to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

Δ. Μακρυνιώτη: Στις δυτικές κοινωνίες η βία έχει εγκατασταθεί στη δομή θεσμών και πρακτικών

Η γνωστή καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δοκιμάζεται στη λογοτεχνία, με ιστορίες που προσεγγίζουν κριτικά το φαινόμενο της «φυσικοποίησης» της βίας στη σημερινή ελληνική κοινωνία ή λειτουργούν παρηγορητικά σε κρίση-μες ώρες, δείχνοντας πώς το συμβολικό ή πραγματικό πένθος μπορεί να μετουσιωθεί σε δράση.


Το μάθημα και οι παραδόσεις είναι ένα διαρκές στοίχημα, μια συνεχής πρό(σ)κληση. Είναι μια ευκαιρία για να αμφισβητήσουμε κοινότοπες ερμηνείες και παραδοχές που συχνά πλαισιώνουν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Μια ευκαιρία για να αποκτήσουμε επίγνωση του τι συμβαίνει με θεωρητικούς όρους και να αναστοχαστούμε στη συνέχεια πάνω σε ζητήματα πολιτικής ευθύνης και σε μορφές κοινωνικής παρέμβασης.

Αυτή την οπτική προσπάθησε να μεταδώσει στις φοιτήτριες και στους φοιτητές της η Δήμητρα Μακρυνιώτη ετούτη την ακαδημαϊκή χρονιά που κλείνει. Και πάντα αυτό έκανε με τη διδασκαλία της στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΤΕΑΠΗ), όπου χρόνια τώρα προχωρά στις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της παιδικής ηλικίας, αλλά και με τα πιο πρόσφατα μαθήματά της στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθήνας, όπου εξερευνά την κοινωνιολογία του σώματος, όπως και στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου αναλύει αναγνώσεις του εικαστικού σώματος.

Την ίδια περίπου περίοδο του 2015-16, η ίδια έγραφε και διόρθωνε τα 25 σύντομα διηγήματα που συγκροτούν το πρώτο της λογοτεχνικό έργο: τη συλλογή Τάξε μου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ένα βιβλίο που έχει καταφέρει να κρατήσει και να αναδείξει τους λογοτεχνικούς χυμούς του, παρότι η συγγραφέας του φαινόταν τόσα χρόνια να έχει απορροφηθεί από την κοινωνική και την πολιτική θεωρία.

Οι ιστορίες του Τάξε μου έχουν μια αξιοζήλευτη οικονομία και διαβάζονται μονορούφι. Ξεπηδούν από την αστική καθημερινότητα της κρίση-μης επικαιρότητας, αλλά σκαλίζουν και υπαρξιακά ζητήματα, πάντα με την κριτική ματιά που χαρακτηρίζει τη Μακρυνιώτη, αλλά και με ιδιαίτερη τρυφερότητα και κατανόηση για τα ανθρώπινα.

Η Μακρυνιώτη επιμελήθηκε το 1997 τη συλλογική μελέτη Παιδική ηλικία (εκδ. Νήσος). Και έβαλε τη σφραγίδα της με δύο σημαντικά συλλογικά έργα που εισηγήθηκε και επιμελήθηκε, τα Όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις (Νήσος, 2004, μτφ. Κ. Αθανασίου, Κ. Καψαμπέλη, Μ. Κονδύλη, Θ. Παρασκευόπουλος) και το Περί θανάτου. Πολιτική διαχείριση της θνητότητας (Νήσος, 2008, μτφ. Κ. Αθανασίου). Το 2014 κυκλοφόρησε η μελέτη της Μικροί μάγειρες στη μικρή οθόνη (Νήσος) . Το Τάξε μου σηματοδοτεί τη στροφή της (και) στη λογοτεχνία που, όπως λέει η ίδια, θα έχει συνέχεια.

Ως κοινωνιολόγος εξερευνάτε και αναλύετε τα ανθρώπινα με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους. Τι παραπάνω αισθάνεστε πως μπορείτε να συλλάβετε με τη λογοτεχνική προσέγγιση της πραγματικότητας;

