to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

8:37 | 21.11.2017

Διεθνή

Γερμανία: Σε αναζήτηση διεξόδου από μια πολιτική κρίση χωρίς προηγούμενο

Η αναζήτηση εξόδου από το πολιτικό τέλμα μετά τον βαρύτατο κόλαφο που υπέστη η Άγγελα Μέρκελ στην προσπάθειά της να σχηματίσει κυβέρνηση ξεκινά σήμερα, σε μια χώρα που πάνω από κάθετί άλλο φοβάται την πολιτική αστάθεια.


Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, στον οποίο πλέον επαφίεται η πρωτοβουλία βάσει του Συντάγματος, θα κάνει επαφές με τα κόμματα που δυνητικά θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κυβέρνηση υπό την καγκελάριο, πλην της άκρας δεξιάς και της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Έπειτα από μια μακρά συνάντηση με την ίδια την Άγγελα Μέρκελ τη Δευτέρα, υποδέχεται σήμερα τους ηγέτες των Πράσινων, πριν από την συνάντηση που περιμένουν οι περισσότεροι, την Τετάρτη, ανάμεσα στον Σταϊνμάιερ και τον πρόεδρο του δικού του κόμματος, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), τον Μάρτιν Σουλτς. Το SPD αρνείται κατηγορηματικά μέχρι τώρα να ενταχθεί ξανά σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» υπό τη συντηρητική καγκελάριο.

Κατόπιν, θα δει τον ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP).

Στόχος: να βρεθεί μια λύση προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι Γερμανοί να κληθούν και πάλι στις κάλπες, λίγο καιρό αφού εξέλεξαν τους αντιπροσώπους τους στην Μπούντεσταγκ, την ομοσπονδιακή Βουλή. Αυτή η προοπτική θα βύθιζε την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήδη εξασθενημένη από το Brexit, σε ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα.

* ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:  Υπέρ νέων εκλογών τάσσεται η πλειοψηφία των Γερμανών

Εκκλήσεις για λύση χωρίς κάλπη

Ο προσωπάρχης της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ, ο Πέτερ Άλτμαϊερ, κάλεσε σήμερα τα πολιτικά κόμματα της χώρας να αποφασίσουν μέσα στις επόμενες τρεις εβδομάδες αν μπορούν να σχηματίσουν σταθερή κυβέρνηση ώστε να βγει η χώρα από το πολιτικό αδιέξοδο.

«Τις επόμενες τρεις εβδομάδες θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο αν θα μπορέσει να υπάρξει μια σταθερή κυβέρνηση βάσει αυτού του εκλογικού αποτελέσματος», δήλωσε ο Άλτμαϊερ στο τηλεοπτικό δίκτυο ZDF.

Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ξεκάθαρο ότι το CDU έχει λάβει εντολή να κυβερνήσει, ενώ πρόσθεσε ότι τα κόμματα πρέπει να απαντήσουν στην έκκληση του ομοσπονδιακού προέδρου Φραν-Βάλτερ Στάινμαϊερ, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να συμμαχήσουν για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.

Τα γερμανικά κόμματα οφείλουν να επιδείξουν μεγαλύτερη βούληση για συμβιβασμό και να αναλάβουν την ευθύνη για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού διότι η Ευρώπη και ο κόσμος έχουν ανάγκη το Βερολίνο να είναι ένας ισχυρός και αξιόπιστος σύμμαχος, δήλωσε σήμερα ο πρόεδρος του γερμανικού κοινοβουλίου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Απευθυνόμενος στους βουλευτές μετά την κατάρρευση των τριμερών διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είπε: «Η Ευρώπη έχει ανάγκη μία Γερμανία που να είναι ικανή να δράσει. Οι αντιδράσεις από το εξωτερικό δείχνουν ότι η Ευρώπη και πολλές άλλες χώρες στον κόσμο περιμένουν εμάς».

Εκλογές θέλουν οι Γερμανοί

Η ανησυχία είναι απτή στη Γερμανία, όπου ήδη σημειώθηκε πολιτικός σεισμός στις βουλευτικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου με την είσοδο στη Μπούντεσταγκ μελών της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).

Η άνοδος της AfD, που απειλεί ότι θα «πάρει στο κυνήγι» την Μέρκελ, θα μπορούσε να συνεχιστεί σε περίπτωση νέων, πρόωρων εκλογών.

Μολαταύτα οι περισσότεροι Γερμανοί τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής νέων εκλογών (45%), σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του ινστιτούτου Forsa, αλλά και των ων ιδιωτικών τηλεοπτικών δικτύων RTL και n-tv.

