to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Επιστήμη στην υπηρεσία «του νόμου και της τάξης»

Χριστουγεννιάτικος μποναμάς για την κυβέρνηση η «επιστημονική» έρευνα με θέμα: «Η πολιτική βία στην Ελλάδα και οι καταλύτες της – Από το 2008 έως σήμερα» που δημοσιεύτηκε στα Νέα του Σαββατοκύριακου της 21ης Δεκεμβρίου 2019


Χριστουγεννιάτικος μποναμάς για την κυβέρνηση η «επιστημονική» έρευνα με θέμα: «Η πολιτική βία στην Ελλάδα και οι καταλύτες της – Από το 2008 έως σήμερα» που δημοσίευσαν στα Νέα του Σαββατοκύριακου της 21ης Δεκεμβρίου 2019 η Βασιλική Γεωργιάδου (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), η Λαμπρινή Ρόρη (επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Exeter του Ηνωμένου Βασιλείου) και ο Κώστας Ρουμανιάς (επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Έρευνα η οποία έχει ως σημείο αναφοράς της ερευνητικό πρόγραμμα του Hellenic Observatory (London School of Economics, Λονδίνο) το οποίο παρουσιάστηκε την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου σε ειδική εκδήλωση στην αίθουσα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών που συνδιοργάνωσαν το Hellenic Observatory, London School of Economics, το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, το Πανεπιστήμιο του Exeter.

Έχει σημασία να αναλύσουμε πολύ προσεκτικά τόσο την συγκυρία όσο και το περιεχόμενο της εν λόγω έρευνας. Η παρουσίαση γίνεται σε μια περίοδο κατά την οποία κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει την προεκλογική της δέσμευση για «νόμο και τάξη» υλοποιώντας ένα σκληρό σχέδιο που περιλαμβάνει: εκκένωση καταλήψεων και άλλων κοινωνικών χώρων, κατάργηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου, κατασκευή κλειστών δομών για τη διαχείριση των μεταναστευτικών πληθυσμών, μεταφορά της ευθύνης εποπτείας του σωφρονιστικού συστήματος στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, τροποποιήσεις στους νέους ποινικούς κώδικες με στόχο την ένταση των φρονηματικών διώξεων.

Παράλληλα ολοένα και συχνότερα έρχονται στο φως της δημοσιότητας καταγγελίες για αύξηση της καταστολής, της αστυνομικής αυθαιρεσίας, για βασανισμούς, ξεγυμνώματα στη περιοχή των Εξαρχείων, σεξιστικές επιθέσεις και απρόκλητη βία με τελευταίες τις περιπτώσεις του σκηνοθέτη Δ. Ινδαρέ και του βασανισμού γυναίκας με αναπηρίες στο ΑΤ Ομονοίας.

Ενώ οφείλουμε να σταθούμε και στο περιεχόμενο της εν λόγω έρευνας καθώς πρόκειται για μια ιδεολογικά στρατευμένη και επιστημονικοφανή προσπάθεια να συζητηθεί το ζήτημα της βίας στη βάση της θεωρίας των δύο άκρων και την ανιστορικής, άχρονης και χωρίς πλαισίωση γενικευτικής χρήσης της έννοιας βία χωρίς μάλιστα σε αυτή να περιλαμβάνεται η λεγόμενη «νόμιμη βία», αυτή δηλαδή των κρατικών μηχανσιμών.

Κυβερνητική φιέστα

Μάρτυρας των στοχεύσεων αρχικά η προαναφερθείσα εκδήλωση στην οποία εκτός των τριών ερευνητών/τριών μίλησαν: ο Πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος απευθύνοντας χαιρετισμό και ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης κάνοντας μια εισαγωγική παρέμβαση ενώ τη βασική εισήγηση- παρουσίαση σχολίασαν οι καθηγητές Νίκος Δεμερτζής και Στάθης Καλύβας. Στον ιστότοπο του LSE διαβάζουμε στην περιγραφή της εκδήλωσης: «Ο πολιτικός εξτρεμισμός υπήρξε σταθερά παρών στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Παρά την υιοθέτηση μιας αντιτρομοκρατικής κυβερνητικής στρατηγικής στις αρχές της δεκαετίας 2000 (σσ. περίοδος που ο  Μιχάλης Χρυσοχοΐδης  θήτευσε ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης στις κυβερνήσεις Σιμήτη) που μείωσε πρόσκαιρα, αν και ουσιαστικά, τα περιστατικά της τρομοκρατίας, η πολιτική βία παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα».