Η λογοτεχνία ήταν και παραμένει ένα άλμα στο κενό χωρίς το δίχτυ ασφαλείας που προσφέρει η θεωρία. Διαβάζοντας εκ των υστέρων τις ιστορίες διαπιστώνω ότι προσεγγίζω παρόμοια θέματα με αυτά που με απασχολούν επιστημονικά: η παιδική ηλικία, το σώμα ως καταφύγιο και ως φορτίο, ο θάνατος και το τραύμα, το αβίωτο κάποιων ζωών και η ετερότητα έρχονται σε αυτά τα διηγήματα να πλαισιώσουν τους ήρωες και τις ηρωίδες και ταυτόχρονα να τους βγάλουν από το ατομικό τους σύμπαν, χαράσσοντας προοπτικές, ορθώνοντας εμπόδια και αδιέξοδα, υπαγορεύοντας άλλοτε τη συμμόρφωση, άλλοτε την απάθεια και άλλοτε, ίσως συχνότερα, την αντίσταση. Ίσως η λογοτεχνία μού επιτρέπει να δώσω στα πρόσωπα μεγαλύτερη δράση, περισσότερες επιλογές απ’ ό,τι η κοινωνική και πολιτική θεωρία. Δεν ξέρω αν αυτό ισχύει, αλλά η σκέψη με ανακουφίζει.

Στην τελευταία ιστορία της συλλογής αποκαλύπτετε πώς η αγάπη σας για το γράψιμο γεννήθηκε στην εφηβεία σας χάρη σε μια δασκάλα γαλλικών, και πώς τα οικογενειακά «πρέπει» την έπνιξαν, μέχρι που αναδύθηκε σήμερα. Πώς ξέρει κάποιος ότι είναι έτοιμος να γράψει;

Πράγματι! Η Βίβιαν, η έφηβη της ιστορίας, ξαναπιάνει το νήμα, πολλά χρόνια μετά, από κει που το άφησε, ή έτσι τουλάχιστον θέλει η ίδια να πιστεύει. Δεν ξέρω, αλήθεια, πότε είναι κανείς έτοιμος να γράψει. Ίσως ποτέ, ίσως πάντα. Μάλλον με το γράψιμο συμβαίνει ό, τι και με τόσα άλλα πράγματα που έρχονται στη ζωή μας χωρίς να το πολυκαταλάβουμε και χωρίς να έχουμε προηγουμένως αναλογιστεί αν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτά ή όχι. Πότε άραγε ξέρουμε πως είμαστε έτοιμοι να ερωτευτούμε, να πάρουμε ρίσκα, να κόψουμε ό, τι μας συνδέει με τα παλιά; Δεν ξέρουμε, αλλά τολμάμε.

Ποια λογοτεχνικά έργα σάς έχουν σημαδέψει;

Η δική μου γενιά μεγάλωσε διαβάζοντας Καζαντζάκη, Μυριβήλη, Λουντέμη, Κρόνιν, Μαλό, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Μαζί με αυτούς και με μερικούς άλλους έκανα τα πρώτα μου ξενύχτια και μ' έβρισκε το ξημέρωμα με το φως αναμμένο και το βιβλίο δίπλα μου. Σε αυτούς χρωστάω τις πρώτες μαγικές στιγμές διαφυγής και τη συνήθεια να αναζητώ παρέα στα βιβλία. Με αυτή την έννοια ήταν και εκείνοι που με καθόρισαν. Από τότε, ευτυχώς, άλλοι και άλλες λογοτέχνες και λογοτέχνιδες με παρέσυραν και εξακολουθούν να με παρασύρουν στις σελίδες τους, αφήνοντάς μου με τη σειρά τους κάτι.

Αρκετά από τα διηγήματά σας στο Τάξε μου εστιάζουν στην άσκηση βίας που γίνεται «με καλό σκοπό»: για το φρονηματισμό ενός παιδιού, για την προστασία της υγείας μιας ηλικιωμένης, που παρηγοριέται πίνοντας μερικά ποτηράκια, για τη σωτηρία μιας κοινότητας από έναν βιαστή κ.ο.κ. Αντίστοιχα άλλες ιστορίες καταγράφουν την αδράνεια ή τη συγκατάβαση της σιωπηλής πλειοψηφίας απέναντι στη βία, π.χ. της ιδιωτικής αστυνομίας. Τι φανερώνουν τέτοιες συμπεριφορές για μια σύγχρονη κοινωνία όπως η ελληνική;

Το Τάξε μου, νομίζω, προσπαθεί να αναδείξει τη βία που ενυπάρχει στην καθημερινή μας ζωή, διαπερνά τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, παγιώνεται ως συμπεριφορά έτσι ώστε συχνά η άσκησή της να μοιάζει αυτονόητη και φυσική. Μια τέτοια αντίληψη, για παράδειγμα, αποδίδεται με εκφράσεις του τύπου «καλά του/της έκανε», ή «τι άλλο να έκανε δηλαδή;». Αρκετά διηγήματα στέκονται με κριτικό μάτι ακριβώς σε αυτήν τη φυσικοποίηση της βίας, την τοποθετούν μέσα σε κοινωνικά συμφραζόμενα και σχέσεις εξουσίας, χωρίς βεβαίως να απαντούν σε κρίσιμα ερωτήματα που το θέμα της βίας εγείρει γενικότερα.

