to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Διάτρητο από τέσσερις πλευρές το φορολογικό νομοσχέδιο

Σοβαρά ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας, διαχειριστικού ορθολογισμού, πολιτικού ήθους και ταξικής μεροληψίας


Διάτρητο από κάθε πλευρά, συνταγματικής νομιμότητας, διαχειριστικού ορθολογισμού της οικονομικής πολιτικής, πολιτικού ήθους και ταξικής μεροληψίας, αποδείχθηκε το φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο από προχθές αποτελεί νόμο του κράτους.

Ως προς το πρώτο από τα τέσσερα σκέλη, της συνταγματικής νομιμότητας, οι ενστάσεις αντισυνταγματικότητας που διατύπωσε επί διατάξεων του φορολογικού νομοσχεδίου το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής στην έκθεσή του είναι ρητές και κατηγορηματικές. Στην 29σέλιδη έκθεση τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 7, το οποίο έχει να κάνει με τις δαπάνες που πραγματοποιούνται με άυλα μέσα πληρωμής. Το Επιστημονικό Συμβούλιο υπενθυμίζει εν προκειμένω το άρθρο 78 του συντάγματος, το οποίο αναφέρει πως αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογούμενου. Επί λέξει δε, η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου αναφέρει: «Kανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Επικαλούμενο λοιπόν το άρθρο 78 παρ. 1 του συντάγματος, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής επισημαίνει ότι «δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης η μη διενέργεια δαπάνης», στο ζήτημα της επιβολής φόρου με συντελεστή 22% επί του ποσού που οι πραγματοποιούμενες από τον φορολογούμενο δαπάνες υπολείπονται σε αξία του ποσοστού 30% του ατομικού εισοδήματός του. Και συμπληρώνει: «Η επιβαλλόμενη επιβάρυνση δεν παρίσταται συνταγματικώς ανεκτή ούτε υπό την εκδοχή ότι δεν συνιστά φόρο, αλλά κύρωση εξεταζόμενη, ως εκ τούτου, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι από την αιτιολογική έκθεση (...) δεν προκύπτει ο λόγος αποδοκιμασίας του νομοθέτη προς φορολογούμενους οι οποίοι επιλέγουν να δαπανούν ετησίως λιγότερο από το 30% του εισοδήματός τους αλλά ούτε και το δημόσιο συμφέρον που υπηρετείται από την έμμεση επιβολή υποχρέωσης στους φορολογουμένους να δαπανούν τουλάχιστον 30% του εισοδήματός τους (και μέχρι 20.000 ευρώ) κατ’ έτος».

Ανορθολογική διαχείριση της οικονομίας

Ως προς το δεύτερο σκέλος, του διαχειριστικού ορθολογισμού, το ύψος των φορολογικών ελαφρύνσεων στα μεσαία εισοδήματα, τα οποία αποτελούν και τον «σκληρό πυρήνα» της ζήτησης και της κατανάλωσης, είναι κατά πολύ μικρότερο των πρόσθετων δαπανών που επιβάλλει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σε εκατομμύρια νοικοκυριά και εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες. Συγκεκριμένα, οι φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες δεν υπερβαίνουν μηνιαίως τα 17 ευρώ για συνταξιούχους και μισθωτούς, ή και οι κάπως μεγαλύτερες μειώσεις στη φοροδοτική συμμετοχή των ελεύθερων επαγγελματιών αποσβένονται από σειρά επιβαρύνσεων, κυριότερες των οποίων είναι οι ακόλουθες:

* Πρώτον, οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ. Οι αυξήσεις οι οποίες επιβλήθηκαν από 1ης Σεπτεμβρίου έφθασαν το 23%.

* Δεύτερον, η προγραμματισμένη περαιτέρω επιβάρυνση των ιδιοκτητών ακινήτων, δεδομένου ότι ο ΕΝΦΙΑ του 2020 θα υπολογισθεί με τις νέες αντικειμενικές τιμές, τις οποίες το υπουργείο Οικονομικών σκοπεύει να εξισώσει με τις εμπορικές το ταχύτερο δυνατόν. Από την ολοκλήρωση της προσαρμογής στις 10.214 τιμές ζώνης σε όλη τη χώρα, για τις 4 στις 10 (37%) οι τιμές αυξάνονται. Μάλιστα, σε αυτό το 37% περιλαμβάνονται και λαϊκές συνοικίες όπου το δεκαετές πάγωμα των αντικειμενικών τις κράτησε χαμηλότερα από τις εμπορικές. Και βεβαίως, με βάση τις νέες αντικειμενικές αξίες, θα πρέπει να προσαρμοστούν και οι υπόλοιποι 17 φόροι που βαρύνουν τα ακίνητα και συνδέονται με τις αντικειμενικές τιμές.

* Τρίτον, η επικείμενη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για πάνω από το 80% των μη μισθωτών.

