to top
  • βρείτε μας στο Twitter
  • βρείτε μας στο Facebook
  • βρείτε μας στο YouTube
  • στείλτε μας email
  • εγγραφείτε στο RSS feed
  • international version

19:10 | 18.06.2018

πηγή: Αυγή

Πολιτική

ΑΥΓΗ: Ο Αβέρωφ το 1959 μιλούσε για την ανύπαρκτη «μακεδονική μειονότητα»

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1959 ο Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας, τότε υπουργός Εξωτερικών, είπε μεταξύ άλλων στη Βουλή: «Πρώτον, εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τη μακεδονικήν γλώσσαν».


Του Κωνσταντίνου Τασούλα

Η «Αυγή» της Κυριακής 10.6.2018 με «ντοκουμέντο» που γράφει ο κ. Σ. Βαλντέν, προφανώς εν όψει της ανακοίνωσης από τον κ. Τσίπρα το απόγευμα της Τρίτης 12.6.2018 της συμφωνίας με τα Σκόπια με την οποία αναγνωρίζει «μακεδονική γλώσσα και εθνότητα», μας πληροφορεί ότι «Ο Αβέρωφ το 1959 μιλούσε για μακεδονική γλώσσα». Από αυτό συμπεραίνει ότι η αναγνώριση αυτής της γλώσσας δεν έγινε σε σύσκεψη του ΟΗΕ το 1977, αλλά πολύ παλιότερα από τη Δεξιά!

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1959 ο Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας, τότε υπουργός Εξωτερικών, είπε μεταξύ άλλων στη Βουλή: «Πρώτον, εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τη μακεδονικήν γλώσσαν».

Με τα λόγια αυτά όμως ο Αβέρωφ δεν αναγνώρισε την ύπαρξη της «μακεδονικής γλώσσας», όπως έχει καημό να ισχυρίζεται η «Αυγή» για τους δικούς της λόγους και συγκεκριμένα επειδή μόνο τώρα για πρώτη φορά σε συμφωνία με τα Σκόπια ο κ. Τσίπρας αναγνωρίζει με τρόπο εθνικά απαράδεκτο τη «μακεδονική γλώσσα», αλλά αποκηρύσσει την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα μιας και η, εκ των έξι τότε επισήμων γλωσσών του γιουγκοσλαβικού συντάγματος αποκαλούμενη «μακεδονική γλώσσα» δεν ομιλείτο στην Ελλάδα! Το ζήτημα, τότε, ήταν η επίκληση από τη Γιουγκοσλαβία της δήθεν ύπαρξης «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, την οποία ύπαρξη διαρρήδην και σωστά ηρνείτο η χώρα μας.

Το τοπικό ιδίωμα για το οποίο έκανε λόγο ο Αβέρωφ ήταν μία αμιγώς βουλγαρικής προέλευσης προφορική διάλεκτος που ομιλούνταν από μικρό αριθμό δίγλωσσων Ελλήνων στα ελληνοβουλγαρικά κυρίως σύνορα, που δεν είχε καμία σχέση με τη σερβοβουλγαρική γλώσσα των Σκοπίων, η οποία δεν ήταν απλώς προφορική, αλλά είχε «κατασκευαστεί» από γλωσσολόγους του Τίτο με εισαγωγή σερβικών γραμματικών στοιχείων σε προϋπάρχουσα βουλγαρική γλώσσα.

Άρα το προφορικό ιδίωμα των δίγλωσσων στην Ελλάδα δεν είχε σχέση με την κατά το Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας «μακεδονική γλώσσα», άρα οι ελάχιστοι δίγλωσσοι Έλληνες δεν ανήκαν στη «μακεδονική μειονότητα», άρα η τελευταία ήταν ανύπαρκτη! Όπερ έδει δείξαι!