Στις σημερινές κοινωνίες, τις αποκαλούμενες «δυτικές», η βία έχει εγκατασταθεί στη δομή θεσμών και πρακτικών, δικαιολογείται και κυρίως νομιμοποιείται στο όνομα της ασφάλειας και της προστασίας ενός φανταστικού «κοινωνικού συνόλου» και στοχοποιεί άτομα ή ομάδες που χαρακτηρίζονται επικίνδυνες ή απειλητικές. Πιστεύω ότι εξίσου τρομακτική με τη βία που μας περιβάλλει, ορατή ή αόρατη, συμβολική ή πραγματική, ατομική ή θεσμική, είναι η εξοικείωση με αυτήν, είναι η αδράνεια που παραμονεύει στη θέα της και μπορεί να μας καθηλώσει και να μας εμποδίσει να σταθούμε απέναντί της και να την αποτρέψουμε. Αυτό το ενδεχόμενο θίγεται σε κάποιες από τις ιστορίες.

Σας απασχολεί επίσης λογοτεχνικά η διαχείριση της απώλειας των αγαπημένων προσώπων ή, όπως λέτε, το ζήτημα των πραγματικών και των συμβολικών θανάτων. Τι απαντάτε σε εκείνους που λένε «μην κοιτάς ποτέ πίσω» και υποστηρίζουν τη λύση της λήθης;

Η απώλεια, στις πολλαπλές της εκφάνσεις, διατρέχει όντως αρκετά διηγήματα. Ένιωσα ότι η λογοτεχνία με αφήνει να περιγράψω την απώλεια και τον πόνο που προκαλεί, γιατί δίνει χώρο για προσωπικές μαρτυρίες και συναισθήματα. Νομίζω ότι τραυματισμένοι ήρωες και ηρωίδες μου συνομιλούν ανοιχτά με την πληγή τους, φροντίζουν την επούλωσή της, άρα αφήνονται και να ξεχάσουν, και με κάποιο περίεργο τρόπο καταφέρνουν να μετουσιώσουν το πένθος σε δράση, μαθαίνοντας εντέλει να ζουν με και δια μέσου του τραύματος. Κοιτούν έτσι πίσω, γιατί αν δεν το έκαναν θα ήταν σαν να ήθελαν να απαρνηθούν ένα κομμάτι του εαυτού τους, ένα κομμάτι της ζωής τους, θυμούνται άλλοτε με νοσταλγία και άλλοτε με αυτοσαρκασμό, αλλά σε κάθε περίπτωση συνεχίζουν ακολουθώντας καινούργια μονοπάτια. Υπό αυτή την έννοια στην απώλεια ενυπάρχει το σπέρμα του νέου ξεκινήματος.

Η κρίση δεν δηλώνεται ρητά στις ιστορίες σας, έχει μετουσιωθεί ωστόσο σε συμπεριφορές. Μπορείτε να μας τις αποκρυπτογραφήσετε;

Ιστορίες όπως η «Μπαχάρ», τα «Παζάρια», η «Ξυπόλητη Πολιτεία», ο «Πυρετός», που είναι τοποθετημένες στις συνθήκες που αποκαλούμε «κρίση». Η ανεργία, η κατήφεια της πόλης, τα κλειστά μαγαζιά, το αδιέξοδο των νέων, οι μετανάστες, ο ρατσισμός και η βία, η οικονομική ανέχεια συνθέτουν, σε αρκετά από τα διηγήματα, το σκηνικό της κρίσης που ζούμε, και πλαισιώνουν και τις ανάλογες συμπεριφορές, όπως είναι η αδιαφορία και η απάθεια, οι πράξεις ωμής βίας, αλλά και η κοινωνική αλληλεγγύη και η δραστηριοποίηση.

Στα διηγήματά σας βλέπουμε τετράποδα με ανθρώπινες ευαισθησίες και δίποδα με κτηνώδεις αντιδράσεις. Τι σας κάνει να θυμώνετε στην Ελλάδα του 21ου αιώνα;

Έτσι ακριβώς. Τα ζώα έρχονται να μας υπενθυμίσουν την ανάγκη για τρυφερότητα, παρέα, μοίρασμα, αλλά και για ανεξαρτησία. Βγάζουν μια μοναδική ικανότητα συν-πάθειας χωρίς να θίγουν ή να γίνονται αδιάκριτα. Είναι απλά εκεί. Τι με θυμώνει; Με θυμώνει η γκρίνια και η διαπίστωση ότι έχουμε μπει σε μια κατάσταση που ψάχνουμε να βρούμε πράγματα για να θυμώσουμε, ο θυμός και η γκρίνια ως αυτοσκοπός. Μάλιστα συχνά καταφεύγουμε σε αυτά προκειμένου να αποποιηθούμε τη δική μας ευθύνη.

