to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Ένα κείμενο για τον Αύγουστο: Ωδή στον χαμένο (μας) ελεύθερο χρόνο

Η πρώτη μεγάλη και συγκλονιστική ανατροπή που βίωσα στη ζωή μου ήρθε όταν ήμουν έξι χρονών. Η πρώτη ημέρα στην πρώτη δημοτικού ήταν για χρόνια η ημέρα κατά την οποία καταστράφηκε η ζωή μου.


Χωρίς προηγουμένως να ζητηθεί η γνώμη μου αναγκάστηκα να συμμορφωθώ με έναν πολύ αδιάφορο τρόπο ζωής. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο η αναμονή του καλοκαιριού αποτελούσε την μοναδική πραγματική διέξοδο τις ώρες που αφαιρούμουν στο μάθημα, ενώ επέστρεφα με το σχολικό λεωφορείο στο σπίτι μου ή μέσα στο αυτοκίνητο καθ οδόν για το μπαλέτο ή το κολυμβητήριο. Τα ρούχα μου δήλωναν πάντα την πρόωρη -συχνά μη ρεαλιστική- έλευση του καλοκαιριού και συνάμα την ασυγκράτητη προσδοκία μου γι αυτήν.

Όταν έφτανε η σχολική χρονιά στο τέλος της πλέοντας σε πελάγη ασύλληπτης ευτυχίας μεταφερόμουν σε εξοχικό σπίτι σε οικισμό-προάστιο εντός της εμβέλειας της Αττικής -για εμένα αυτό ήταν κάπου μεταξύ Βραυρώνας και Μαρκόπουλου, γι΄ αλλους/ες μπορεί να ήταν το Ζούμπερι, η Νέα Μάκρη, η Ραφήνα κ.α.-, όπου και παρέμενα μέχρι οι γονείς μου να μπορούσαν να πάρουν άδεια από τις δουλειές τους για να πάμε τις «κανονικές» μας διακοπές. Εκεί η ποιότητα της καθημερινής μου ζωής αναβαθμιζόταν εντυπωσιακά. Οι μνήμες από εκείνη την περίοδο αν και συγκεχυμένες παραμένουν άρρηκτα δεμένες με μυρωδιές και γεύσεις: η μυρωδιά της φρεσκοπλυμένης και σκληρής από το στέγνωμα στον ήλιο πετσέτας που έπαιρνα μαζί μου στη θάλασσα, η μυρωδιά του πλαστικού στρώματος, το ξυλάκι πατούσα, τα γεμιστά που έφτιαχνε ο παππούς μου, το γιασεμί στο θερινό κινηματογράφο Άρτεμις που πήγαινα κάθε βράδυ και η τυρόπιτα που έψηνε ο ιδιοκτήτης στο διάλειμμα της ταινίας. Εκεί κάπου διάβασα για πρώτη φορά τοΚαπλάνι της Βιτρίνας της Άλκης Ζέη. Το καθιερωμένο ταξίδι στα νησιά που γινόταν κατά τις αρχές του Αυγούστου ήταν το επιστέγασμα της θερινής μου ευτυχίας.

Οι ιστορίες αυτές μου μοιάζουν πια πολύ μακρινές. Οι καλοκαιρινές διακοπές της ενήλικης ζωής μου έχουν φωτεινές στιγμές αλλά σε τίποτα δε θυμίζουν εκείνη την πηγή της ανεξάντλητης χαράς. Με τα χρόνια το σπίτι του παιχνιδιού έγινε αφιλόξενο, οι κακοτεχνίες του έγιναν ορατές, ο συνωστισμός των καλοκαιρινών του ενοίκων με ενοχλούσε, οι κυρίες με τα λουλουδάτα φορέματα που έκαναν περαντζάδα μπροστά απ αυτό φαίνονταν όλο και πιο αραιά. Η απόφαση μου να πάψω να το επισκέπτομαι συνέπεσε με την περίοδο κλιμάκωσης μιας κατ άλλα μακρόχρονης και προερχόμενης από βαθύτερα αίτια διένεξης στο οικείο μου περιβάλλον. Το ψυχολογικό βάρος της απόφασης αυτής μπόρεσα να το αποτιμήσω πολύ αργότερα, όπως αντίστοιχα το αίσθημα της αποξένωσης από έναν χαρούμενο αλλά κι ευτυχισμένο μέσα στην ολιγάρκεια του τρόπου ζωής.

Χρόνια τώρα υποδέχομαι το καλοκαίρι με αγωνία αλλά και με μια επίγνωση του ανικανοποίητου που θ αφήσει στο πέρασμα του. Δύσκολα πλέον βρίσκω κοντινούς ανθρώπους να μοιράζομαι τον ενθουσιασμό μου: η ανεργία, οι δύσκολες συνθήκες εργασίας στενεύουν τα περιθώρια. Ο ελεύθερος χρόνος, η ευτυχία που έρχεται μέσα από την απλότητα ιεραρχούνται ως ήσσονος αξίας.

Στην Ουτοπία του Τόμας Μορ οι άνθρωποι εργάζονταν 6 ώρες και τις υπόλοιπες τις αφιέρωναν στην ξεκούραση, στο διάβασμα και στις δημιουργικές δραστηριότητες. Ο Πολ Λαφάργκ εισηγούνταν ελάχιστες ώρες δουλειάς απαντώντας στην επίμονη εργασιομανία που διαπερνούσε κάποιες από τις ριζοσπαστικές κοινωνικές θεωρίες της εποχής του. Όμως, ούτε η ψηφιοποίηση κατόρθωσε να απαλλάξει τους ανθρώπους από τις διάφορες μορφές κωπιώδους σωματικής εργασίας ενώ οι ρυθμοί εργασίας εντατικοποιήθηκαν και η δημοσιονομική κρίση χρησιμοποιήθηκε για να υποτιμηθούν περαιτέρω οι συνθήκες της εργασίας.

Ενενήντα περίπου χρόνια μετά από την έκδοση του Μανιφέστου του Σουρρεαλισμού και σαρανταπέντε από το «τέλος» του ως συστηματικής πολιτικής και πολιτιστικής δραστηριότητας το αίτημα για τον ελεύθερο χρόνο –που δεν θα ετεροκαθορίζεται από τα ωράρια της εργασίας αλλά που θα αποτελεί προαπαιτούμενο για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός και της καθεμίας και ειδικότερα των νέων και των παιδιών- δεν έχει ξαναβρεί την οργανωμένη του έκφραση και οι σημερινοί εργαζόμενοι διατηρούν ακόμη πολλά κοινά με τον παγιδευμένο στα γρανάζια του εργοστασίου Σαρλό στους Μοντέρνους Καιρούς του Τσάρλι Τσάπλιν.

Οι μνήμες από τα παιδικά μας καλοκαίρια ωστόσο καταφέρνουν να διατηρούν ανέπαφη την προσδοκία της «ευτοπίας». Το 1936 ο έρωτας του Σαρλό με την ορφανή εργάτρια αποτελούσε την μοναδική του διέξοδο από την απανθρωποποίηση που του επεφύλασσε η κυρίαρχη μορφή εργασίας στην περίοδο της εντατικοποιημένης εκβιομηχάνισης και του φορντισμού. Σήμερα η συλλογική ζωή σε αρμονία με τη φύση και το περιβάλλον και η αλληλεγγύη μοιάζουν ικανές να δείξουν τον δρόμο προς αυτόν τον «άλλο» τρόπο. Η πορεία αυτής της αναζήτησης δε μπορεί ποτέ να είναι μάταιη.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)