Τα αποσπάσματα αυτά προέρχονται από μία ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε στην Επιτροπή Νομοθετικής Εξουσιοδότησης της Βουλής των Ελλήνων στις 17.9.1959 με θέμα την κύρωση συμφωνίας περί μεθοριακής επικοινωνίας μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Η συμφωνία αναφερόταν σε ζητήματα τουρισμού, τεχνικής βοήθειας, υδροοικονομίας, δικαστικής συνδρομής, αποζημίωσης εθνικοποιηθέντων ελληνικών κτημάτων και μεθοριακής επικοινωνίας.

Ήταν σημαντικό βήμα στην ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση, μια προσέγγιση που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος και ιδιαίτερα η αποκοπή του Τίτο από τον σοβιετικό συνασπισμό. Μιας προσέγγισης που έκανε το κράτος που είχε διεκδικήσει τη δεκαετία του 1940 την ελληνική Μακεδονία να γίνει, παρά ταύτα, περιφερειακός εταίρος της χώρας μας, γιατί και για το ΝΑΤΟ και για μας η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να διατηρηθεί εκτός σοβιετικής επιρροής, δεδομένου ότι η προσθήκη της στον από Βορρά κίνδυνο θα έκανε τα πράγματα αφόρητα για την Ελλάδα, που εκτός των άλλων είχε ήδη, λόγω Κυπριακού, κρίση στις σχέσεις της με την Τουρκία.

Επίδικο θέμα τότε ήταν η επίκληση από το Βελιγράδι για δήθεν ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα και αυτό όφειλε να ξεκόψει η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Κατά τη συζήτηση της συμφωνίας εκείνης τον Σεπτέμβριο του 1959 ετέθη από τον βουλευτή Αλλαμανή το θέμα της προβολής από την κυβέρνηση των Σκοπίων της σλαβομακεδονικής γλώσσας ως γλώσσας της «δήθεν εν Ελλάδι υπαρχούσης εθνικής μειονότητος των Μακεδόνων». Απαντώντας ο Αβέρωφ είπε ότι «πολιτική της γιουγκοσλαβικής κυβερνήσεως είναι πολιτική μη υπάρξεως Μακεδονικού ζητήματος», για να συνεχίσει:

«Ένα τρίτον σημείον, το οποίο θα προτιμούσα να μην αναφέρω, αλλά επειδή εθίγη δεν νομίζω ότι πρέπει να αφήσω αναπάντητον, είναι το περίφημο θέμα της γλώσσης... Εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις στα Σκόπια, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μακεδονικήν γλώσσαν».

Αμέσως δε παρακάτω εξηγεί ότι κάνει χρήση, λέγοντας «μακεδονική γλώσσα», της επίσημης συνταγματικής ορολογίας της Γιουγκοσλαβίας. Σε άλλο σημείο ο Αβέρωφ πάλι, απαντώντας στον εισηγητή των Φιλελευθέρων Κοθρή, λέει: «Δεν υπάρχουν Σλαβομακεδόνες εις την Μακεδονίαν, η οποία εποτίσθη εις κάθε γωνίαν με ελληνικόν αίμα, η οποία κατοικείται από γωνίαν εις γωνίαν μόνον από Έλληνας».

Για την ιστορία η κύρωση εκείνη έγινε δεκτή από όλες τις πτέρυγες της Βουλής. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, στις 14.11.1961, ο νέος τότε τοπικός πρωθυπουργός των Σκοπίων Γκρλίτσκο δήλωσε ότι η μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα υφίστατο κακομεταχείριση. Ο Αβέρωφ αμέσως ζήτησε εξηγήσεις από τον πρέσβη της Γιουγκοσλαβίας στην Αθήνα, που κρίθηκαν ικανοποιητικές. Στις 7.12.1961, κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως, ο ίδιος ο Αβέρωφ είπε «δι’ ημάς δεν υπάρχει μειονότης μακεδονική», για να προσθέσει ότι «η ελληνογιουγκοσλαβική φιλία και συνεργασία αποτελεί στοιχείον ισορροπίας ευρυτέρας σημασίας».

