to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Δεν τους φτάνουν 12 χρόνια, για έναν Χριστοφοράκο;

Οσοι θέλουν να κρύψουν τη μακραίωνη, στενή και ιστορικά επιβεβαιωμένη σχέση της δικαστικής εξουσίας με την εκτελεστική, επικαλούνται την ανεξαρτησία της. Το κάνουν όχι για να την εννοήσουμε, αλλά για να την παρανοήσουμε.


Πρώτα απ’ όλα, μιλούν σχεδόν πάντα για την ανεξαρτησία τής Δικαιοσύνης, με σκοπό να ταυτίσουν την έννοια της δικαιοσύνης με το θεσμοποιημένο σύστημα απονομής δικαίου, που μόνο αυτό μπορεί να απαιτήσει τη διάκρισή του από τις άλλες δύο εξουσίες (νομοθετική και εκτελεστική). Αυτή η καθόλου άδολη παραποίηση αδυνατεί , βέβαια, να εξηγήσει τις τόσο συχνές αποφάσεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας, που έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με την έννοια της δικαιοσύνης και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Συνήθως, η διάσταση αυτή αποδίδεται σε ανθρώπινα σφάλματα ή σε αστοχίες της νομοθετικής εξουσίας. Σπανίως βρίσκεται κάποιος που να αναρωτηθεί μήπως οφείλονται στην κακή επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας και γενικότερα της πολιτικής, πολύ δε λιγότερο στη διάθεση της δικαστικής να επηρεαστεί από αυτές, ώστε να συμβαδίσει με τις διαθέσεις τους και τις ανάγκες τους. Στην πραγματικότητα, το αίτημα της ανεξαρτησίας, της διάκρισης της δικαστικής από τις άλλες εξουσίες, τίθεται ακριβώς επειδή υπάρχει η τάση να παραβιάζεται η αρχή αυτή.

Ακατάλυτοι δεσμοί

Ευεξήγητο, άλλωστε, καθώς η αρχή της διάκρισης των εξουσιών μετράει μόλις δύο με τρεις αιώνες ζωής, ενώ το καθεστώς που αυτή διαδέχθηκε, της ενιαίας και αδιαίρετης εξουσίας, ήταν προαιώνιο. Μπορεί σε ένα δημοκρατικά οργανωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα, για λόγους αυτοπροστασίας του, να επιδιώκεται η διάκριση των εξουσιών, αλλά δεν διαγράφονται με… δικαστική απόφαση οι δεσμοί που υπάρχουν μεταξύ τους, περιορίζονται με δηλωμένη και πραγματωμένη πολιτική βούληση. Πόσο δύσκολο είναι αυτό, μπορεί να το καταλάβει κανείς, όταν ακούει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να καταγγέλλει την κυβέρνηση για παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία και ταυτόχρονα να ζητάει, μόλις προχθές, από το ανώτατο δικαστήριο να πάρει απόφαση για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών, σύμφωνα με τις υποδείξεις του.

Στο σημείο αυτό, συνήθως ακούγεται η γνωστή ένσταση: «Δηλαδή, όλα είναι διαβρωμένα, δεν υπάρχουν αδέκαστοι δικαστές, θα διαγράψουμε τους Τερτσέτηδες και τους Σαρτζετάκηδες;» Όχι, αλλά αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη να προβάλλει σαν ήρωες, όσους κάνουν απλώς το καθήκον τους.

Να την καταλάβουμε, για να την αλλάξουμε

Σημαίνουν όλα αυτά ότι είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε μοιρολατρικά ως δεδομένη την τάση της επιστροφής των εξουσιών στην κοινή μήτρα τους; Όχι, αλλά αν θέλουμε να καταλάβουμε τι γίνεται όταν όλοι επικαλούνται την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ακόμη και εκείνοι που θα έπρεπε να την τρέμουν, τότε χρειάζεται να απαλλαγούμε από τα κατά συνθήκην ψεύδη. Και τον τελευταίο καιρό ακούσαμε πολύ συχνά απελπισμένες κραυγές υπέρ της προστασίας των λειτουργών της δικαστικής εξουσίας, τις οποίες εκστόμισαν άνθρωποι της εκτελεστικής, που έχουν ευνοηθεί κατάφωρα, κυρίως, από παραλείψεις της δικαστικής.

