to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

19:09 | 29.11.2015

πηγή: Αυγή

Πολιτική

Έρευνα της Public Issue για την αξιοπιστία των θεσμών: Βαθιά διχασμένη η κοινωνία απαιτεί αλλαγές εκ βάθρων

Στο ναδίρ η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Σε ελεύθερη πτώση τα ΜΜΕ, με την τηλεόραση να πιάνει πάτο. Σταθερή η εμπιστοσύνη στους συντηρητικούς "παραδοσιακούς" θεσμούς, όπως ο στρατός, η αστυνομία, η Εκκλησία, ενώ αυξάνεται η εμπιστοσύνη στα κοινωνικά κινήματα. Τεράστιες οι αντοχές της δημόσιας Παιδείας, παραμένει ζητούμενο το "μάθε παιδί μου γράμματα".


Στο ναδίρ η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Σε ελεύθερη πτώση τα ΜΜΕ, με την τηλεόραση να πιάνει πάτο. Σταθερή η εμπιστοσύνη στους συντηρητικούς "παραδοσιακούς" θεσμούς, όπως ο στρατός, η αστυνομία, η Εκκλησία, ενώ αυξάνεται η εμπιστοσύνη στα κοινωνικά κινήματα. Τεράστιες οι αντοχές της δημόσιας Παιδείας, παραμένει ζητούμενο το "μάθε παιδί μου γράμματα".

Η μεθοδολογία της έρευνας

    Η εμπιστοσύνη που τρέφουν οι πολίτες στους θεσμούς της διακυβέρνησης, της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως είναι γνωστό, αποτελεί μια σημαντική παράμετρο της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας μιας χώρας.

    Οι Δείκτες Εμπιστοσύνης στους Θεσμούς της Public Issue συνιστούν ένα αξιόπιστο επιστημονικό εργαλείο για τη διαχρονική συγκριτική αξιολόγηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης στους σημαντικότερους εγχώριους θεσμούς.

    Η μέτρηση καθιερώθηκε το 20071 και επαναλαμβάνεται φέτος σε μια πολιτική συγκυρία που εξακολουθεί να είναι βεβαρημένη λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βιώνουμε. Οι 19 επιλεγμένοι θεσμοί που διερευνώνται στη φετινή έρευνα (σε σύνολο 48 που περιελάμβανε η αρχική έρευνα) καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικής ζωής:διακυβέρνηση, επιχειρήσεις, κοινωνία πολιτών και μέσα ενημέρωσης. Οι επιμέρους δείκτες που υπολογίζονται, χωριστά, για κάθε θεσμό, αποτελούν μια εξαιρετικά λεπτομερή χαρτογράφηση των κοινωνικών αντιλήψεων απέναντι στους θεσμούς που επικρατούν σήμερα στην Ελλάδα.

    Η πρώιμη καθιέρωση της μέτρησης, στην προ κρίσης εποχής (2007), παρέχει τη δυνατότητα να διερευνηθεί η διαχρονική εξέλιξη της κοινωνικής υποστήριξης στους θεσμούς, κατά τη χρονική περίοδο των τελευταίων εννέα χρόνων (2007-2015), που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της ύστερης Μεταπολίτευσης. Εποχή παρακμής, που ακολούθησε την επίπλαστη κοινωνική ευφορία της προηγούμενης δεκαετίας, με σημείο κορύφωσης τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.