Ο άλλος σας εαυτός, ο επιστημονικός, συνομιλεί με το έργο κορυφαίων αντικομφορμιστών διανοούμενων όπως ο Μπαχτίν, ο Φουκό, ο Νόρμπερτ Ελίας, ο Έρβινγκ Γκόφμαν, η Τζούντιθ Μπάτλερ, ο Αγκάμπεν κ.ά. Τι μάθατε από αυτούς;

Αυτός ο άλλος εαυτός, αν και πάντα εκεί, μπήκε στην άκρη όταν ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια. Είχα την αίσθηση ότι μπορώ να δω τα πράγματα αλλιώς. Σίγουρα όμως τέτοιοι θεωρητικοί στάθηκαν πολύτιμοι αρωγοί σε αυτό το λογοτεχνικό εγχείρημα, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο. Αν διαβάσει κανείς πίσω από τις γραμμές, θα αναγνωρίσει κάτι από τον Γκόφμαν, τον Φουκό ή την Μπάτλερ σε αρκετές σελίδες: έναν τρόπο ανάγνωσης των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων και των ανθρώπινων καταστάσεων που με έκανε πιο ευαίσθητη σε πεδία μέχρι τότε ανεξερεύνητα για μένα. Αν δεν με είχε επηρεάσει το έργο τους, ίσως και να έγραφα διαφορετικά.

 Έχετε επιμεληθεί μια συλλογή θεωρητικών κειμένων σχετικά με τις διαδικασίες που νομιμοποιούν τις πρακτικές εξόντωσης των επικίνδυνων «άλλων». Επίσης έχετε εξερευνήσει την ιστορική, πολιτική και πολιτισμική σημασιοδότηση του σώματος, την κοινωνική του αξιολόγηση και την πειθάρχησή του σε κοινωνικές επιταγές. Γιατί διαλέξατε να ασχοληθείτε με αυτές τις θεματικές;

Με ενδιέφερε να αναλύσω τις διεργασίες μέσα από τις οποίες ζητήματα που θεωρούνται κατά βάση «βιολογικά», «δεδομένα» και «ουδέτερα», αποκτούν κοινωνική και πολιτική υπόσταση, αξιολογούνται, πριμοδοτούνται ή αποκλείονται ενεργοποιώντας έτσι και τις «ενδεδειγμένες» μορφές πολιτικής. Για παράδειγμα, το σώμα και ο θάνατος αναδεικνύονται σε πεδία κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης, προκαλούν τη συμμόρφωση και τον έλεγχο, την επιτήρηση και τη ρύθμιση, ενώ παράλληλα σηματοδοτούν εστίες αντίστασης και υπονόμευσης των εκάστοτε κυρίαρχων προτύπων.

Στην πλέον πρόσφατη κοινωνιολογική μελέτη σας εστιάζετε στις τηλεοπτικές εκπομπές μαγειρικής για παιδιά, που κατέκλυσαν τα προγράμματα των ιδιωτικών καναλιών. Ποιο είναι το συμπέρασμά σας;

Με τους Μικρούς μάγειρες στη μικρή οθόνη θέλησα να κάνω μια κοινωνιολογική κριτική στα εν λόγω τηλεπαιχνίδια. Επιχείρησα να αναδείξω ότι κάτω ή μάλλον μαζί με τον παιγνιώδη χαρακτήρα τους καλλιεργούν και προάγουν μηνύματα και τρόπους σκέψης και δράσης που συνομιλούν επικίνδυνα με τα νεοφιλελεύθερα πρότυπα. Η παιδική ηλικία, που με έχει απασχολήσει και σε αυτό το βιβλίο και σε άλλα, βρήκε κι αυτή τη θέση της στο Τάξε μου. Εδώ τα παιδιά μεγαλώνουν ως ξένοι, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ζουν σε δύσκολες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες, η ζωή τους ρυθμίζεται από τους μεγάλους και τα κοινωνικά «πρέπει», αλλά βρίσκουν τις διεξόδους τους, όπως ο μικρός στο «Ο μπαμπάς του».

Ποια συμβουλή δίνετε στους φοιτητές και τις φοιτήτριές σας;

Αποφεύγω τις συμβουλές. Έτσι κι αλλιώς έχουν επινοηθεί μόνο για να καταπατώνται. Αναπόφευκτα όμως με τον τρόπο που κανείς κινείται και δρα μπορεί να γίνει παράδειγμα, προς μίμηση ή προς αποφυγή.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)