Αυτή είναι η πραγματικότητα γύρω από το Σκοπιανό τα χρόνια εκείνα, 58 χρόνια πριν. Η απόκρουση κάθε ιδέας για δήθεν ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» ήταν το κυρίαρχο ζήτημα. Το να αναζητούμε στο σημερινό σκηνικό του Σκοπιανού ζητήματος συνήγορο από την πραγματικότητα του 1959 είναι τουλάχιστον μάταιο και διαστρεβλωτικό. Και στο κάτω - κάτω, αν ο κ. Τσίπρας πιστεύει ότι προχωρεί σε καλή συμφωνία, τι χρείαν συνηγόρων έχει; Γιατί καταφεύγει στις δήθεν αναγνωρίσεις «μακεδονικής γλώσσας» του 1977 ή του 1959, που ούτε οι Σκοπιανοί δεν τις επικαλούνται, γιατί απλούστατα δεν υπήρξαν;

Καταφεύγει, γιατί η συμφωνία του, συμφωνία μιας κυβέρνησης στηριγμένης από τον κ. Καμμένο, για πρώτη φορά αναγνωρίζει μακεδονική γλώσσα και εθνότητα διαπράττοντας έτσι μία απαράδεκτη και επιζήμια, εθνικά και ιστορικά, υποχώρηση.

* Ο Κωνσταντίνος Τασούλας είναι βουλευτής Ιωαννίνων της Ν.Δ.

Ανταπάντηση του Σωτήρη Βαλντέν

Την περασμένη Κυριακή η «Αυγή» δημοσίευσε σύντομο σημείωμά μου με απόσπασμα από ομιλία το 1959 στη Βουλή του τότε υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης της ΕΡΕ και μετέπειτα αρχηγού της Ν.Δ. Ευάγγελου Αβέρωφ.

Σ’ αυτήν ο Αβέρωφ αναφερόταν σε «μακεδονική γλώσσα» που ομιλείται στα Σκόπια και έχει «γραμματικήν και συντακτικόν», προσέθετε δε ότι θα ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να απαιτήσει την κατάργησή της με αλλαγή του συντάγματος της γειτονικής χώρας. Και ερωτούσα αν οι επίγονοι του κ. Αβέρωφ θα τον καταγγείλουν ότι χρησιμοποιούσε τα επιχειρήματα των Σκοπίων (όπως έκαναν με τον Νίκο Κοτζιά, όταν ανέφερε πως η σημερινή κυβέρνηση «βρήκε» τη μακεδονική γλώσσα αναγνωρισμένη προ πολλού).

Στην απαντητική επιστολή του ο βουλευτής της Ν.Δ. κ. Τασούλας δεν αμφισβητεί το ότι ο Αβέρωφ έκανε τη δήλωση αυτή, εξηγεί όμως διά μακρών πως αυτό έγινε στο πλαίσιο επιχειρηματολογίας που αποσκοπούσε στο να αρνηθεί την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, πράγμα που ήταν και το επίμαχο ζήτημα τότε, καθώς το θέμα εγειρόταν κατά καιρούς από τη γείτονα. Και καταλήγει πως το να αναζητούμε συνήγορο για τη σημερινή συμφωνία, την οποία χαρακτηρίζει «επιζήμια εθνικά και ιστορικά υποχώρηση», από την πραγματικότητα του 1959 είναι «τουλάχιστον μάταιο και διαστρεβλωτικό».