    Δείκτες εμπιστοσύνης (CI)

    Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Ελλήνων πολιτών αποτιμά, ποσοτικά, την εμπιστοσύνη που αισθάνεται για καθένα κοινωνικό θεσμό. Από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων κατασκευάζεται ένας δείκτης εμπιστοσύνης (CI) για κάθε θεσμό χωριστά. Κάθε δείκτης προκύπτει με βάση τον λόγο θετικών / αρνητικών γνωμών για τον δεδομένο θεσμό, δηλαδή το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι τον εμπιστεύονται προς το ποσοστό των ατόμων που δυσπιστούν απέναντί του. Κατά συνέπεια, τιμή 100 στον δείκτη εμπιστοσύνης, υποδηλώνει ότι υφίσταται απόλυτη ισοδυναμία θετικών και αρνητικών αντιλήψεων απέναντι στον θεσμό. Τιμή 200 στο δείκτη υποδηλώνει ότι ο αριθμός των πολιτών που εμπιστεύεται τον θεσμό είναι διπλάσιος από εκείνους που εκφράζουν δυσπιστία απέναντί του. Τέλος, τιμή 50 σημαίνει ότι οι αρνητικές εντυπώσεις είναι διπλάσιες από τις θετικές.

    1 Οι σχετικές μετρήσεις του Ελληνικού Δείκτη Εμπιστοσύνης στους Θεσμούς (GICI) για τα έτη 2007-2009 είναι διαθέσιμες διαδικτυακά στη διεύθυνση http://www.publicissue.gr/category/pi/surveys/politics-and-elections/ins...

    Η κρίση των θεσμών στην Ελλάδα προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης

    Το πρόβλημα με τους θεσμούς
    Το πρόβλημα με τους θεσμούς
    Το πρόβλημα με τους θεσμούς

    Σχολιάζουν: Γιάννης Μαυρής, Κώστας Δουζίνας, Αντώνης Μανιτάκης

    Γιάννης Μαυρής: Η κρίση των θεσμών στην Ελλάδα προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης

    Η κρίση απονομιμοποίησης των αντιπροσωπευτικών θεσμών στην Ελλάδα είναι σήμερα βαθύτατη. Είναι προφανές ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στη χώρα τα τελευταία έξι χρόνια την επιδείνωσαν σοβαρά. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η κρίση αυτή προϋπήρξε της οικονομικής κρίσης. Το συμπέρασμα αυτό τεκμηριώνεται, σαφώς, με βάση την ετήσια έρευνα της Public Issue σχετικά με την κοινωνική νομιμοποίηση των θεσμών που διεξάγεται από το 2007. Ταυτόχρονα, η εντεινόμενη όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων αποτυπώνεται ευδιάκριτα στην παράλληλη αύξηση της κοινωνικής υποστήριξης, κυρίως για τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (στρατός, αστυνομία), όπως και για τους θεσμούς της αδιαμεσολάβητης λαϊκής κυριαρχίας (λαός/ πολίτες, κοινωνικά κινήματα).

    Οι επιπτώσεις της κρίσης

    Το 2011, η κοινωνική εμπιστοσύνη στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς (Βουλή, κόμματα) έφτασε στο ναδίρ. Η ελάχιστη ανάκαμψη που παρατηρείται την τελευταία τετραετία ουδόλως επαρκεί για να αντιστρέψει την ολοκληρωτική έλλειψη εμπιστοσύνης.

    Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) παρέμενε, μέχρι το 2009, ο μόνος πολιτικός θεσμός που εμπιστευόταν η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Αυτό οφείλεται ασφαλώς και στο γεγονός ότι ο ΠτΔ δεν αναμειγνύεται ενεργά στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Στην εδραίωση αυτής της εικόνας είχε συντελέσει και η υψηλή αποδοχή του προηγούμενου Προέδρου Κ. Στεφανόπουλου. Ωστόσο, η μνημονιακή πενταετία δεν άφησε στο απυρόβλητο ούτε την Προεδρία. Το 2014, ο ΠτΔ Κάρολος Παπούλιας, ενώ διέθετε, στην αρχή της θητείας του, υψηλή κοινωνική αποδοχή, χρεώθηκε τελικά μερίδιο της πολιτικής ευθύνης για την κατάσταση της χώρας και ο δείκτης εμπιστοσύνης στον ΠτΔ κατέγραψε θεαματική συρρίκνωση. Από τον Μάρτιο του 2015 και μετά την εκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου, η εμπιστοσύνη στο αξίωμα του Προέδρου ανακάμπτει, αλλά δεν καταφέρνει να πλησιάσει τα ποσοστά πριν της μνημονιακής περιόδου.

    Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των πολιτών που εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη παραμένει μεγαλύτερο από εκείνο που δεν την εμπιστεύονται, από το 2013 και μετά, καταγράφεται σημαντική μείωσή του. Αντιθέτως, η εμπιστοσύνη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριώνσημείωσε φέτος ελαφρά άνοδο.

    Την τελευταία τετραετία, η συνεχής αύξηση της εμπιστοσύνης προς τον Στρατό, την Αστυνομίακαι την Εκκλησία αποτελεί σαφή ένδειξη της συντηρητικοποίησης που παράγει η κρίση, αλλά και της ιδεολογικής (κοινωνικής) πόλωσης που προκαλείται, αφού στον αντίποδα αυξάνεται η εμπιστοσύνη σε πιο ριζοσπαστικούς θεσμούς, αδιαμεσολάβητης λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή στονλαό (τους πολίτες) και τα κοινωνικά κινήματα (δίπολο συντηρητικοποίηση / ριζοσπαστικοποίηση).

    Η κρίση κοινωνικής απονομιμοποίησης δεν αφορά μόνο τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά εκτείνεται και σε εκείνους της οικονομίας. Καθ' όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, η εμπιστοσύνη στις τράπεζες έχει παραμένει χαμηλή. Ωστόσο, σημαντικό εύρημα των δύο τελευταίων χρόνων αποτελεί το γεγονός ότι, για πρώτη φορά από το 2014, ο αριθμός των πολιτών που δεν εμπιστεύονται την Τράπεζα της Ελλάδος υπερτερεί εκείνου που την εμπιστεύονται.

    Αυξάνεται η εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς θεσμούς

    Σημαντική αύξηση της εμπιστοσύνης παρατηρείται στους θεσμούς της εκπαίδευσης, δηλαδή στα πανεπιστήμια, τα κολέγια, τα κέντρα ελευθέρων σπουδών και τα σχολεία. Η αύξηση αυτή πιθανόν να οφείλεται στην -παραδοσιακά ισχυρή- γενικότερη πεποίθηση των πολιτών ότι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί αποτελούν τον ασφαλέστερο δίαυλο για την κοινωνική άνοδο. Σήμερα, εξαιτίας της κρίσης, αυτή η ατομική διέξοδος αναβαθμίζεται σε μέσο ατομικής «διάσωσης». Από την άλλη πλευρά, η αξία της εκπαίδευσης, που προβάλλεται μάλιστα και ως συλλογικό όχημα για τη διέξοδο της χώρας από την κρίση, τίθεται σε κίνδυνο λόγω των περικοπών. Το γεγονός αυτό είναι φυσικό να ενεργοποιεί αντανακλαστικά υπεράσπισης ενός κεκτημένου κοινωνικού αγαθού.

    Η εμπιστοσύνη στην τηλεόραση παραμένει εξαιρετικά χαμηλή

    Η κρίση της πολιτικής περιλαμβάνει ως συστατικό της στοιχείο και ανατροφοδοτεί την κρίση αξιοπιστίας των Μέσων Ενημέρωσης. Όπως έδειξε για πρώτη φορά η μέτρηση του 2009, η εμπιστοσύνη στο σύνολο των Μέσων Ενημέρωσης άρχισε σταδιακά να μειώνεται από το 2009 μέχρι και το 2014. Ωστόσο, η σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα περισσότερο διαδραστικά Μέσα (ραδιόφωνο, Ίντερνετ) και τα μη-διαδραστικά (τηλεόραση, εφημερίδες) διατηρείται.

    Μεταξύ των Μέσων Ενημέρωσης, το ραδιόφωνο παραμένει σήμερα στην Ελλάδα το πλέον αξιόπιστο, σημειώνοντας, μάλιστα, σημαντική αύξηση της κοινωνικής του αποδοχής στη φετινή μέτρηση.

