to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Δικαστές και πολιτική

Ο τρόπος διορισμού ενός μέρους ή του συνόλου των δικαστών προσδιορίζει σε πρώτη φάση τη σχέση δικαιοσύνης και πολιτικής.


Ο ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ. Ο τρόπος διορισμού ενός μέρους ή του συνόλου των δικαστών προσδιορίζει σε πρώτη φάση τη σχέση δικαιοσύνης και πολιτικής.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου διορίζονται από τον Αμερικανό πρόεδρο και οι διορισμοί αυτοί υπόκεινται στην έγκριση της Γερουσίας. Συνήθως, ακόμα και μια Γερουσία κατά κομματική πλειοψηφία αντίθετη προς τον πρόεδρο αποδέχεται και εγκρίνει τις προτάσεις του.

Σε πολιτειακό επίπεδο το σύνολο των δικαστών επιλέγεται διά των εκλογών με κυρίαρχο οπωσδήποτε το κομματικό κριτήριο. Για τους υποστηρικτές αυτής της πρακτικής η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να ισχύει τόσο για εκείνους που θεσμοθετούν όσο και για εκείνους που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τους κανόνες δικαίου.

Στη Μεγάλη Βρετανία οι δικαστές παραδοσιακά διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση, με τους ανώτερους δικαστές να διορίζονται από τον πρωθυπουργό μετά από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης. Ακόμα και η Επιτροπή Διορισμού Δικαστών, όπως καθιερώθηκε με την Πράξη Συνταγματικής Μεταρρύθμισης 2005, προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τους κομματικούς συσχετισμούς στη Βουλή των Κοινοτήτων.

Στη Βρετανία, χαρακτηριστική υπήρξε πάντοτε η φυλετική και ταξική προέλευση των δικαστών. Στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι άνδρες, λευκοί, ανήκουν στη μεγαλοαστική τάξη, έχουν φοιτήσει σε ιδιωτικά σχολεία και είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων, τη λειτουργία των οποίων, εκπαιδευτική και διοικητική, προσδιορίζουν, έστω εν μέρει, οι κυρίαρχες κοινωνικά ελίτ.

Στη Γαλλία ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι πρόεδροι της Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας επιλέγουν ο καθένας το ένα τρίτο των μελών του Συνταγματικού Συμβουλίου. Πρόκειται κατ’ ουσία για δικαστήριο το οποίο είναι επιφορτισμένο και με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

Στην Ελλάδα οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και των αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων (Συμβούλιο της Επικρατείας, Αρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) καθώς και στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η παρέμβαση της Βουλής είναι «τυπική» και ανταποκρίνεται σχεδόν πάντοτε στους κομματικούς συσχετισμούς του Υπουργικού Συμβουλίου.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και πρακτικές διορισμού ή εξέλιξης δικαστών, είναι άμεση η σύνδεσή τους και η εξάρτηση της υπηρεσιακής τους κατάστασης από πολιτικά όργανα, δηλαδή από όργανα κομματικού προσδιορισμού.

Κριτήριο επιλογής δεν είναι μόνο η δικαστική ικανότητα και η νομική παιδεία του επιλεγόμενου, αλλά και (κυρίως;) η ευρύτερη ιδεολογική και πολιτική του ταύτιση με εκείνους που τον προκρίνουν. Αυτό και συμπροσδιορίζει τελικά τη δικανική του κρίση επί θεμάτων πολιτειακού, θεσμικού και ευρύτερα πολιτικού ενδιαφέροντος.

Στις ΗΠΑ ιστορικές υπήρξαν οι μάχες του Φραγκλίνου Ρούζβελτ με το δικαστικό σώμα τη δεκαετία του 1930, για την κατίσχυση των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων. Σήμερα και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνονται τα δικαιώματα του εκλέγειν και της άμβλωσης.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Οι σχέσεις όμως δικαστών και πολιτικής προσδιορίζονται επίσης από το επικρατούν πολιτειακό και συνταγματικό σύστημα.

Τα γερμανικά δικαστήρια κατά τον εθνικοσοσιαλισμό (1933-1945) χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα ιδεολογικής επιβολής και πολιτικής δίωξης. Αφού με ιδιαίτερο ζήλο εφάρμοσαν τους αντιδημοκρατικούς και φυλετικούς νόμους. Στην Ελλάδα, επίσης, καθοριστική υπήρξε η υποστηρικτική στάση δικαστών σε περιόδους ολοκληρωτισμού (1936-1941, 1967-1974).

Σε πολιτειακά καθεστώτα κομμουνιστικής ορθοδοξίας οι δικαστές έπρεπε ή πρέπει να ερμηνεύουν τον νόμο σύμφωνα με τις αρχές της «σοσιαλιστικής νομιμότητας».

Στα συστήματα του δημοκρατικού ευρωπαϊκού (δυτικού) συνταγματισμού κατισχύει η αρχή του μη «πολιτικού χαρακτήρα» του δικαίου ερμηνευόμενου και εφαρμοζόμενου από «ανεξάρτητους και αμερόληπτους» δικαστές.

Αυτή η αρχή της «ουδετερότητας, ανεξαρτησίας και αμεροληψίας» του δικαίου και των λειτουργών της ερμηνείας και εφαρμογής του, κατά τη γνώμη μου, δεν ισχύει.

Στον δυτικόστροφο δημοκρατικό πλουραλιστικό συνταγματισμό αναπτύσσονται αλληλοσυγκρουόμενα ιδεολογικά, κοινωνικά, ταξικά, πολιτικά και κομματικά ρεύματα. Αυτή είναι άλλωστε και η θεμελιώδης βάση του συστήματος. Και οι δικαστές προσχωρούν σε κάποιο από αυτά, όχι μόνο ως πολίτες, αλλά και ως ερμηνευτές και εφαρμοστές του δικαίου, όταν βρίσκονται μπροστά σε αποφάσεις μείζονος συνταγματικής, πολιτειακής, πολιτικής και θεσμικής σημασίας.

Οταν μάλιστα συγκυρίες και διαμορφούμενοι συσχετισμοί στο εκλογικό σώμα και στη Βουλή οδηγούν στην επικράτηση, κατίσχυση και επιβολή μεμονωμένου ρεύματος ή συνδυασμού ρευμάτων (π.χ. οικονομική ολιγαρχία και ΜΜΕ, βλέπε και άρθρο μου «Θεσμοί και κοινωνία: στρέβλωση και διαφθορά», «Εφ.Συν.», 13.1.2022), τότε πολλοί δικαστές, εξ ιδίας διάθεσης ή πιεζόμενοι εκ των πραγμάτων, προσχωρούν στο κυρίαρχο ρεύμα, ως καθοδηγητή ερμηνείας και εφαρμογής στο κανονιστικό, συνταγματικό και θεσμικό πλαίσιο.

Και τότε ανατρέπονται άρδην οι επιδιωκόμενες ισορροπίες στο πολιτικό σύστημα και αναζητείται η συνακόλουθη κοινωνική συνοχή.

* Ο Κώστας Ζώρας είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)