Να θυμίσουμε ότι πριν από λίγο καιρό τα… κατατρεγμένα μίντια οργίασαν με την υπόθεση της κ. Τσατάνη, η οποία δεχόταν , κατά τους ισχυρισμούς της, πιέσεις από τον υφυπουργό Δικαιοσύνης και, αντί να απευθυνθεί καταγγέλλοντάς τον στους ανωτέρους της ή στον υπουργό, ή ακόμα και στον πρωθυπουργό, έκλεισε με πρωτοβουλία της ραντεβού με τον καταγγελλόμενο στο γραφείο του και πήγε εκεί με μαγνητοφωνάκι, για να καταγράψει τη συνομιλία και να τη χρησιμοποιήσει όπου δει. Σας φαίνεται αυτή συμπεριφορά που αρμόζει σε ανώτατη δικαστική λειτουργό ή σε ιδιωτικό ντετέκτιβ αμφιβόλου ποιότητας; Δεν σας μοιάζει σαν απόπειρα συνεννόησης μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων και, αν δεν ήθελε προκύψει, έχουμε ράμματα για τη γούνα σου;

Ποιος να πιστέψει τι;

Πριν από λίγες εβδομάδες, επίσης, ξεσηκώθηκε το σύμπαν, όταν, με το γνωστό άγαρμπο τρόπο, ο υφυπουργός Υγείας υπονόησε την ύπαρξη παραδικαστικών κυκλωμάτων. Σήμερα, παρακολουθούμε άναυδοι το φτηνό πολιτικό παιχνίδι της αξιωματικής, κυρίως, αντιπολίτευσης, που κατηγορεί την κυβέρνηση ότι οδηγεί στην παραγραφή τα αδικήματα του μεγα-σκάνδαλου της Ζίμενς, όταν με τις δικές της ευλογίες η δικαστική εξουσία ανάλωσε πάνω από μια δεκαετία για να οδηγήσει στο ακροατήριο ανθρώπους που ομολόγησαν ότι έπαιρναν, για λογαριασμό του κόμματός τους, βαλίτσες με μάρκα από τους Χριστοφοράκους. Ή ακούμε πως μια άλλη δίκη, του κ. Μαντέλη, πρέπει να ξαναρχίσει φτου κι απ’ την αρχή, γιατί κάποιος ανώτατος δικαστικός λειτουργός δεν σκέφτηκε να ορίσει αναπληρωτή τού προέδρου τού δικαστηρίου, ώστε να μη χρειαστεί να γίνει νέα δίκη απ’ την αρχή, τώρα που ο πρόεδρος αποδήμησε εις Κύριον.

Τι θα μπορούσε να σκεφτεί για όλα αυτά ο πιο καλοπροαίρετος και αγαθός πολίτης, που πιστεύει στην ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας; Τι να σκεφτεί όταν ένα σκάνδαλο πολιτικού χρήματος, μίζας με πατέντα, που κατευθυνόταν στους πρωταγωνιστές τού δικομματισμού, σέρνεται τόσα χρόνια και εν τω μεταξύ έχουν αποδράσει ανενόχλητοι στην αλλοδαπή οι κύριοι κατηγορούμενοι, Χριστοφοράκος και Καράβελας; Και τώρα που πάει να φτάσει στην αρχή του τέλους αυτή η υπόθεση, για διαδικαστικούς λόγους πάλι, η δίκη αναβάλλεται επ’ αόριστον, με κίνδυνο να παραγραφούν τα αδικήματα… Ας υποθέσουμε ότι τους έφταιγε η μετάφραση του βουλεύματος που άργησε. Μα δεν τους έφταναν δέκα χρόνια, ώστε να έχουν συντάξει δύο χρόνια νωρίτερα το βούλευμα και να έχουν μπροστά τους τρία χρόνια για όσες μεταφράσεις θέλουν!

Λίστα γάμου με τη Ζίμενς

Τώρα, όλοι αυτοί που καίγονται, αμέσως ή εμμέσως, να φτάσει η ώρα της παραγραφής, πάνε να τα φορτώσουν στην κυβέρνηση. Πώς θα βγει μέσα απ’ αυτόν τον λαβύρινθο; Πάντως, όχι με σκυμμένο κεφάλι, όπως θέλουν κάποιοι, απολογούμενη για καθεστώτα που έχουν οικοδομήσει επί σαράντα χρόνια οι σημερινοί κατήγοροί της. Αυτοί που έχουν το θράσος να μιλούν για κυβερνητική αδράνεια, ενώ επί μια δεκαετία άφηναν τους βασικούς κατηγορούμενους να το σκάνε, τις σκανδαλώδεις υποθέσεις να ροκανίζουν το χρόνο της παραγραφής, ενώ οι ίδιοι ξεκοκάλιζαν τα μάρκα από τις βαλίτσες του Τσουκάτου ή τα «δωράκια» από τη «λίστα γάμου» με τη Ζίμενς.

Χ.Γεωργούλας

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)