    Το Ίντερνετ, που μετρήθηκε για πρώτη φορά το 2008, διατηρεί τη 2η θέση μεταξύ των Μέσων, αλλά εμφανίζει σοβαρή υποχώρηση σε σχέση με τη μέγιστη υποστήριξή του που καταγράφηκε το (κινηματικό) 2011.

    Οι εφημερίδες ενδέχεται να ανακάμπτουν τον τελευταίο χρόνο, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι μια μικρή ανάκαμψη της εμπιστοσύνης μεταφράζεται, αυτομάτως, και σε ανάκαμψη της κυκλοφορίας τους.

    Αντιθέτως, η ήδη υπονομευμένη τηλεόραση, της οποίας η κοινωνική αποδοχή βρίσκεται στο ναδίρ, καταλαμβάνει, μαζί με τα κόμματα, σταθερά, μία από τις τελευταίες θέσεις μεταξύ των θεσμών.

    * Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Public Issue

    _________________

    Κώστας Δουζίνας: Το πρόβλημα με τους θεσμούς

    Η μεταρρύθμιση των θεσμών (Σύνταγμα, κρατική διοίκηση, φορολογικοί μηχανισμοί, σχολείο και πανεπιστήμιο, Τοπική Αυτοδιοίκηση) αποτελεί έναν από τους σημαντικούς σκοπούς της κυβέρνησης. Σε μικρό χρονικό διάστημα πρέπει η κυβέρνηση να θεραπεύσει θεσμικές δυσλειτουργίες και αμαρτίες δεκαετιών. Να βελτιώσει τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητά τους, να επαναφέρει τη δικαιοκρατική τους λειτουργία, να καταπολεμήσει τα συμπτώματα μικρής και μεγάλης διαπλοκής και διαφθοράς.

    Είναι αδύνατον να εξηγήσω σε Άγγλο γιατρό το "φακελάκι", σε εφοριακό τα "δωράκια" των φορολογουμένων, σε πανεπιστημιακό την εκτεταμένη άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος από καθηγητές. Καλείται, δηλαδή, η κυβέρνηση να εμφυσήσει μια "θεσμική" λογική στους θεσμούς, να τους ξανακάνει θεσμούς. Από την επιτυχία αυτών των αυτονόητων αλλαγών θα εξαρτηθεί η βελτίωση της ζωής των πολιτών. Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι θα αποτελέσει "αλλαγή καθεστώτος", όχι απλά κυβέρνησης. Εδώ, λοιπόν, στη ριζική μεταρρύθμιση, στην επαναθεμελίωση των θεσμών θα κερδηθεί ή θα χαθεί η καθημερινότητα και θα παραμείνει ή θα αλλάξει ο καθεστωτισμός των προηγούμενων πενήντα χρόνων.

    Αλλά εδώ συναντάμε ένα παράδοξο. Η πολιτική ζωή της χώρας είναι εγκλωβισμένη σε μια συνεχή "φιλική" επίθεση, στις προτροπές, απειλές και εκβιασμούς των "θεσμών", της τετράδας Ευρωπαίων και ΔΝΤ. Λειτουργούν οι "θεσμοί" ως αποικιοκράτες, ιεραπόστολοι της mission civilisatrice του ύστερου καπιταλισμού.

    Οι εξωτερικοί θεσμοί επιβάλλουν πολιτικές, υφεσιακά μέτρα και απαιτήσεις που δυσκολεύουν, αν δεν κάνουν αδύνατη, την προοδευτική μεταρρύθμιση των εσωτερικών θεσμών. "Θεσμοί" κατά θεσμών, λοιπόν, με την κυβέρνηση στη μέση να προσπαθεί να μετριάσει τις ιδεοληψίες των πρώτων για να αλλάξει τις δυσλειτουργίες των δεύτερων. Έχουμε, λοιπόν, διπλό πρόβλημα με τους θεσμούς. Για να φτιάξουμε τους θεσμούς μας, πρέπει να απαλλαχθούμε, να απελευθερωθούμε από τους θεσμούς τους. Πρέπει να κάνουμε τους πολίτες να εμπιστευθούν την έννοια του θεσμού ξανά, μια και δικαιολογημένα έχει χάσει το κύρος, το πιο σημαντικό της κεφάλαιο. Μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί υπάρχει μια αμηχανία, μια σύγχυση στο Βαρόμετρο.