Η απόσβεση των όποιων ελαφρύνσεων των μεσαίων στρωμάτων από τις αυξήσεις αυτές, είναι αντιστρόφως ανάλογη της ούτως ή άλλως υπεραισιόδοξης πρόβλεψης του προϋπολογισμού, ο οποίος ευελπιστεί ότι ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης θα επιταχυνθεί από το +0,6% φέτος στο +1,8% την επόμενη χρονιά, αφού το διαθέσιμο εισόδημα θα μειώνεται ισοπόσως των τριών αυτών επιβαρύνσεων. Με τον επίσης υπεραισιόδοξο προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης για το 2020 να επιβραδύνεται ως προς το μέρος που αναλογεί στην ιδιωτική κατανάλωση για τον υπολογισμό του ΑΕΠ. Στις τελευταίες, σημειωτέον, θα πρέπει να προστεθούν και το «πέναλτι» του 22% του υπολειπόμενου ώς το 30% επί των εισοδημάτων τμήματος των εξόδων των φορολογουμένων το οποίο δεν έχει πραγματοποιηθεί με άυλο χρήμα.

Εξαπάτηση των μεσαίων στρωμάτων

Όσον αφορά το τρίτο σκέλος, αυτό του πολιτικού ήθους, η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας «στιγματίζεται» με την εξαπάτηση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων ως προς τις ελπίδες που είχε καλλιεργήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχετικά με τις ελαφρύνσεις τους, καθώς με το φορολογικό νομοσχέδιο όχι μόνο διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους αυτές, αλλά επιπλέον υφίστανται και μειώσεις των διαθέσιμων εισοδημάτων τους. Ως προς δε το καθαυτό πολιτικό σκέλος, οι απραγματοποίητες υποσχέσεις στη «μεσαία τάξη» που τέθηκε από την ίδια τη Ν.Δ. στο επίκεντρο της προεκλογικής της καμπάνιας, συνιστούν οιονεί υφαρπαγή της ψήφου.

Αναφορικά με το τέταρτο σκέλος, η ταξική αμεροληψία που «υποσχόταν» η κυβέρνηση αποδείχθηκε σαφής μεροληψία υπέρ των ισχυροτέρων. Το νομοσχέδιο προβλέπει φοροαπαλλαγές στους ισχυρούς, οι οποίοι θα αυξήσουν και άλλο τον πλούτο τους ενισχύοντας τις ήδη ασύμβατες με τα ευρωπαϊκά ήθη ευρείες κοινωνικές ανισότητες. Τρανταχτά παραδείγματα αυτής της ταξικής μεροληψίας συνιστούν μεταξύ άλλων:

* Η μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος (και) των μεγάλων επιχειρήσεων από 28% σήμερα στο 24% για το 2019, που χαρίζει στις επιχειρήσεις 541 εκατ. ευρώ.

* Η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων από 10% σε 5%, κυβερνητική «γαλαντομία» που μεταφράζεται σε «δωράκι» 75 εκατ. ευρώ στους μετόχους.

* Η μείωση του ανώτατου συντελεστή φορολόγησης για πολύ υψηλά μισθολογικά κλιμάκια (άνω των 40.000 ευρώ) από 45% σε 44%.

* Η επαναφορά του τρόπου φορολόγησης του ενεργητικού των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία στο προ του 2016 καθεστώς (ουσιαστικά, επαναφορά του φόρου 0,105% ετησίως, αντί του 0,75% που ίσχυε από το 2016, με ζημία για τα δημόσια ταμεία υπολογιζόμενη πάνω από τα 20 εκατ. ευρώ).

* Τα έσοδα 26 εκατ. ευρώ που απεμπολεί το Δημόσιο με την αναστολή επιβολής ΦΠΑ στις οικοδομές με άδεια από 1.1.2006 και εφεξής, με την αναστολή να καταλαμβάνει και την αντιπαροχή.

* Η επί τριετία αναστολή της επιβολής φόρου υπεραξίας στη μεταβίβαση ακινήτων.

* Η απαλλαγή από φόρο εισοδήματος και εισφορά αλληλεγγύης των τόκων των εισηγμένων εταιρικών ομολόγων.

* Ο ύψους 100.000 ευρώ, προκειμένου περί εισοδημάτων προέλευσης εξωτερικού, κατ’ αποκοπήν φόρος στις επενδύσεις άνω των 500.000 ευρώ.

* Η υπό όρους απαλλαγή νομικών προσώπων φορολογικών κατοίκων Ελλάδας από φόρο υπεραξίας μεταβίβασης τίτλων συμμετοχής.

* Η μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος στο 95% του προκύπτοντος φόρου για νομικά πρόσωπα (για το 2018).

* Η κατάργηση της εισφοράς 0,6% του Ν. 128/1975 στις πιστώσεις factoring και leasing.

* Η φορολόγηση της υπεραξίας από άσκηση stock options όχι με βάση την κλίμακα, αλλά αυτοτελώς με συντελεστή 15%.

* Η διεύρυνση με πρόσθετες περιπτώσεις του πεδίου απαλλαγής από τον ειδικό φόρο ακινήτων που αφορά off shore εταιρείες για ναυτιλιακές εταιρείες που έχουν εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον αναγκαστικό νόμο της χούντας 378/1968.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)