Πιο συγκεκριμένα το 45% τάσσεται υπέρ των νέων εκλογών, το 27% υπέρ ενός νέου μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών -Σοσιαλδημοκρατών και το 24% υπέρ κυβέρνησης μειοψηφίας των Χριστιανοδημοκρατών. 

Εάν γίνονταν νέες εκλογές τα αποτελέσματα δεν θα διέφεραν όμως από εκείνα των εκλογών του Σεπτεμβρίου: Οι μεγάλοι κερδισμένοι θα ήταν οι Πράσινοι (Die Gruenen), οι οποίοι θα ελαμβαναν 12% (στις τελευταίες εκλογές έλαβαν 8,9%), η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU) θα υφίστατο μείωση και θα ελάμβανε 31% (32,9%), οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) θα σημείωναν μικρή αύξηση και θα λάμβαναν 21% (20,5%), οι Φιλελεύθεροι (FDP) επίσης μικρή μείωση 10% (10,7%), η Αριστερά (Die Linke) θα ελάμβανε περίπου το ίδιο ποσοστό 9% (9,2%), το δε ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) 12% (12,6% στις περασμένες εκλογές). 

Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς, το 53%, δεν έχουν κατανόηση για την απόφαση των Φιλελευθέρων να διακόψουν τις διερευνητικές συζητήσεις για την συγκρότηση συνασπισμού τύπου «Τζαμάικα». 

Τέλος, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες τάσσονται υπέρ της κ. Μέρκελ ως υποψήφιας καγκελαρίου των Χριστιανοδημοκρατών. Mεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματός της (CDU) το ποσοστό είναι 85%, ενώ μεταξύ των ψηφοφόρων του βαυαρικού βραχίονά του, του Χριστιανοκοινωνικού κόμματος (CSU), 69%.

Η Μέρκελ δεν θέλει εκλογές

Ο αρχηγός του Κράτους, επί χρόνια υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ (την περίοδο 2005-2009 και κατόπιν την περίοδο 2013-2017), είναι ξεκάθαρο ότι θα προτιμούσε να αποφευχθεί η διεξαγωγή νέων εκλογών. Ο Σταϊνμάιερ είναι αυτός που θα πρέπει να τις προκηρύξει, με τη διάλυση της Μπούντεσταγκ.

Τα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν ως «αποστολή» τον σχηματισμό κυβέρνησης και δεν μπορούν απλά να πετάξουν ξανά το μπαλάκι στους πολίτες με την πρώτη δυσκολία που συνάντησαν, επιχειρηματολόγησε ο Σταϊνμάιερ τη Δευτέρα.

Από τα ξημερώματα της Δευτέρας, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία και τα 82 εκατομμύρια πολίτες της βρίσκονται μπροστά σε μια πολιτική κρίση χωρίς προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας.

Οι φιλελεύθεροι του FDP έκλεισαν την πόρτα στις κοπιώδεις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν επί εβδομάδες για να σχηματιστεί μια κυβέρνηση μεταξύ των ιδίων, των δύο κομμάτων της συντηρητικής οικογένειας (CDU/CSU), καθώς και των Πρασίνων. Το μοναδικό άλλο αριθμητικά πιθανό σενάριο θα ήταν ο «μεγάλος συνασπισμός», αλλά το SPD είχε καταστήσει σαφές ήδη από την 24η Σεπτεμβρίου ότι σκοπεύει να παραμείνει στην αντιπολίτευση.

Παρά την αποτυχία αυτή, η Μέρκελ κάθε άλλο παρά έχει σκοπό να εγκαταλείψει την προσπάθειά της να σχηματίσει κυβέρνηση. Εξάλλου, διαβεβαίωσε σε μια συνέντευξή της στη γερμανική τηλεόραση χθες βράδυ, σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, θα είναι και πάλι υποψήφια για την καγκελαρία. Στην ίδια συνέντευξη, η πολιτικός που κυβερνά τη Γερμανία τα τελευταία δώδεκα χρόνια κατέστησε σαφές ότι δεν θέλει να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας: η χώρα «έχει ανάγκη μια σταθερή κυβέρνηση, που δεν θα ψάχνει πλειοψηφία για κάθε απόφασή της», έκρινε η συντηρητική καγκελάριος.

* ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Δεν ανησυχεί την Κομισιόν η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία

Όχι σε κυβέρνηση μειοψηφίας

«Πολύ επιφυλακτική» για το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας δήλωσε η Καγκελάριος 'Αγγελα Μέρκελ, τονίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση οι νέες εκλογές θα ήταν προτιμότερες.