    Τα δύο πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας για μένα είναι η υψηλή εμπιστοσύνη σε σχολεία και πανεπιστήμια και η χαμηλή σε κόμματα και ΜΜΕ. Έζησα στην Αγγλία πολλές δεκαετίες. Είναι μεγάλη η διαφορά στην αντιμετώπιση της Παιδείας και του πανεπιστημίου από Έλληνες και Βρετανούς. Για μας η εκπαίδευση αποτελεί ακόμη την πιο σημαντική μορφή κοινωνικής ανόδου, όπως φαίνεται από τις θυσίες της οικογένειας για να σπουδάσει το παιδί.

    Στην Αγγλία, αντίθετα, πολύς κόσμος πιστεύει ότι ο νέος μένει στα θρανία επειδή δεν μπορεί να βρει μια καλή δουλειά στα δεκαοκτώ. Η εμπιστοσύνη στο σχολείο και το πανεπιστήμιο δείχνει ότι, παρά τις συνεχείς επιθέσεις, ο γονιός ξέρει πως ο δάσκαλος και η καθηγήτρια κάνουν τη δουλειά τους καλά. Και το ξέρω από πρώτο χέρι. Οι επιτυχίες των Ελλήνων πανεπιστημιακών και ερευνητών στο εξωτερικό δείχνουν ότι δεν είναι όλα στραβά στην ανώτατη Παιδεία, όπως ισχυρίζονται αυτοί που θέλουν να απαξιώσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο για να φέρουν τα ιδιωτικά.

    Τίποτε δεν μας εμποδίζει να κάνουμε το πανεπιστήμιό μας ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Και δεν αναφέρομαι στις προβληματικές αξιολογήσεις διαφόρων εταιρειών που αναπαράγουν μόνιμα μια παγκόσμια πανεπιστημιακή ελίτ με αποθέματα μεγαλύτερα από το ΑΕΠ της Ελλάδας και ειδικά γραφεία για να πετυχαίνουν την καλή κατάταξη.

    Σημαίνει να φτιάξουμε το καλύτερο πανεπιστήμιο για την Ελλάδα. Σημαίνει αναβάθμιση σπουδών σε όλα τα επίπεδα, τέλος του πανεπιστημίου ως εξεταστικού κέντρου και φάμπρικας παραγωγής πτυχίων. Αυτά επαγγέλλεται ο μεγάλος εθνικός και κοινωνικός διάλογος για το μέλλον της Παιδείας. Θα αρχίσει από στέρεα βάση: η εμπιστοσύνη είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της δημόσιας ζωής. Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την επιτυχία της μεγάλης μεταρρύθμισης που χρειαζόμαστε.

    Θέλω να πω και λίγα λόγια για τα κόμματα, μια και η έλλειψη εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ είναι προφανής και μόνιμη. Υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι για τους οποίους ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τα κόμματα. Η έλλειψη δημοκρατίας, ο αρχηγισμός και βοναπαρτισμός, η διαπλοκή με οικονομικές και μιντιακές εξουσίες, η απομάκρυνση από τον συνεκτικό δεσμό της εξουσίας για τα κόμματα του δικομματισμού, τα κόμματα μιντιακοί διάττοντες, η εγκατάλειψη προεκλογικών υποσχέσεων και ιδεολογικών δεσμεύσεων συμβάλλουν στη δικαιολογημένη δυσπιστία.