Παρότι το ίδιο το ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο παρουσιάζονταν στην εκδήλωση και από το οποίο αντλεί το υλικό της η έρευνα στα Νέα κάνει χρήση του όρου low intensity στον τίτλο του (πλήρης τίτλος: Low intensity violence in crisis-ridden Greece: Evidence from the radical right and the radical left) δηλαδή αναφέρεται σε χαμηλής έντασης βία, αυτή η διάκριση δε τηρείται πουθενά. Τόσο η δημοσιοποίηση του όσο και η έκθεση του προγράμματος χρησιμοποιούν ένσκοπα γενικευτικούς τίτλους κάνοντας χρήση της λέξης βία και ευθείες αναγωγές με τη τρομοκρατία. Άλλωστε όπου εμφανίζεται ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης οφείλει να υπάρχει η σύνδεση του με το “success story” της καταπολέμησης της τρομοκρατίας στην Ελλάδα κεφάλαιο πάνω στο οποίο έχει οικοδομήσει το πολιτικό του προφίλ.

Η κοινολόγηση των «ευρημάτων» αυτής της εργασίας έτυχαν διθυραμβικής υποδοχής από τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης με κορυφαία παρέμβαση αυτή τη Τάσου Τέλλογλου στις 18.12.2019 στην Καθημερινή. Ο δημοσιογράφος μάλιστα αποφαίνεται πως: «Η ακροαριστερή βία συνεχίζει μέχρι και σήμερα να είναι σε ανοδική τροχιά, ενώ η ακροδεξιά βία γνωρίζει σημαντική κάμψη τον τελευταίο χρόνο που πιθανώς να σχετίζεται με την εκλογική καθίζηση της Χρυσής Αυγής και τη διεξαγωγή της δίκης για τη Χρυσή Αυγή» (αναλυτικά εδώ: https://www.kathimerini.gr/1056691/article/epikairothta/ellada/to-apotypwma-ths-politikhs-vias-sthn-ellada-ths-krishs). Ενώ στο δικό του ρεπορτάζ ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης παρουσιάζεται να καταγγέλλει τον εαυτό του καθώς φέρεται να σημειώνει την έξαρση της πολιτικής βίας από το 2008 έως το 2019 περίοδο κατά την οποία έχει θητεύσει τρεις φορές στο αρμόδιο Υπουργείο!

Στροφή στα «δύο άκρα»;

Από τους συντάκτες/τριες του κειμένου στα Νέα στο αρχικό ερευνητικό πρόγραμμα εμφανίζονται να συμμετέχουν μόνον οι καθηγήτριες Λαμπρινή Ρόρη και Βασιλική Γεωργιάδου επικουρούμενες βοηθητικά από την ερευνήτρια Κάρμεν Μίσσιου (εικόνα 1). Ωστόσο οι τρεις συντάκτες/τριες έχουν συν-συγγράψει το άρθρο: “Mapping the European far right in the 21st century: a meso-level analysis” στο περιοδικό Electoral Studies το 2018 και να έχουν παρουσιάσει το κείμενο “Explaining the vote for the European far right: economic insecurity and cultural backlash” στο ASEN Annual Conference την ίδια χρονιά (27 Μαρτίου), ενώ οι κυρίες Ρόρη και Γεωργιάδη φαίνεται πως έχουν μακρά συνεργασία καθώς έχουν συν-συγγράψει επιστημονικά άρθρα και ανακοινώσεις σε συνέδρια που αφορούν κυρίως την άκρα δεξιά (βλ. βιβλιογραφία).



