to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Εκλεκτικές συγγένειες συγγραφέων σε ένα τοπίο όπου κυριαρχεί το Κακό

Ο Γιάννης Παλαβός, βραβευμένος συγγραφέας για τη συλλογή διηγημάτων του «Το αστείο», μεταφράζει το «Ημερολόγιο προσευχής» της Φλάννερυ Ο'Κόννορ μιλά για όσα τον συνδέουν με την Αμερικανίδα συγγραφέα.


Το 2012 ο 32χρονος Γιάννης Παλαβός τάραξε τα λογοτεχνικά νερά με τις σύντομες ιστορίες του, ιστορίες «για τη θολή μεθόριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και ό,τι την αναιρεί», ιστορίες για τους «ανήλικους ενήλικες του άστεως» και για την ημιορεινή μακεδονική μεθόριο. Ήταν η εξαιρετική συλλογή διηγημάτων Το αστείο (εκδ. Νεφέλη), που το 2013 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο διηγήματος του περιοδικού Αναγνώστης. Από τότε, αυτός ο διακριτικός συγγραφέας με την ανήσυχη ματιά και το μαύρο χιούμορ δεν έγραψε καινούργιο βιβλίο, όμως μας σύστησε τις ιστορίες άλλων συγγραφέων, ιδιαίτερα ταλαντούχων και πρόωρα χαμένων, με τους οποίους άνοιξε διάλογο. Μετέφρασε τα διηγήματα Τριλοβίτες του αυτόχειρα D’J Breece Pancake (1952-1979), και τώρα το Ημερολόγιο προσευχής της Flannery O’Connor (1925-1964), που κυκλοφόρησαν αντίστοιχα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και Αντίποδες.

Η καινούργια δουλειά του Παλαβού στο Ημερολόγιο προσευχής (όπου το επίμετρο υπογράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι με τη μετάφρασή του επαναφέρει στο προσκήνιο μια σπουδαία συγγραφέα, ουσιαστικά άγνωστη στην ελληνική βιβλιογραφία της τελευταίας εικοσαετίας αφού έχουν από καιρό εξαντληθεί οι εκδόσεις των δύο έργων της (από τα τέσσερα λογοτεχνικά) που είχαν μεταφραστεί στα ελληνικά: Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν (μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδ. Φέξη, 1965, Κέδρος 1995) και Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Γράμματα, 1986).

Το Ημερολόγιο προσευχής ανακαλύφθηκε πρόσφατα, και ξεχωρίζει επειδή πρόκειται για το νεανικό τετράδιο που έγραψε η Ο’ Κόννορ στα 21 της, μεταξύ Ιανουαρίου 1946 και Σεπτεμβρίου 1947, αποτυπώνοντας εκεί την πορεία μέσα από την οποία συγκροτήθηκε η συγγραφική συνείδησή της. Βρισκόταν στην Άιοβα για να σπουδάσει δημοσιογραφία και τελικά την κέρδισαν οι σπουδές δημιουργικής γραφής. Όπως λοιπόν εξήγησε ο Γιάννης Παλαβός στο Left.gr : «Αυτό που με έλκει στη Φλάννερυ Ο’ Κόννορ είναι η βαθύτατη μεταφυσική αγωνία της. Αυτή είναι που διαποτίζει το έργο της, και το κάνει μεγάλο. Τα άλλα, π.χ. την εναντίωσή της στον ρατσισμό, τα βρίσκεις και σε ελάσσονες συγγραφείς».

Πρωτοδιάβασες τις ιστορίες της Ο’ Κόννορ το 2014. Τι είναι εκείνο που σε κέντρισε περισσότερο;

Είναι η αποτύπωση της έννοιας του Κακού που διατρέχει τις ιστορίες της με υπαινικτικό και σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, έναν τρόπο που συνδέεται με την ανάγκη για λύτρωση, με τα επιφάνια, που συνήθως δεν έρχονται ποτέ. Μην ξεχνάμε ότι ήταν πιστή καθολική και ότι εδώ ζητά από τον Θεό τη Χάρη που θα τη βοηθήσει να της δοθεί η τέχνη του γραψίματος. Εγώ μεγάλωσα σε τέτοιο περιβάλλον ‒στο Βελβεντό μικρός ντυνόμουν παπαδάκι‒ και κατανοώ αυτήν τη στάση. Η θρησκεία σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί ως μέσο εξαγνισμού από το κακό που φέρει ο άνθρωπος μέσα του.

