρα, η αυτού μεγαλειότης ο βασιλεύς θέλει έλθη τη 12η ώρα της ημέρας εις τον τόπο ένθα εγερθήσεται το Εθνικόν Αρχαιολογικό Μουσείο" γράφει η πρόσκληση για την Τελετή Εγκαινίων του μουσείου. Και δες μια σύμπτωση. Την 3η Οκτωβρίου 2016, που συμπληρώνονται τα 150 χρόνια του Μουσείου, το ημερολόγιο θα γράφει: ημέρα Δευτέρα.

Ο αρχιτέκτονας Παναγιώτης Κάλκος αναλαμβάνει την επίβλεψη της τροποποίησης των σχεδίων του Βαυαρού Λούντβιχ Λανγκε και οι οικοδομικές εργασίες προχωρούν με την οικονομική βοήθεια του ελληνικού κράτους, της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του δωρητή Νικολάου Μπερναρδάκη, γιου του Δημήτρη. Μέχρι το 1885 αποπερατώνονται σταδιακά η δυτική, η βόρεια και η νότια πτέρυγα. Εκείνη τη χρονιά αναλαμβάνει το Μουσείο ο νέος έφορος Παναγιώτης Καββαδίας, ο οποίος, ένα χρόνο μετά, το 1886, δημοσιεύει τον πρώτο οδηγό της έκθεσης του ημιτελούς ακόμα Μουσείου στα ελληνικά. Ένα βιβλίο "διά να πωλείται έναντι δραχμής παρά τω θυρωρώ". Όπως ακριβώς συμβαίνει και στα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού. Βέβαια, ο κατάλογος δεν συμβαδίζει απολύτως με τη συλλογή, αφού τα εκθέματα μεταφέρονται, αλλάζουν θέση καθημερινά. Όμως το θέμα δεν είναι εκεί. Τριγυρνά σε κάποιες πτέρυγες του Ανακτόρου. Διότι αίφνης ο Γεώργιος θυμάται ότι το Μουσείο, που έχει θεμελιώσει πριν 20 χρόνια, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Και πλησιάζουν οι βασιλικοί γάμοι του διαδόχου Κωνσταντίνου και της Σοφίας. Πρέπει η πόλη να ευπρεπιστεί για να υποδεχτεί τους προσκεκλημένους εστεμμένους. Κινητοποιείται, επικοινωνεί με τον Τσίλερ, που στο μεταξύ σχεδιάζει τη δυτική πτέρυγα, και επισπεύδονται οι εργασίες. Με διαδικασίες fast track το έργο ολοκληρώνεται το 1989 και τον Οκτώβριο μετά τους γάμους ο Κάιζερ της Βαυαρίας δηλώνει στην "Ακρόπολη" πως αυτό είναι ένα από τα ωραιότερα μουσεία του κόσμου. Έτσι μια βασιλική ανάγκη οδήγησε στην ολοκλήρωση του Μουσείου.

Βεβαίως, ο Χαρίλαος Τρικούπης, που επί πρωθυπουργίας του, ένα χρόνο πριν, το Μουσείο έχει μετονομαστεί σε "Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον", δεν αρκείται στον ρόλο του παρατηρητή των γεγονότων και την ίδια χρονιά δωρίζει στο Μουσείο το σημαντικότερο απόκτημα της συλλογής του, την "κύλικα του Δουρίδος" με ερυθρόμορφη παράσταση, σπάνιο δείγμα της αθηναϊκής κεραμεικής, αλλά και δείγμα της ανάγκης να υπάρχει η υπόμηση της εκλεγμένης ηγεσίας σε ένα έργο που έγινε με τη βούληση των ανακτόρων.

Οι συλλογές του διαρκώς εμπλουτίζονται από τις δωρεές αρχαίων της Αρχαιολογικής Εταιρείας αλλά και ιδιωτικών συλλογών, όπως η αιγυπτιακή συλλογή του Ιωάννου Δημητρίου (1880) η συλλογή του Ιωάννη Μισθού (1889). Με βασιλικό διάταγμα της 31ης Ιουλίου 1893 ο "Διοργανισμός" του Μουσείου έρχεται να βάλει τάξη στη λειτουργία του και γίνεται το πρώτο οργανόγραμμά του. Ορίζει δε ότι το Μουσείο προορίζεται για "την σπουδήν και διδασκαλίαν της αρχαιολογικής επιστήμης, την διάδοσιν αρχαιολογικών γνώσεων παρ' ημίν και την ανάπτυξιν έρωτος προς τας καλάς τέχνας". Εκεί ορίζονται και οι έξι συλλογές του ΕΑΜ που λίγο ώς πολύ γνωρίζουμε σήμερα: "τοποθετούνται δε αι αρχαιότητες αύται εν αις κατατάσσονται συλλογή γλυπτών, προελληνικής τέχνης, συλλογή χαλκοτεχνίας, αιγυπτιακή, επιγραφική, αγγείων, μικροτεχνίας". Είναι η χρονιά επίσης που ολοκληρώθηκε η μεγάλη μυκηναϊκή αίθουσα, η κεντρική του Μουσείου.