Η σύντομη σταχυολόγηση των συνεργασιών τους δε γίνεται τυχαία καθώς η επαφή με διανοητική διαδρομή και το επιστημονικό έργο των συντακτών/τριών επιβάλλεται προκειμένου να εντάξουμε την υπό συζήτηση ερευνητική εργασία στην γενικότερη πορεία τους. Όλοι τους φαίνεται να μελετούν επί μακρόν την άνοδο της άκρας δεξιάς, την κομματική της σύνθεση, την εκλογική της επιρροή. Ενώ αντίθετα η ενασχόληση τους με την άκρα αριστερά (χρησιμοποιώ τους etic όρους) είναι σχετικά όψιμη και ειδικά κάτω από το πρίσμα της δημοφιλούς θεωρίας των δύο άκρων που έχει κατακλύσει την ελληνική δημόσια σφαίρα τη τελευταία δεκαετία. Για ποιο λόγο άραγε πραγματοποιείται αυτή η διεύρυνση του ερευνητικού και αναλυτικού τους πεδίου, ένα κρίσιμο ερώτημα που θα ήθελα να απαντάται με κάποιο τρόπο.

Οι επιστημονικές έρευνες από τη στιγμή που θα δημοσιοποιηθούν ακολουθούν δύο παράλληλες και αυτοτελείς πορείες: αυτή της κρίσης τους από την επιστημονική κοινότητα με τα εργαλεία και τις θεωρήσεις που αυτή διαθέτει και τη δεύτερη της διάχυσης τους στο ευρύτερο κοινό, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Αυτή η διάχυση μπορεί να αφορά είτε την θετική αξιοποίηση, της είτε τη κριτική σε αυτή. Είναι σαφές πως για την χρήση ή και την κατάχρηση ερευνητικών δεδομένων δεν ευθύνονται (πάντοτε) οι συγγραφείς μιας μελέτης. Στη περίπτωση μας τόσο η απόπειρα εκλαΐκευσης των ευρημάτων όσο και η μορφή της παρουσίασης δίνει την εντύπωση μιας οργανικής σχέσης της επιστημονικής διερώτησης με τις ασκούμενες πολιτικές. Για να είμαι ειλικρινής το γεγονός αυτό δε με ενοχλεί, δε ζω με τις αυταπάτες της ουδετερότητας της επιστήμης ωστόσο πιστεύω η συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση, εάν υφίσταται, δε μπορεί να συγκαλύπτεται αλλά να συνεκτιμάται ως δομικό μέρος της διαδικασίας.

Ολίγη μεθοδολογία

Το policy brief του εν λόγω project αναφέρεται στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Συγκεκριμένα στέκεται στη μέθοδο ανάλυσης γεγονότων (event analysis) ως μια δημοφιλή τεχνική για τις συναφείς σπουδές που αντλεί στοιχεία από διαφορετικές πηγές για να συγκροτήσει το αρχείο μελέτης. Και πράγματι η έρευνα αντλώντας στοιχεία από διάφορες πηγές (έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, συναφείς έρευνες, επίσημες αναφορές, εκθέσεις ΜΚΟ) δημιούργησε μια βάση δεδομένων εντός της οποίας οι ερευνητές/τριες ταξινόμησαν τα δεδομένα τους στις παραμέτρους της έρευνας. Λογικά φαίνονται αυτά στα πλαίσια μιας θετικιστικής, ποσοτικοποιημένης προσέγγισης ωστόσο εγείρονται –κατά τη γνώμη μου- δυο βασικά προβλήματα.

Πρώτον στη λίστα πηγών που παρατίθενται (Georgiadou V, Rori L 2019:4) απουσιάζουν εντελώς δυο μεγάλες δεξαμενές δεδομένων: οι ιστότοποι εναλλακτικής ενημέρωσης ή συλλογικότητων που ασχολούνται ιστορικά με το φαινόμενο που ονομάζεται από την έρευνα «αριστερή βία» και οι δημοσιεύσεις ψηφιακών δεδομένων και οπτικών τεκμηρίων (όπως στη περίπτωση του Ζακ) οι οποίες είναι εύκολα ανιχνεύσιμες στο διαδίκτυο μέσω των hashtag ή των αυτόματων αλγοριθμικών συναφειών και οι οποίες αποτελούν κρίσιμο χώρο για τη κατανόηση φαινομένων βίας και τον κριτικό στοχασμό πάνω στην αλήθεια των γεγονότων που μελετούνται. Αυτές οι κατηγορίες θα προβληματοποιούσαν τη γραμμική ταξινόμηση που επιλέγεται από τις ερευνήτριες καθιστώντας πρόδηλη μια από τις βασικές αδυναμίες της έρευνας: την άκριτη χρήση εννοιών και ταυτίσεων σχετικά με τα περιστατικά που παραθέτουν.