Πολύ φοβάμαι πως ο κ. Τασούλας «πετάει την μπάλα στην εξέδρα». Πράγματι, όπως προκύπτει και από το σχόλιό μου και το απόσπασμα της ομιλίας που παρέθεσα, ο Αβέρωφ προσπαθούσε να αρνηθεί την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, διαχωρίζοντας αυτό που ονόμαζε «τοπικόν ιδίωμα» που ομιλείται σε «ωρισμένα χωρία» στην Ελλάδα από την επίσημη γλώσσα των Σκοπίων.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι το «τοπικόν ιδίωμα» δεν ομιλούνταν στα «ελληνοβουλγαρικά κυρίως σύνορα», όπως ισχυρίζεται ο κ. Τασούλας, αλλά κυρίως σε περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας και βέβαια δεν ήταν καθόλου άσχετο με την επίσημη μακεδονική των Σκοπίων. Εξάλλου η γλώσσα αυτή εξακολουθεί να ομιλείται στις περιοχές αυτές και η χώρα μας έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επειδή παρεμποδίζει τη χρήση της.

Όμως δεν έκρινα και δεν κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ στο ζήτημα αυτό, καθ’ ότι πρόκειται για θέμα κυρίως εσωτερικό της Ελλάδας που σχετίζεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ευρωπαϊκών συμβάσεων και η παρεμβολή του στις διμερείς σχέσεις μας με τη γείτονα δεν ενδείκνυται.

Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι αν ομιλείται ή όχι μακεδονική γλώσσα ή «ιδίωμα» στην ελληνική Μακεδονία, αλλά αν η αποδοχή εκ μέρους μας της επίσημης γλώσσας της γειτονικής μας χώρας ως μακεδονικής, αποτελεί «επιζήμια εθνική υποχώρηση».

Βεβαίως, θα συμφωνήσω ότι δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο 1959 για να δεχτούμε το προφανές, ότι σήμερα στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία υπάρχει επίσημη και διεθνώς αναγνωρισμένη μακεδονική γλώσσα, πως εμείς δεν διεκδικούμε τέτοια γλώσσα, αφού αντίθετα επαιρόμαστε για την ελληνικότητα της δικής μας Μακεδονίας και της ομιλούμενης σ’ αυτήν γλώσσας και ότι άρα θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε στους γείτονες το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της σλαβικής γλώσσας τους.

Όμως, αφού το ζήτημα εγείρεται, χρήσιμο -και καθόλου «μάταιο και διαστρεβλωτικό»- είναι να υπενθυμίσουμε ότι κυβερνήσεις και ηγέτες του χώρου από τον οποίο προέρχεται σήμερα η αμφισβήτηση χρησιμοποιούσαν ή ανέχονταν εδώ και δεκαετίες τον όρο “μακεδονική γλώσσα” για την επίσημη γλώσσα των Σκοπίων. Εν προκειμένω ο Αβέρωφ αναφέρθηκε στη «μακεδονική γλώσσα» επειδή στη σχετική συζήτηση στη Βουλή είχε επικριθεί η υπογραφείσα συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας πως αναγνώριζε έμμεσα τη γλώσσα αυτή.

Πράγματι, το άρθρο 3 της συμφωνίας του 1959 προέβλεπε πως τα μεθοριακά δελτία που θα εξέδιδαν οι αρχές των δύο χωρών θα συντάσσονταν στις επίσημες γλώσσες τους.

Είναι φανερό πως η υπενθύμιση των γεγονότων αυτών καθιστά έωλο τον ισχυρισμό πως η αποδοχή της μακεδονικής γλώσσας από τη σημερινή κυβέρνηση αποτελεί «εθνικά επιζήμια υποχώρηση» (άλλοι από τον πολιτικό χώρο του κ. Τασούλα μιλούν και για «προδοσία»). Εκτός αν εννοούμε ότι η ύπαρξη και αναγνώριση μιας γλώσσας δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα, αλλά με τη συγκυρία, οπότε η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας το 1959 ήταν εθνικά υπερήφανη στάση, αλλά σήμερα αποτελεί εθνική μειοδοσία.

2024 © left.gr | στείλτε μας νεα, σχόλια ή παρατηρήσεις στο [email protected]
§ Όροι χρήσης για αναδημοσιεύσεις Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 3.0 Μη εισαγόμενο (CC BY-NC 3.0)