    Αλλά η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά και μόνιμη. Η κομματική μορφή που ξέραμε και αγαπούσαμε βρίσκεται σε ανεπίστρεπτη παρακμή. Η κρίση στη Νέα Δημοκρατία, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει μεγάλο κόμμα μελών, παρά τις συνεχείς εκλογικές νίκες, δείχνουν ότι για να σώσουμε το κόμμα (αν χρειάζεται να σωθεί) πρέπει να εγκαταλείψουμε το είδος που ξέραμε.

    Η σημερινή μορφή κόμματος και συνδικάτου ανάγεται στην περίοδο της παραγωγικής και πολιτικής διαδικασίας του 20ού αιώνα. Η συγκέντρωση της εργασίας σε μεγάλους χώρους (εργοστάσια, εργοτάξια, μεγάλες αγροτικές μονάδες) και της πολιτικής στη Βουλή και την κυβέρνηση δημιούργησε την ανάγκη κεντρικής οργάνωσης και αντιπροσώπευσης τάξεων και συμφερόντων. Η χωρική συγκέντρωση συμπληρωνόταν με την περιοδική συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου γύρω από τις εκλογές, τις επετείους ή μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις.

    Ο χρόνος και ο χώρος της παραγωγικής διαδικασίας άλλαξε, όμως και η πολιτική αποκεντρώνεται. Η εργασία στηρίζεται σε δικτυώσεις μεταξύ αγνώστων, σε οριζόντιες συνεργασίες, σε εύπλαστες και συνεχείς επικοινωνίες χωρίς πολιτικές ή συνδικαλιστικές συγκλήσεις. Ο ύστερος καπιταλισμός προωθεί διαδράσεις, αλλά όχι πολιτική συμπόρευση, επικοινωνία αλλά όχι ιδεολογικές ταυτότητες, συνεργασίες βασισμένες στην εξατομίκευση.

    Για να σπάσει αυτό πρέπει να μεταφέρουμε στην πολιτική τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις πρακτικές που μαθαίνουμε για τη δουλειά μας. Χρειαζόμαστε κόμμα "νέου τύπου", που εγκαταλείπει την ασφάλεια του κομματικού πρωτοκόλλου και της επετηρίδας και συνεργάζεται με τους εργαζόμενους και τους νέους στους χώρους, τα θέματα και τις αξίες που εμπιστεύονται. Θάρρος, φαντασία και πειραματισμός χρειάζονται σήμερα αν θέλουμε ο κόσμος να πιστέψει ότι τα κόμματα έχουν κάποια χρησιμότητα πέρα από την περιοδική νομή της εξουσίας.

    * Ο Κώστας Δουζίνας είναι διευθυντής του Birkbeck Institute for Humanities του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ

    ______________________

    Αντώνης Μανιτάκης: Η αναξιοπιστία της πολιτικής ένα χρόνιο σαράκι

    Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στα κόμματα, όπως αποτυπώθηκε στη δημοσκόπηση, δεν με εξέπληξε. Είχε ανιχνευθεί από καιρό. Τη ζούμε με τρόπο τραγικό στο πετσί μας τα τελευταία χρόνια. Η πλήρης απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, της πολιτικής τάξης γενικότερα και η καταρράκωση του πολιτικού συστήματος στις πολιτικές συνειδήσεις των πολιτών καταγράφηκε και στις τελευταίες εκλογές με το υψηλό ποσοστό αποχής, το μεγαλύτερο των τελευταίων χρόνων.