Δεύτερον η έρευνα διακατέχεται από συστημική λογική και φυσικοποιημένες εννοιολογήσεις. Κύρια έννοια που εξετάζεται είναι αυτή της βίας την οποία ορίζουν ως εξής: «παρότι η έννοια συχνά δημιουργεί συγχύσεις, κάθε μορφή βίας με πολιτικό κίνητρο που ο εντολέας δεν είναι το κράτος, με τους δρώντες να ενεργούν παραβιάζοντας τους κανόνες του κράτους δικαίου και θέτοντας σε αμφισβήτηση το κρατικό μονοπώλιο της έννομης βίας, αλλά και τους αξιακούς κώδικες της κοινωνίας εντάσσεται στην κατηγορία της πολιτικής βίας». Πως όμως ορίζεται το πολιτικό κίνητρο; Εφόσον η έρευνα εκκινεί από τη νομιμότητα της κρατικής βίας πως αποκλείει τον έτερο πυλώνα του λεγόμενου κράτους δικαίου που είναι η ατομική ευθύνη έναντι στο νόμο;

Ας πάρουμε ένα πρακτικό παράδειγμα: μια είδηση η οποία αναφέρεται σε φθορές που προκλήθηκαν από μπογιές σε ATM τράπεζας και ο αυτουργός συνελήφθη και «αποτελεί άτομο που σχετίζεται με τον αντιεξουσιαστικό χώρο» στην εν λόγω έρευνα θα ταξινομούνταν ως περιστατικό ήπιας βίας, αριστερής βίας, με υλικό στόχο και έναν αυτουργό; Με βάση τη ταξινόμηση των ίδιων των επιστημόνων η απάντηση είναι θετική. Δεν είναι όμως διακριτά εδώ τα λογικά άλματα και οι ιδεολογικοί/αναλυτικοί τους περιορισμοί; Ποια αναλυτική αξία έχει το ταξινομικό τσουβάλιασμα διαφορετικής υφής, έντασης, σοβαρότητας και τάξης εγκλημάτων στο σχήμα των «δυο άκρων»; Τι δηλαδή μαθαίνουμε από αυτό; Και επιπλέον γιατί δε περιλαμβάνεται μια κατηγορία ήπιας βίας λόγου χάριν από την κεντροδεξιά στην οποία θα καταγράφονταν: συμπλοκές με μπράβους, φθορές περιουσίας, εξυβρίσεις, σωματικές βλάβες μεταξύ οργανωμένων ομάδων; Στα ίδια μέσα επικοινωνίας καταγράφηκαν και αυτά. Ποιος ο λόγος περιορισμού στα άκρακαι μάλιστα αποδίδοντας μάλιστα εξωγενώς πολιτική ταυτότητα;

Στέκομαι σχετικά απλουστευτικά στο σημείο αυτό για να καταδείξω την ιδεολογική προκατάληψη μιας ερευνητικής απόπειρας η οποία επιχειρεί να συγκαλυφθεί πίσω από νούμερα και διαγράμματα και παράλληλα δε λαμβάνει υπόψη της βασική διεθνή βιβλιογραφία από τους χώρους των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών γύρω από την κατανόηση της βίας και των κοινωνικών συγκρούσεων και τα τόσο διαφορετικά πλαίσια και επίπεδα εκδήλωσης αυτών των φαινομένων.  

Violence Statistics την εποχή της Χρυσής Αυγής

Τόσο στο δημοσίευμα των Νέων όσο και στο δημοσιευμένο πόρισμα εμφανίζονται διάφορες στατιστικές και διαγραμματικές απεικονίσεις του εν λόγω φαινομένου. Έχει από δεκαετίες επισημανθεί τόσο η συμβολή των στατιστικών δεδομένων στη γενική εικόνα ενός φαινομένου αλλά και τα όρια που μπορεί να συναντήσει η χρήση τους και φυσικά οι στρεβλώσεις που μπορούν να παράξουν. Στη συγκεκριμένη όμως έρευνα, απόρροια της μεθόδου και της ταξινομικής επιλογής των ερευνητών/ριών χρησιμοποιούνται ως θέαμα για τους αναγνώστες προκειμένου να συνθέσουν την «αντικειμενική» εικόνα.