Οι αρχές του 20ού αιώνα φέρνουν στο Μουσείο νέες δωρεές, του Κωνσταντίνου Καραπάνου (1902), του Αλέξανδρου Ρόστοβιτς (1904), και ως εκ τούτου δημιουργείται η ανάγκη για προσθήκη νέας πτέρυγας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά. [Και παράλληλα με όλα αυτά υπάρχουν και μικρές λεπτομέρειες στη ζωή του Μουσείου, τις οποίες αναφέρει σε διαλέξεις του ο αρχαιολόγος Κώστας Πασχαλίδης, επιμελητής των Προϊστορικών, Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων του ΕΑΜ, ανατρέχοντας στα έγγραφα του Μουσείου. Έτσι, το 1905, μαθαίνουμε για την ενόχληση των ανθρώπων του Μουσείου από τους κοπρίζοντες ίππους των αμαξών, που ορίζεται στο εξής ότι υποχρεώνονται να σταθμεύουν 150 μέτρα μακριά από το Πρόπυλο. Το 1910, ενώ στις φωτογραφίες απεικονίζεται η επιβλητική μαντεμένια σόμπα στην αίθουσα των επιτυμβίων γλυπτών, τα αρχεία του Μουσείου με τις παραγγελίες καυσίμου ύλης καταγράφουν ότι στις οικονομικά καλές χρονιές μπορούσαν να αγοραστούν 500 οκάδες κωκ και άλλων καυσίμων, ενώ για τις κακές το μισό ή καθόλου. Εκείνη την εποχή η ψυχή του Μουσείου, οι άνθρωποι του δηλαδή, μάλλον πέρναγαν πολλές παγωμένες ημέρες στις αίθουσές του.]

[Τη δεκαετία του '20, ο διευθυντής του Μουσείου Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης τοποθετείται επικεφαλής του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης, ανασκάπτει την περιοχή και επιστρέφει το '22 στην Αθήνα με το "Προσφυγάκι" και μια από τις περίφημες λάρνακες των Κλαζομενών, θαυμάσιο δείγμα ταφικής τέχνης της περιοχής. Πίστευε ότι αυτές οι αρχαιότητες έπρεπε να σωθούν από την καταστροφή που ερχόταν. Φροντίζει δε να δωρηθεί και το αρχαιολογικό μέρος της περίφημης βιβλιοθήκης του Ιωνικού Πανεπιστημίου που είχε ιδρύσει ο μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή. ]

Τομή στην ιστορία του Μουσείου, η κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου διακόπτει βίαια την πορεία του. Η Σέμνη Καρούζου, έφορος της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας, γίνεται η "ηρωίδα της απόκρυψης" και ο σύζυγός της Χρήστος Καρούζος, γενικός έφορος, γίνεται διευθυντής του Μουσείου το 1941. Το χρονικό της απόκρυψης συγκλονιστικό. "...εξ ολόκληρους μήνες, συγκεντρώνονται τα γλυπτά, τα χάλκινα και τα πήλινα (αγγεία και ειδώλια). Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο Μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη, νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους" θα αφηγηθεί η Σέμνη Καρούζου στην ομιλία της στο πρώτο συνέδριο του Συλλόγου Αρχαιολόγων το 1967 (30 Μαρτίου - 3 Απριλίου). "Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια τσιμέντο. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή" έγραφε ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που το 1940, πρωτοετής φοιτητής, πρόσφερε εθελοντική εργασία για την απόκρυψη των εκθεμάτων. Μαζί του εθελοντές βρέθηκαν και ο Αυστριακός Ότο Βάλτερ, διευθυντής του Αυστριακού Ινστιτούτου, που μάλλον συμπεριφέρθηκε ως αρχαιολόγος και όχι ως άνθρωπος του Άξονα, και ο περίφημος Άλαν Γουέις ανασκαφέας των Μυκηνών και μετέπειτα διευθυντής της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Τα εκθέματα προστατεύτηκαν και κρύφτηκαν, άλλα σε ορύγματα στις αίθουσες του Μουσείου και άλλα σε καταφύγια της Αθήνας. Τα χρυσά ασφαλίστηκαν στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας.