Πώς όμως ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να συνομιλήσει με τη σημερινή εποχή, που ταλανίζεται από προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την ίδια την επιβίωση, και από αγωνίες για την καθημερινή ζωή που δεν είναι καθόλου μεταφυσικές;

 Οι πρακτικές αγωνίες μάς έχουν στριμώξει όλους, αλλά δεν γίνεται να απαλλαγούμε από τις μεταφυσικές αγωνίες που είναι εξίσου κρίσιμες. Και εννοώ την αγωνία για τη φύση του κακού, την αγωνία για τη διαρκή ανεπάρκειά μας να ζήσουμε στοιχειωδώς ηθικά, επίσης σκέφτομαι το στοιχείο της ενοχής μέσα στο οποίο έχουμε ανατραφεί και το οποίο διαποτίζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και που ζούμε, ειδικά στην Ελλάδα. Αν δεν ψηλαφίσουμε το πρόσωπό μας, αν δεν ψηλαφίσουμε αυτό το κομμάτι της ταυτότητάς μας, και ατομικά και συλλογικά, δεν θα μπορέσουμε να το κατανοήσουμε και να το ξεπεράσουμε για να γίνουμε ελεύθεροι άνθρωποι. Καθένας μας έχει κάποια όρια στο πόσο ηθικά μπορεί να ζήσει. Αξίζει να τα διερευνήσει κανείς και να τα επεκτείνει. Γι’ αυτό και νομίζω ότι έργα σαν της Ο’Κόννορ, που αντανακλούν αυτήν ακριβώς την αγωνία, μάς είναι χρήσιμα. Με άλλα λόγια, για μένα το ερώτημα δεν έχει να κάνει με την εποχή αλλά με το αν μέσα από ένα έργο μπορώ να επεκτείνω ένα διάλογο πάνω σ’ αυτά τα θεμελιώδη ανθρώπινα ερωτήματα.

Εσύ πώς έπεσες πάνω στην Φλάννερυ Ο’Κόννορ;

Μια φίλη μού δάνεισε τη συλλογή διηγημάτων της Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, και ενθουσιάστηκα. Καθόμουν στα Εξάρχεια και το διάβαζα, όταν τυχαία πέρασε ο Σπαθαράκης, ο οποίος ίδρυσε με τον Θοδωρή Δρίτσα τις εκδόσεις Αντίποδες. Τον γνώριζα από τα σεμινάρια μετάφρασης του συλλόγου μεταφραστών ΣΜΕΔ, τα οποία παρακολουθούσα. Αρχίσαμε να μιλάμε για την Ο’Κόννορ, που και οι δύο εκτιμούσαμε πολύ, κι έτσι συνδεθήκαμε. Οι Αντίποδες σχεδιάζουν να κυκλοφορήσουν κι άλλα έργα της…

Η Ο’Κόννορ έχει πάρει μετά θάνατον το Εθνικό Βραβείο των ΗΠΑ για τα διηγήματά της, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τη ζωή στον αμερικανικό Νότο. Τα δικά σου διηγήματα εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από τον ελληνικό Βορρά, απ’ όπου και κατάγεσαι. Υπάρχει κατά τη γνώμη σου κάποια συγγένεια ανάμεσα στις δύο αυτές κοινωνίες;

Νομίζω ότι, πράγματι, αρκετά στοιχεία από αυτά που συγκροτούν την ταυτότητα του αμερικανικού Νότου τα βρίσκει κανείς και στον δικό μας Βορρά. Για παράδειγμα: την επιρροή της θρησκείας, την αγροτική οικονομία που παρακμάζει, το αίσθημα ότι αυτή η κοινωνία βρίσκεται σε προϊούσα αποσύνθεση, την υποκρισία της, το στοιχείο του κακού… Κατά την Ο’Κόννορ ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός και το ζητούμενο είναι πώς θα απαλλαγεί από τις κακές πτυχές του.

Τι άλλο ετοιμάζεις αυτόν τον καιρό;

Ένα μεγάλο κόμικ! Γράψαμε με τον Τάσο Ζαφειριάδη το σενάριο, και είμαστε τυχεροί που το εικονογραφεί ο Θανάσης Πέτρου, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί και στο κόμικ Το πτώμα (Jemma press, 2011). Η καινούργια δουλειά μας έχει πίσω της πολλή έρευνα και αφορά το «Γρα-Γρου», ένα εμβληματικό εστιατόριο στην κεντρική και δυτική Μακεδονία που ήταν κτισμένο στην παλιά Εθνική Βέρροιας-Κοζάνης, στο ύψος του χωριού Καστανιά, στο Βέρμιο, πριν ανοίξει η Εγνατία. Ο πατέρας μου υπήρξε νταλικέρης και σταματούσαμε πάντα εκεί. Τώρα έχει γκρεμιστεί  αλλά το διαλέξαμε με τον Ζαφειριάδη, που κατάγεται από το Αμύνταιο, επειδή θέλαμε να μιλήσουμε για ορισμένα ζητήματα που μας απασχολούν, αλλά και για να διασώσουμε ένα κομμάτι από την τοπική μνήμη, οπότε κάναμε και πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους της περιοχής. Η ιστορία που γράψαμε μπλέκει λοιπόν την τοπική ιστορία με το μεταφυσικό στοιχείο. Να το ξανά το μεταφυσικό στοιχείο!

*Η φωτογραφία του Γιάννη Παλαβού είναι από το photo-blog Street Photo Stories.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)