Ας πάρουμε για παράδειγμα τις χρονικές συσχετίσεις που προβάλλει το ως άνω διάγραμμα (εικόνα 2) που προέρχεται από το δημοσίευμα των Νέων. Αν το θεωρήσουμε ορθό η βία χαμηλής έντασης που γνώρισε η ελληνική κοινωνία την περίοδο άρνησης του δικαστικού συμβουλίου να χορηγήσει άδεια στον Δ. Κουφοντίνα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την περίοδο που ακολούθησε την δολοφονία Γρηγορόπουλου. Δε χρειάζεται κανένα ερευνητικό δεδομένο για να συζητήσουμε αν το επιχείρημα αντέχει στη λογική. Προσθέστε σε αυτό και το γεγονός του υπέρτιτλου «Περιστατικά Βίας» στον οποίο δε διευκρινίζεται ο όρος «χαμηλής έντασης» και το ως άνω συμπέρασμα επιτείνεται. Παράλληλα στο ίδιο ενδιαφέρον διάγραμμα δείτε πως η ψήφιση μνημονίων, η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό Κορκονέα, διάφορες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αστυνομικές επιχειρήσεις, επέτειοι χρησιμοποιούνται άκριτα για τη δημιουργία ενός χρονικού συνεχούς αιτίων που προκαλούν ενέργειες που «παραβιάζουν τους κανόνες του κράτους δικαίου και θέτουν σε αμφισβήτηση το κρατικό μονοπώλιο της έννομης βίας». Άμεση συσχέτιση και στα μάτια μου συγκεκαλυμμένη ποινικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων εν γένει ασχέτως του πλαισίου εκδήλωσης τους και των φορέων που εμπλέκονται σε αυτά (σωματεία, συλλογικότητες κλπ).

Με παρόμοιο τρόπο αναπαρίστανται και στα γραφήματα της μελέτης τα δεδομένα. Υπάρχει η γενικευτική χρήση του όρου βία αντί του βία χαμηλής έντασης που οι ίδιοι/ες οι ερευνητές/τριες εισάγουν. Σημειώνω ωστόσο ένα πιο σημαντικό ζήτημα: ακόμη και στο συγκριτικό πλαίσιο που χρησιμοποιεί η έρευνα οι κατηγορίες δρώντων υποκειμένων και συλλογικοτήτων που προκαλούν κάποιας μορφής βίας δεν τυπολογούνται με όμοιο- περιγραφικό τρόπο προκειμένου να υπάρξει να είναι έγκυρο το στοιχείο της σύγκρισης αλλά οι κατηγορίες έχουν ευδιάκριτες διαφορές (εικόνες 3 και 4). Αξιοπρόσεκτο πως παρά το αρχικό ορισμό της βίας (που αφήνει έξω από τα ερευνητικά ερωτήματα το κρατικό μονοπώλιο της βίας) στους πίνακες αυτούς εμφανίζεται η αστυνομική βία δίχως περαιτέρω σχολιασμό. Επιπλέον χρησιμοποιούνται ομάδες αναφοράς όπως Αναρχικοί, Πολίτες, Εργοδότες, Σπουδαστές, μέλη Σωματείων που είναι συγκεχυμένες και εν πολλοίς απρόσφορες για σύγκριση.