Μετά τον πόλεμο μία ακόμα φορά έμεινε κλειστό το Μουσείο. Οι εργασίες ανακαίνισης, προϋπολογισμού 5.078.000 ευρώ, ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2002 και ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2004. Το Μουσείο άλλαξε όψη, υπήρξαν όμως και αναπάντεχα ευρήματα, ανάμεσά τους οι χαμένοι σκελετοί από την ανασκαφή του Σλήμαν του 1893 ή οι δυο επιτύμβιες στήλες που φαίνεται πως εκείνος που τις είχε βρει δεν θέλησε να πάει στην Αστυνομία, αλλά τις άφησε ένα βράδυ του Απριλίου του 2004 στον χώρο για τον οποίο προορίζονταν, έξω από το Μουσείο. Τις βρήκαν το πρωί οι φύλακες. Η προϊστορική συλλογή και η συλλογή των γλυπτών παραδόθηκαν και εγκαινιάστηκαν τον Ιούνιο του 2004. Τον Ιούνιο του 2005 παραδόθηκαν οι αίθουσες της Σαντορίνης με το ιστορικό πιθάρι του Μίνωα Καλοκαιρινού, η έκθεση των αγγείων, η κυρά της Καλύμνου που αργότερα μεταφέρθηκε στο Μουσείο Καλύμνου ενώ το 2009 παραδόθηκε η έκθεση της Κυπριακής Συλλογής μαζί με την έκθεση των γυάλινων αγγείων, την έκθεση των αρχαίων κοσμημάτων και των αρχαίων ειδωλίων που βγήκαν για πρώτη φορά από τις αποθήκες του Μουσείου. Το 2009 το Μουσείο εγκαινίασε μια έκθεση που ποτέ δεν είχε έως τότε. Αυτή που βλέπουμε και σήμερα, τους μήνες που διαθέτει φυλακτικό προσωπικό. Με την επανατοποθέτηση των θεών της επίστεψης τον Απρίλιο του 2009 ουσιαστικά αποπερατώθηκε η ανακαίνιση του Μουσείου, όπως είχε πει ο τότε διευθυντής του Νίκος Καλτσάς.

Στη νέα εποχή του το Μουσείο, ανακαινισμένο, στο λαμπρό νεοκλασικό κτήριο της Πατησίων με τους ραδινούς ιωνικούς κίονες της πρόσοψης και τις φωτεινές μακρόστενες στοές που απολήγουν στους ορθογώνιους χώρους με την αετωματική επίσκεψη, διαθέτει 9.500 τ.μ. έκθεσης αρχαιοτήτων που ξεκινούν από την 7η χιλιετία π.Χ. μέχρι τον 5ο μ.Χ., πραγματοποιεί περιοδικές εκθέσεις, δανείζει εκθέματα σε μουσεία από όλο τον κόσμο, πραγματοποιεί δεκάδες εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδίδει περιοδικά, διαθέτει εκλεκτά εργαστήρια συντήρησης, κυρίως ανοίγει στην κοινωνία με πλήθος εκδηλώσεων, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

"Η βιωσιμότητα ενός μουσείου ορίζεται από τον βαθμό ανταπόκρισης της κοινωνίας στους σκοπούς και τους στόχους της λειτουργίας του" μας λέει η διευθύντριά του Μαρία Λαγογιάννη όταν τη ρωτάμε για τις προκλήσεις και τις προοπτικές του Μουσείου στα επόμενα χρόνια. "Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο καλλιεργεί τον διάλογο με τους επισκέπτες, υποστηρίζει δράσεις σύμπραξης και συνέργειας με ποικίλους κοινωνικούς φορείς και φροντίζει να ανανεώνει το ενδιαφέρον των επισκεπτών με νέες εκθέσεις. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις ανεπανάληπτες συλλογές του μουσείου επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον".

"Οδύσσειες", η έκθεση της γιορτής

Τα 150 χρόνια του το Μουσείο θα τα γιορτάσει με τη μεγάλη έκθεση "Οδύσσειες", η οποία εμπνέεται από το αρχετυπικό σύμβολο του Οδυσσέα και αφηγείται μέσα από τα αρχαία έργα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το μακρύ χρονικό του δοκιμαζόμενου ανθρώπου, τον αγώνα, την εμπειρία, την αναζήτηση, τις δυσκολίες, τις κατακτήσεις, τα πάθη, τα λάθη, τις ελπίδες, τους φόβους, τα επιτεύγματα, τις ήττες και τις νίκες του.

"Δεν πρόκειται για αναδιήγηση του μυθολογικού έπους του Ομήρου" λέει η κ. Λαγογιάννη. "Η Οδύσσεια, οι βασικοί της άξονες (το ταξίδι και η Ιθάκη), οι ήρωες και τα κυριότερα επεισόδια συνιστούν ένα έπος ανθρωποκεντρικό με συμβολικές προεκτάσεις, διαχρονικές και πανανθρώπινες με αποτέλεσμα να χρησιμεύουν ως το ιδανικό σκηνικό για το αφήγημα της έκθεσης που διατρέχει τις κοινωνίες που αναπτύχθηκαν στον ελλαδικό πολιτισμικό χώρο από το 4.500 π.Χ. μέχρι την ύστερη αρχαιότητα". Όχημα για το ταξίδι στον χρόνο "θα αποτελέσουν οι θαυμαστές συλλογές και τα μοναδικά έργα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Γλυπτά, αγγεία, εργαλεία, όπλα, πρώτες ύλες, επιγραφές, πορτραίτα, έργα τέχνης και έργα απλά και καθημερινά λειτουργούν στην έκθεση ως θαυμαστοί μάρτυρες πολιτισμών, τεκμήρια από ιστορίες ηρωικές και καθημερινές, κατάλοιπα από αμέτρητες ζωές και 'Οδύσσειες'". Παράλληλα, "μεγάλοι σύγχρονοι ποιητές, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, θα κρατήσουν το νήμα που θα γεφυρώσει τους πολλαπλούς συμβολισμούς της ομηρικής Οδύσσειας με το σήμερα".