Ο δρόμος της κυβέρνησης μειοψηφίας πρέπει να γίνει αντικείμενο πολύ εντατικής σκέψης. Είμαι πολύ επιφυλακτική. Δεν είχα σχεδιάσει κάτι τέτοιο, δήλωσε η κυρία Μέρκελ σε συνέντευξή της στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD και πρόσθεσε: «Έτσι ο δρόμος για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι πιο δύσκολος από ό,τι θα θέλαμε, αλλά καθιστά εφικτή μια σταθερή φάση κατά την οποία θα μπορούσαμε να θέσουμε νέες κατευθυνσεις—το πώς, θα το αποφασίσει ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος».

Τα πιθανά σενάρια μετά το ναυάγιο της «Τζαμάικα»

Πάντα στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης σε ομοσπονδιακό επίπεδο ολοκληρώνονταν με επιτυχία. Με την αποτυχία των διαβουλεύσεων των Χριστιανοδημοκρατών, βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση. Τα πιθανά σενάρια για να ξεπεραστεί το πολιτικό αδιέξοδο είναι τρία: Κυβέρνηση μειοψηφίας με τα δύο χριστιανικά κόμματα και ίσως τους Πρασίνους, επανάληψη των εκλογών την ερχόμενη άνοιξη ή συνέχιση του συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες.

Κυβέρνηση μειοψηφίας, επαναληπτικές εκλογές;

Αν και συμβατή με το Σύνταγμα, το σενάριο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας είναι η λιγότερο πιθανή εκδοχή. Όχι μόνο επειδή δεν υπήρξε ανάλογο προηγούμενο στη μεταπολεμική Γερμανία. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, οι συνθήκες τόσο στην ΕΕ όσο και στον παγκόσμιο πολιτικό στίβο, ιδίως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ απαιτούν μια ισχυρή κυβέρνηση στο Βερολίνο.

Επίσης ελάχιστες πιθανότητες υλοποίησης έχει η εκδοχή της επανάληψης των εκλογών –τουλάχιστον προς το παρόν. Για να προκηρυχθούν εκλογές θα πρέπει πρώτα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να δώσει σε κάποιον υποψήφιο την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης και αυτός να μη καταφέρει να συγκεντρώσει ακόμη και την απλή πλειοψηφία στη βουλή.

Το Σύνταγμα όμως δεν θέτει χρονικά όρια ως προς το μέχρι πότε ο γερμανός Πρόεδρος θα πρέπει να δώσει σε κάποιο άτομο την εντολή. Άλλωστε, η νυν υπηρεσιακή κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών έχει όλες τις αρμοδιότητες και όλα τα δικαιώματα όπως και μια «κανονική» κυβέρνηση και θεωρητικά θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δηλαδή ως το τέλος της θητείας της σημερινής βουλής. 

Μεγάλος συνασπισμός;

Πάντως ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ θα καταβάλει κάθε προσπάθεια στο πλαίσιο των συνταγματικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων του προκειμένου να αποτρέψει νέες εκλογές. Αυτό προκύπτει και από τις σημερινές του δηλώσεις μετά τη συνάντηση του με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ. Ενώ υπενθύμισε στα κόμματα την ευθύνη με την οποία τους έχουν επιφορτίσει οι ψηφοφόροι για το σχηματισμό κυβέρνησης τόνισε πως δεν μπορούν «έτσι απλά» να επιστρέψουν αυτή την ευθύνη στου ψηφοφόρους. Ενώ ζήτησε απ’ όλες τις πλευρές να επιδείξουν προθυμία για διάλογο, κάλεσε όλα τα κόμματα να επανεξετάσουν τη θέση τους σε ό,τι αφορά τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Η υπόδειξη εκτιμήθηκε στο Βερολίνο σαφώς ως μια παρότρυνση που απευθύνεται στο κόμμα από το οποίο προέρχεται, το SPD. Η μέχρι στιγμής άρνηση του προέδρου του κόμματος Μάρτιν Σουλτς για αυτή τη λύση δεν θα πρέπει να θεωρείται τελεσίδικη. Αρκετά στελέχη στην ηγεσία όπως ο υπ. Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ υποστηρίζουν μια άλλη άποψη.

Πάντως, μετά τη συνεδρίαση του προεδρείου του κόμματος το πρωί της Δευτέρας ο Μάρτιν Σουλτς δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι εξακολουθεί να ισχύει η θέση του SPD, ότι δεν πρόκειται να συνεχίσει το μεγάλο συνασπισμό και ότι θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές. Παράλληλα όμως παρέπεμψε στις πρωτοβουλίες που θα αναλάβει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τον οποίο θα συναντηθεί την Τετάρτη.