Η χρήση της στατιστικής, στην περίπτωση μας των violence statistics, όπως μας έχει δείξει ο Μισέλ Φουκώ (2014) συνιστά μια κυρίαρχη μέθοδο για την σύγχρονη βιοπολιτική κυριαρχία και εδώ τη βλέπουμε να επενδύεται με τις τεχνολογίες της διακινδύνευσης και του πολιτικού ελέγχου. Σε μια περίοδο κατά την οποία ολοκληρώνεται η τριετής ακροαματική διαδικασία και αναμένεται η απόφαση για την καταδίκη της μεγαλύτερης ακροδεξιάς, παρακρατικής, εγκληματικής οργάνωσης για τη σωρεία ποινικών υποθέσεων τις οποίες διέπραξε και ενώ ήδη έχει γίνει γνωστή η εισαγγελική πρόταση- χάδι προς τους κατηγορούμενους η στατιστική γίνεται πρόσφορο εργαλείο για τον εξισωτισμό της βίας, την σχετικοποίηση των εγκλημάτων, την τροφοδότηση της θεωρίας των δυο άκρων. Γίνεται εν τέλει καύσιμο για τις πολιτικές του ακραίου κέντρου οι οποίες εκφράστηκαν τα τελευταία χρόνια από την ραχοκοκαλιά του ιστορικού δικομματισμού και κύρια μέριμνα τους είναι η συρρίκνωση και η ποινικοποίηση των ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων και των πολιτικών χώρων που συμβάλλουν σε αυτά.

Δε πρόκειται για κάποιου είδους δίκη προθέσεων αλλά για την ουσιαστική αξιοποίηση της έρευνας αυτής σε αυτή τη κατεύθυνση ήδη από τη παρουσίαση της. Αρκεί να παρατηρήσουμε ποιοι άνθρωποι τη προλόγισαν, αρκεί να διαβάσουμε τα δημοσιογραφικά σχόλια των κυρίαρχων μέσων για αυτή και θα γίνει πλήρως αντιληπτή η αξία χρήσης της.

Η ιστορικοποίηση ως επιβολή της ερμηνείας

Πέραν των συμπερασμάτων της ίδιας έρευνας τους έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η απόπειρα ιστορικοποίησης των φαινομένων βίας που κάνουν οι ερευνήτριες. Διαβάζουμε στο overview του project: «Ο πολιτικός εξτρεμισμός είναι συνεχώς παρών στην Ελλάδα από το 1974. Ανεξάρτητα από την υιοθέτηση μιας αντι-τρομοκρατικής κρατικής στρατηγικής στην στροφή της χιλιετίας, η οποία περιόρισε την εγχώρια τρομοκρατία, η βία υψηλής και χαμηλής έντασης παραμένει ένα σοβαρό ζήτημα». Ενώ στην εισαγωγή τους σημειώνουν: «Μετά τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ο οποίος πυροβολήθηκε από αστυνομικό τον Δεκέμβριο του 2008, η Ελλάδα γνώρισε μια νέα φάση ριζοσπαστικοποίησης  (Economides & Monastiriotis 2009), η οποία χαρακτηρίζεται από την εκτενή χρήση βίας (Sotiropoulos 2018: 11).  Με την πρωτοφανή έκταση και τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης (Featherstone & Papadimitriou 2017), και το αντίκτυπό της στο κομματικό σύστημα (Dinas & Rori 2013; Rori 2016), προκάλεσε την εμφάνιση συνθηκών που προωθούν την ανεκτικότητα, την αποδοχή και χρήση της βίας (Georgiadou & Rori 2014; Georgiadou et al. 2019; Capelos & Demertzis 2018)» (σσ. οι παραπομπές κρατούνται όπως παρατίθενται στο Georgiadou V, Rori L 2019:1 και δεν περιλαμβάνονται στην βιβλιογραφία του ανά χείρας κειμένου).