    Θα ήταν όμως λάθος αν πιστεύουμε ότι είναι δημιούργημα ή και αποτέλεσμα της κρίσης. Η αναξιοπιστία της πολιτικής, ως ένα από τα καθοριστικά φαινόμενα του πολιτικού μας συστήματος, είχε καταγραφεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ήταν το πρώτο σύμπτωμα των αλλεπάλληλων σκανδάλων και της ατέλειωτης και μονότονης σκανδαλολογίας της εποχής, η οποία συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 2000 και κορυφώθηκε με την κρίση. Όταν η κοινή γνώμη, καθημερινά, είκοσι χρόνια τώρα κατακλύζεται από την αποκάλυψη σκανδάλων και από ειδήσεις και περιγραφές πολιτικής διαφθοράς, μικρές και μεγάλες, είναι επόμενο η εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς και την πολιτική εξουσία να πέφτει κατακόρυφα και να φτάνει στο ναδίρ στις μέρες μας.

    Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1990 ο αείμνηστος καθηγητής και πολιτικός Δημήτρης Τσάτσος είχε συγγράψει μελέτη για την κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής και είχε επισημάνει τις αρνητικές επιπτώσεις της αναξιοπιστίας των κομμάτων και των πολιτικών στην πολιτική ζωή του τόπου.

    Η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής είναι ένα σαράκι που κατατρώει αργά άλλα σταθερά τις σάρκες του πολιτικού μας συστήματος με απρόβλεπτες και, φοβάμαι, ανεξέλεγκτες συνέπειες για το μέλλον.

    Η κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στα κόμματα δεν αντισταθμίζεται από την αυξημένη εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες στα πανεπιστήμια, στα σχολεία και γενικά στην εκπαίδευση. Για δύο λόγους: Πρώτον, διότι αυτό είναι μια σταθερά, αν δεν κάνω λάθος, όλων των δημοσκοπήσεων των τελευταίων χρόνων και, δεύτερον, διότι πιστεύω ότι τα σχετικά υψηλά ποσοστά δεν είναι ένδειξη εμπιστοσύνης, όσο είναι δήλωση εμπιστοσύνης σε θεσμούς στους οποίους μπορεί να επενδύσει κανείς για το μέλλον του. Διότι είναι οι μόνες σταθερές αξίες στις μπορεί να βασίζεται κανείς, τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά.

    Τα υπόλοιπα ευρήματα της δημοσκόπησης δεν παρουσιάζουν εκπλήξεις. Τα συναντάμε με διαφορετικά ποσοστά ενδεχομένως και σε άλλες, ανάλογες έρευνες της κοινής γνώμης.

    Εκείνο που τρομάζει είναι η κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνης στα κόμματα και η κατάκτηση της τελευταίας βαθμίδας στην κατάταξη. Το κενό αξιοπιστίας της πολιτικής που δημιουργείται καλύπτεται συνήθως από αυταρχικές πολιτικές εξελίξεις και από πολιτικούς μεσσίες που υποκαθιστούν τα κόμματα και την πολιτική δράση με προσωποπαγή εξουσία.

    Η διαπιστωμένη και πανθομολογούμενη πολιτική χρεοκοπία των κομμάτων παλαιότερα οδηγούσε σε πολιτικές λύσεις καισαρισμού και ενίσχυση των φασιστικών κομμάτων.

    Αν αποκλείσουμε αισιοδοξούντες τις πολιτικές εξελίξεις προς αυταρχικές λύσεις, το κενό πολιτικής εμπιστοσύνης αλλά και εξουσίας που δημιουργείται από την απαξίωση των κομμάτων βλέπω να εκτρέφει απρόβλεπτες και τυχαίες πολιτικές εξελίξεις με λύσεις σαφώς «αντικομματικές». Ο αντικομματικός και τελικά α-πολιτικός λόγος φοβάμαι ότι θα καλύψει το κενό εξουσίας που δημιουργείται από την έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα.

    Οι εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία και η απουσία σοβαρού και φερέγγυου λόγου από όλα τα κόμματα, συνδυασμένα με την απαξίωση της πολιτικής, τις τελευταίες δεκαετίες υποσκάπτουν επικίνδυνα τη σταθερότητα του πολιτικού και κομματικού μας συστήματος, αν δεν συμβεί κάποιο πολιτικό θαύμα.

    * Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ και πρώην υπουργός

     

      2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
      § Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)