Πώς έπεσαν στα βράχια οι διαπραγματεύσεις

Την αρχή έκανε το κόμμα των Φιλελευθέρων του Κρίστιαν Λίντντερ, ο οποίος λίγο πριν τα μεσάνυχτα εξήγγειλε ότι διακόπτει τις διαπραγματεύσεις και εγκαταλείπει τις διαβουλεύσεις. Ο Λίντνερ επικαλέστηκε έλλειψη κοινής βάσης εμπιστοσύνης προσθέτοντας ότι είναι καλύτερο για το κόμμα του να μην κυβερνήσει από το να κυβερνήσει με λανθασμένο τρόπο. «Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να αναλάβουμε μέρος της ευθύνης για το πνεύμα του κειμένου των διερευνητικών» είπε χαρακτηριστικά. 

Μια ώρα αργότερα, δηλώσεις στα μικρόφωνα των τηλεοπτικών σταθμών έκαναν η Άγκελα Μέρκελ και ο εταίρος της από το κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών, Χορστ Ζεεχόφερ. Η υπηρεσιακή καγκελάριος εμφανίστηκε πεπεισμένη ότι στο επίμαχο θέμα του προσφυγικού θα μπορούσε να βρεθεί κοινός παρονομαστής με τους Πρασίνους. Αλλά και ο Ζεεχόφερ επιβεβαίωσε από την δική του οπτική γωνία ότι θα ήταν εφικτή συνεννόηση με τα άλλα κόμματα.

Από την πλευρά της η πρόεδρος της Κ.Ο. των Πρασίνων Κάτριν Γκέρινγκ Έκχαρτ επέρριψε την ευθύνη της αποτυχίας στους Φιλελεύθερους. Ο Τζεμ Έζντεμιρ καταλόγισε μάλιστα στον πρόεδρό τους, Κρίστιαν Λίντνερ, ότι την απόφαση να αποσυρθεί από τις διερευνητικές δεν την έλαβε το βράδυ.

Τι δήλωσαν τα κόμματα μετά το «ναυάγιο»   

«Όχι» σε «μεγάλο» συνασπισμό με την Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) είπε χτες εκ νέου ο αρχηγός των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών(SPD) Μάρτιν Σουλτς, επιμένοντας στην θέση που έλαβε το κόμμα του ήδη από το βράδυ των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου. Ο κ. Σουλτς τάχθηκε υπέρ της διεξαγωγής νέων εκλογών.

«Η Χριστιανική Ένωση, οι Φιλελεύθεροι (FDP) και οι Πράσινοι έφεραν την χώρα σε δύσκολη κατάσταση. Θεωρούμε σημαντικό οι ψηφοφόροι της χώρας μας να αξιολογήσουν την κατάσταση εκ νέου. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να μπούμε σε μεγάλο συνασπισμό. Σε αυτό δεν αλλάζει τίποτα και μία πιθανή αποχώρηση της 'Αγγελα Μέρκελ», δήλωσε ο Μάρτιν Σουλτς.

Μετά την αποτυχία των διερευνητικών συνομιλιών για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού ο Μάρκο Μπούσμαν, γενικός διευθυντής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Φιλελευθέρων, δήλωσε χτες στην Bild ότι το FDP θα ήταν διατεθειμένο να υποστηρίξει μια κυβέρνηση μειοψηφίας υπό την Μέρκελ «εάν υπάρχουν ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες. Δεν θέλουμε να κάνουμε φονταμενταλιστική αντιπολίτευση , αλλά εποικοδομητική», είπε χαρακτηριστικά.

«Εκτιμώ ότι θα γίνουν νέες εκλογές γύρω στο Πάσχα», δήλωσε ο Γιούργκεν Τριτίν, ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων, στο δημόσιο γερμανικό ραδιόφωνο Deutschlandfunk.

«Πολλά θα εξαρτηθούν από την στάση του προέδρου της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμάιερ. Αυτός θα συνεκτιμήσει στις αποφάσεις του το γεγονός, ότι η Γερμανία λόγω της πολιτικής και οικονομικής της ισχύος αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα στην Ευρώπη. Αμφιβάλλω εάν μια κυβέρνηση μειοψηφίας μπορεί να το εγγυηθεί αυτό. Γι αυτό και συνηγορούν πολλοί λόγοι στο να προκρίνει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμάιερ τις νέες εκλογές από την κυβέρνηση μειοψηφίας», πρόσθεσε ο κ. Τριτίν.

* Με πληροφορίες από το ΑΠΕ - ΜΠΕ και την Deutche Welle

 

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)