Η χρονική στιγμή της μεταπολίτευσης αποτελεί κλειδί για την περιοδολόγηση που επιλέγουν καθώς η αποκατάσταση της δημοκρατίας έπρεπε να σημάνει και την απονομιμοποίηση του ριζοσπαστισμού που γέννησε και νομιμοποίησε στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας ο αντιδικτατορικός αγώνας. Τι κι αν η αποχουντοποίηση έμεινε μισή, τι κι αν οι δίκες των βασανιστών αποδείχθηκαν φιάσκο, τι κι αν τα συστημικά κόμματα αποδείχθηκαν ανοιχτές αγκαλιές για εκατοντάδες ανθρώπους που υπηρέτησαν τους δικτάτορες, τι κι αν η συμμετοχή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην εθνική αντίσταση δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί, τι κι αν το ΚΚΕ είχε μόλις νομιμοποιηθεί και η αριστερά δεν είχε ακόμη συνέλθει από σχεδόν 40 χρόνια εξοριών, φυλακίσεων και πολιτικών διώξεων; Το ιερό δισκοπότηρο της αποκατάστασης της δημοκρατίας πρέπει να εννοιολογηθεί με αυτό τον τρόπο. Στα χρόνια της ευμάρειας και της κυβερνητικής εναλλαγής ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην εξουσία, τα χρόνια της ανάπτυξης, της λιτότητας, του εκσυγχρονισμού, της εθνικής ενότητας, της δημιουργίας του σημερινού δημόσιου χρέους η βία, κατά τους/τις συντάκτες/τριες, αποτελεί μια διαρκώς παρούσα παραφωνία κυρίως με τη μορφή της τρομοκρατίας η οποία ανακόπτεται με την επικράτηση -εγχώρια και διεθνώς- του δόγματος της αντιτρομοκρατίας. Και επανέρχεται με νέα ριζοσπαστικοποίηση ιδεολογικά νοθευμένη μετά το 2008 ως πρακτική που τη μετέρχονται πολλοί χώροι και η κοινωνία με κάποιο είδος πολιτισμικής αναισθησίας την ανέχεται.

Κάθε ερευνητής που επιχειρεί να αφηγηθεί μια ιστορία έχει το προνόμιο να εκκινεί από όποια χρονική στιγμή θέλει, να δώσει έμφαση, να σταθεί και να υπογραμμίσει όποιο στοιχείο εκείνος θέλει και εν τέλει να παρουσιάσει το παρελθόν κοντινό ή μακρινό με τον τρόπο που εκείνος θέλει. Αυτό το προνόμιο είναι καθόλα νόμιμο και δε θα μπορούσε να συμβαίνει το αντίθετο. Ωστόσο στη παραπάνω απόπειρα ιστορικοποίησης η βία αποτελεί συσκοτιστική έννοια. Η αρχαιολογία της βίας που επιχειρείται σε αυτές τις δυο μικρές αναφορές, από το παρόν και προς παρελθόν, αποτελεί προβολή στο παρελθόν των ιδεολογικών αγκυλώσεων και των προκατασκευασμένων σχημάτων κατανόησης της βίας ως παρεκτροπής χωρίς να μπορεί να κατανοήσει τους ευρύτερους μετασχηματισμούς, τις πολίτικες διεργασίες και εξελίξεις, τις συνέχειες και ασυνέχειες πολιτικών πρακτικών, την ιστορικότητα εν τέλει των φαινομένων. Τούτο αποτελεί το τρίτο δομικό πρόβλημα του εν λόγω ερευνητικού προγράμματος.    

Τρία χρήσιμα συμπεράσματα

Στα συμπεράσματα του ερευνητικού προγράμματος αυτού, εκτός από τις δημοφιλείς στατιστικές στις οποίες ήδη στάθηκα, όπως το συμπέρασμα πως η βία της άκρας αριστεράς είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη αυτή της άκρας δεξιάς στην υπό μελέτη περίοδο, υπάρχουν και άλλα σημεία που αξίζουν προσοχής. Σημειώνουν οι συντάκτες/τριες: «ανεξάρτητα από τα αίτια (σσ. αύξησης της βίας), όλες αυτές οι ανησυχητικές τάσεις συνεπάγονται συγκέντρωση ανθρώπινων και υλικών πόρων, δίκτυα κοινωνικοποίησης και στρατηγικές. Οποιαδήποτε στρατηγική πρόληψης για την αντιμετώπιση του φαινομένου θα πρέπει να λάβει υπόψη τις παραμέτρους αυτές» (Georgiadou V, Rori L 2019:12). Τι σημαίνει να λάβει υπόψη; Ποιες είναι οι διαδικασίες συγκέντρωσης ανθρώπινων πόρων σε σωματεία, συλλόγους ή συλλογικότητες που όπως αναφέρει η ίδια η έρευνα (εικόνα 3) αποτελούν φορείς βίας; Υπονοείται η αμφισβήτηση συνταγματικά κατοχυρωμένων πολιτικών δικαιωμάτων;

Επιπλέον συναντά κανείς σε αυτά όλα τα συνήθη στερεότυπα του δημόσιου λόγου σχετικά με τη βία: ότι η βία εντοπίζεται ανησυχητικά στους φοιτητικούς κύκλους, ότι η βία αποτελεί ανάχωμα των επενδύσεων και έχει υψηλότατο κόστος για το κράτος (με στοιχεία όχι από επίσημο φορέα αλλά από την εφημερίδα Βήμα), ότι από το 2014 παρατηρείται αύξηση της βίας και αναποτελεσματικότητα της αστυνομίας αλλά και ότι τεκμαίρονται σχέσεις της άκρας δεξιάς με την αστυνομία. Ασχέτως της ακρίβειας ή της τεκμηρίωσης των συμπερασμάτων αυτών θα πρέπει να σταθμιστούν δυο παράμετροι: αφενός ότι στοιχεία όπως η αποτελεσματικότητα πολιτικών περιορισμού της βίας, τα κόστη φθορών ή η νόμιμη κρατική βία δεν αποτέλεσαν πλευρές ερευνητικού προβληματισμού και επεξεργασίας αλλά αναφέρονται μεμονωμένα στο τέλος της και αφετέρου ότι πέραν της ειδησιογραφίας που έχει μια τροπικότατα παράθεσης δεδομένων υπάρχουν διαδικασίες που εξετάζονται είτε από δικαστικές είτε από διοικητικές διαδικασίες και οι κρίσεις των οποίων -είτε είναι ορθές είτε εσφαλμένες- θα επηρέαζαν τα «αποτελέσματα» της έρευνας ως προς την ταξινόμηση τους ή την ίδια την ύπαρξη τους.

Τέλος με βάση το συμβολικό φορτίο αλλά και τα στοιχεία που προσφέρει η εν λόγω έρευνα στις σημερινές ασκούμενες πολιτικές, ειδικά όταν αναφέρεται σε μια περίοδο στο μισό της οποίας την ευθύνη της διακυβέρνησης είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, καθίσταται σαφές πως το επίπεδο της αντιπαράθεσης δε μπορεί να αναλώνεται στην αποτελεσματικότητα ή το ποιος εκκένωσε περισσότερες καταλήψεις (όπως έκανε πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός σε συνέντευξη του στο Open) ούτε μπορεί να περιορίζεται στο πεδίο της έγκλησης πάνω στη νομιμότητα ορισμένων διαδικασιών. Μια τέτοια προσέγγιση μετατοπίζει ολοένα και δεξιότερα τη συζήτηση, συμβάλλει με τον ενδοτισμό της στην περαιτέρω αυταρχικοποίηση των κρατικών μηχανισμών και υπεκφεύγει από την αναγκαία συζήτηση για την κατανόηση των κοινωνικών αιτίων της προέλευσης της βίας (αντί για τη καταδίκη «από όπου κι αν προέρχεται»). Εν τέλει δε μπορεί να έρθει σε επαφή με το βασικό αίτημα του ευρύτερου προοδευτικού κόσμου για διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών σήμερα ως αναγκαίο αντιστάθμισμα στη κοινωνία της τρομοφοβίας, της ιδιώτευσης και του χαφιεδισμού που οικοδομείται μεθοδικά τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό κόσμο και φυσικά στη χώρα μας.

Ο Παντελής Προμπονάς είναι υποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Βιβλιογραφία

Foucault, Μ (2014). Security, territory, population lectures at the College de France, 1977-78. Basingstoke, Palgrave Macmillan.

Georgiadou V, Rori L (2019). Low-intensity violence in crisis-ridden Greece: evidence from the far right and the far left, Hellenic Observatory, LSE.

Georgiadou V, Rori L, Roumanias C (2018). Mapping the European far right in the 21st century: a meso-level analysis. Electoral Studies, 54, 103-115.

Dinas E, Georgiadou V, Konstantinidis I, Rori L (2016). From dusk to dawn: Local party organization and party success of right-wing extremism. Party Politics, 22(1), 80-92.

Georgiadou V, Rori L (2013). Economic crisis, social and political impact. The new right-wing extremism in Greece. Anuari del Conflicte Social, 3, 322-339.

Georgiadou V, Rori L (2012). Stable party strength in an unstable political landscape? the case of the Golden Dawn. In Gerodimos R (Ed) First thoughts on the 17 June 2012 election in Greece, GPSG.

tags: άρθρα

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)